Ιστορική αναδρομή
Το ζήτημα της οργάνωσης είχε απασχολήσει τα συνέδρια των αναρχικών ήδη απ το 1870. Οι αναρχικοί υποστηρίζουν δύο τύπους οργανώσεων: α) τις αμιγώς αναρχικές πολιτικές οργανώσεις και β) τις ευρύτερες οργανώσεις όπου δεν συμμετέχουν μόνο αναρχικοί.
Τέσσερα είναι τα είδη αναρχικών οργανώσεων που εφαρμόστηκαν στο παρελθόν :
1) Ομάδες συγγένειας
2) Πλατφόρμα
3) Ομοσπονδίες σύνθεσης
4) Αναρχοσυνδικαλιστικές ενώσεις
1) Ομάδες συγγένειας
Οι ομάδες συγγένειας είναι το είδος οργάνωσης που επέλεξαν να οργανωθούν οι αναρχικοί στην Ισπανία (βασικό οργανωτικό κύτταρο της Ισπανικής FAI Federación Anarquista Ibérica )
Σύμφωνα με τον Boukchin οι ομάδες συγγένειας είναι μικρές ομάδες , ένα είδος διευρυμένης οικογένειας στην οποία οι δεσμοί συγγένειας αντικαθίσταται με τις στενές ανθρώπινες σχέσεις που βασίζονται στις κοινές ιδέες και στην κοινή επαναστατική πρακτική.
Βασικά χαρακτηριστικά:
Οι ομάδες συγγένειας είναι μικρές συγγενείς ομάδες ως προς την θεώρηση του υπάρχοντος , τις επιθυμίες , και τους στόχους. Οι τοπικές ομάδες συγγένειας είναι ο τρόπος που οργανώνονται οι αναρχικοί εντός μιας κοινότητας,εργασιακού χώρου εντός κάποιου κινήματος. Υπάρχουν ομάδες συγγένειας για ποικίλες θεματικές, εργατικές , αναρχοφεμινιστικές , αναρχοοικολογικές κτλ.
Κριτική στις ομάδες συγγένειας
Το μεγαλύτερο μειονέκτημα των ομάδων συγγένειας είναι η τάση να μετατρέπονται σε κλειστή εσωστρεφής κοινωνία. Με αποτέλεσμα να μην την αντιλαμβάνονται και να μην πράττουν σύμφωνα με την κοινωνική αναγκαιότητα.
Επίσης ακόμη και ομοσπονδοιοποιημένες να ήταν δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν βάση για ένα οργανωμένο κίνημα που στοχεύει στην ανασυγκρότηση μιας κοινωνίας – σε μια κοινωνική επανάσταση αφού η συγγένεια δεν ξεπερνάει τα όρια ενός συγκεκριμένου κύκλου θεώρησης.
2) Πλατφόρμα
Είναι ένα αναρχοκομμουνιστικό ρεύμα με συγκεκριμένες προτάσεις ως προς την δομή – λειτουργία που θα πρέπε να ‘χει μια αναρχική ομοσπονδία πράγμα που την διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα είδη οργανώσεων. Προτάθηκε ως προσχέδιο από τους εξόριστους αναρχικούς της Dielo Truda. Οι πιο γνωστοί από αυτούς είναι οι Αρσίνοφ , Μαχνό , Ίντα Μέτ, Μαξίμοφ και Λίνσκι.
Βασικά χαρακτηριστικά :
- Σαν βασική απαίτηση ήταν η θεωρητική και τακτική ενότητα των μελών της οργάνωσης δηλαδή η ύπαρξη κοινά συμφωνημένων θέσεων ως προς την θεώρηση και τα μέσα δράσης πράγμα που δέσμευε όλα τα μέλη της οργάνωσης για την υλοποίηση των αποφάσεων.
- Θεωρούνταν αναγκαστική η συλλογική υπευθυνότητα. Κάθε μέλος πρέπει να είναι υπεύθυνο για την πολιτική και επαναστατική δραστηριότητα της οργάνωσης αλλά και η οργάνωση πρέπει να είναι υπεύθυνη για τα μέλη της αντίστοιχα
- Για την επίτευξη των παραπάνω ήταν υπεύθυνη η εκτελεστική γραμματεία της κάθε ομάδας που θα αναλάμβανε την εκτέλεση των δράσεων καθώς και την θεωρητική καθοδήγηση της πολιτικής και τεχνικής δουλειάς της οργάνωσης.Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της γραμματείας θα καθορίζονταν από το συνέδριο της οργάνωσης
Κριτική στην πλατφόρμα
Πολλοί αναρχικοί απέρριψαν το πρόταγμα της πλατφόρμας διαβλέποντας μια τάση μπολσεβικοποιήσης της αναρχίας θεωρώντας την ως προάγγελο ενός ιεραρχικού κατακόρυφα δομημένου κόμματος.
Με την θεωρητική και τακτική ενότητα καταστρατηγείται ο ομοσπονδιακός χαρακτήρας της οργάνωσης. Αφού πριν από κάθε δράση θα απαιτούνταν η γνωμοδότηση της εκτελεστικής γραμματείας καταπιέζοντας έτσι κάθε πρωτοβουλία.Επίσης με το να επιτευχθεί αυτού του είδους η ενότητα θα επιβάλλονταν μια ισοπεδωτική ομοιομορφία που θα παρέβλεπε τις τοπικές – ειδικές συνθήκες.
Αντί της συλλογικής υπευθυνότητας ο Μαλατέστα αντέτεινε την πλήρη αυτονομία των ομάδων και των ατόμων μέσα στην οργάνωση.
Η κριτική που ασκήθηκε όσον αφορά την εκτελεστική γραμματεία καταδείκνυε την λειτουργία της ως αποφασιστικό – καθοδηγητικό όργανο και αντέτεινε κάποιου είδους συμβουλευτικό χαρακτήρα. Επίσης ήταν κατακριτέος ο τρόπος εκλογής των αντιπροσώπων μιας και διεξάγονταν με έναν κοινοβουλευτικό τρόπο δείχνοντας ένα κατακόρυφα δομημένο σύστημα λήψης αποφάσεων καθώς και εκτέλεσής τους.
3) Ομοσπονδίες σύνθεσης
Αυτό το οργανωτικό σχήμα έχει τις ρίζες της στην Αναρχική συνομοσπονδία Nabat και πήρε το όνομα του απ τους Volin και Faure. Ήταν σαν μια απάντηση στο οργανωτικό σχήμα της πλατφόρμας.
Βασικά χαρακτηριστικά :
- Το κύριο χαρακτηριστικό της ομοσπονδίας ήταν ότι προσπαθούσε να συσπειρώσει τις 3 κύριες αναρχικές τάσεις της εποχής δηλαδή τους αναρχικομμουνιστές , τους αναρχοατομικιστές και τους αναρχοσυνδικαλιστές.Το βασικό σκεπτικό ήταν ότι μέσω ζύμωσης, μέσω μιας μίνιμουμ συμφωνίας και ενός κοινού πολιτικού προγράμματος, θα μπορούσε να εξαχθεί ένα συνονθύλευμα των 3 τάσεων. Αφού θεωρούσαν ότι η διαίρεση θα ήταν καταστροφική για το κίνημα.
- Οι ομάδες που συμμετείχαν στην ομοσπονδία μπορούσαν να προσανατολίζονταν σε διάφορες θεματικές χωρίς αναγκαστικά να υπήρχε πολιτική συγγένεια μεταξύ τους.
- Η αυτονομία των 3 τάσεων ως προς την θεώρηση και τον τρόπο δράσης ήταν πλήρης.
Κριτική στις ομοσπονδίες σύνθεσης
Οι πλατφορμιστές άσκησαν την πιο σκληρή κριτική μιας και θεωρούσαν ότι δεν θα μπορούσε να αποφασιστεί και να πραγματοποιηθεί ένα κοινό πρόγραμμα λόγω της διαφορετικότητας των τάσεων. Δηλαδή πίστευαν ότι οι διαφωνίες ως προς την θεώρηση της πραγματικότητας και ως προς τον τρόπο δράσης θα ήταν ικανές για να οδηγήσουν στην διάλυση της ομοσπονδίας καθώς και στην αδυναμία υλοποίησης κοινών δράσεων.
Ο Μαλατέστα επίσης πως “είναι θετική η ένωση μας σε ένα πανίσχυρο κίνημα αλλά η οργάνωση που δομείται πάνω σε παραχωρήσεις και όχι σε πλήρη συμφωνία είναι αναπόφευκτη η διάλυσή της. Καλύτερα διασπασμένοι παρά ενωμένοι σε λάθος βάση”.
4) Αναρχο-συνδικαλιστικές ενώσεις
Ήδη από το 1890 οι γάλλοι αναρχικοί πέρασαν στην γαλλική CGT(Confédération générale du travail ) τις ιδέες της άμεσης δράσης , της αυτονομίας ,της ανεξαρτησίας απ τα πολιτικά κόμματα και της επαναστατικής γενικής απεργίας.
Συγκεκριμένα για την CGT ο επαναστατικός συνδικαλισμός βασίζεται στον ταξικό πόλεμο και στοχεύει στην ένωση των χειρωνακτών – πνευματικών εργατών σε μαχητικές οργανώσεις οικονομικού – αντικρατικού αγώνα με σκοπό την κοινωνική απελευθέρωση.
Η κύρια διαφωνία με τα υπόλοιπα αναρχικά ρεύματα ήταν ότι οι εργατικές ενώσεις – συνδικάτα αρκούν για να φτάσουν τον παραπάνω στόχο απορρίπτοντας έτσι τις αναρχικές πολιτικές οργανώσεις.Επίσης θεωρούσαν ότι η άμεση δράση(απεργίες , σαμποτάζ) αποτελεί το μόνο όπλο ενάντια στο υπάρχον.
Οι αναρχοσυνδικαλιστές δηλαδή προσπαθούν να βελτιώσουν τις συνθήκες ενώ παράλληλα αντιπαλεύουν για την κατάλυση του κράτους και του καπιταλισμού μέσω της επαναστατικής γενικής απεργείας.
Κριτική στις αναρχοσυνδικαλιστικές ενώσεις
Αφού μια συνδικαλιστική ένωση δεν είναι απ την φύση της επαναστατική δεν αρκεί για την δημιουργία ενός επαναστατικού κινήματος με σκοπό την κοινωνική απελευθέρωση.
Εν γένει τα συνδικάτα ρεφορμίζουν λόγω του κοινωνικού τους ρόλου σε αντίθεση με τις αναρχικές πολιτικές οργανώσεις, αφού για να κερδίσουν οτιδήποτε προς όφελος των εργατών πρέπει να διαπραγματευτούν με τα αφεντικά προσφέροντας τους εργατική πειθαρχία.Επίσης με το να διαμεσολαβεί κάποιος συνεχώς ανάμεσα στα αφεντικά και τους εργάτες υπάρχει κίνδυνος δημιουργίας άτυπης εξουσίας των εκπροσώπων.
Τέλος οι σημερινοί αναρχοσυνδικαλιστές διαφωνούν στο ότι το μόνο όπλο είναι η γενική επαναστατική απεργία και για αυτό μιλούν και για καθαρή απαλλοτριωτική ένοπλη εξέγερση ενώ δεν αρνούνται την αναγκαιότητα ύπαρξης των αναρχικών πολιτικών οργανώσεων αλλά την θεωρούν αλληλένδετη με την ύπαρξη των αναρχοσυνδικαλιστικών ενώσεων.
Ελλάδα
Λόγω της ιστορικής ασυνέχειας στην πορεία του αναρχικού κινήματος στην Ελλάδα (ιστορικό κενό 1920-1970) ο αναρχισμός στην Ελλάδα δεν προέρχεται από κάποια οργανωτική παράδοση όπως συνέβη πχ. στην Ισπανία, την Ιταλία ή τη Γαλλία. Στις απαρχές του την δεκαετία του ’70, περισσότερο συνδέθηκε και επηρεάστηκε από τα αυτόνομα κινήματα της Ιταλίας και της Ευρώπης παρά από την κλασσική αναρχική παράδοση (αναρχοκομμουνισμός, αναρχοσυνδικαλισμός κλπ).
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την κοινωνική περιθωριοποίηση των αναρχικών την δεκαετία ’80, την έξαρση της ένοπλης πάλης στην Ελλάδα και τις εσωτερικές συγκρούσεις του αναρχικού χώρου, είχε σαν αποτέλεσμα να αναπτυχθεί ένα αντιοργανωτικό-εξεγερτικό λαιφ σταιλ και να επικρατήσει το μοντέλο του αφορμαλισμού, το οποίο εδραιώθηκε ως η ‘’φυσική κατάσταση’’ του ελληνικού α/χώρου.
Στην ιστορία του μεταπολιτευτικού αναρχικού κινήματος στην Ελλάδα, δεν συναντάμε πολλές οργανωτικές προσπάθειες. Συγκεκριμένα:
Το διάστημα ‘81-’82 συναντάμε την πρώτη προσπάθεια δημιουργίας πανελλαδικού αναρχικού οργανωτικού σχήματος με την πρωτοβουλία για την δημιουργία αναρχικής ομοσπονδίας για την οποία δυστυχώς ξέρουμε ελάχιστα πράγματα.
Μερικά χρόνια αργότερα το 1986, έχουμε την πανελλαδική συνάντηση αναρχικών στην Πάτρα, όπου είχε περισσότερο έναν χαρακτήρα γνωριμίας και συντονισμού και δεν αποσκοπούσε στην δημιουργία κάποιου οργανωτικού σχήματος. Έναν χρόνο αργότερα το 1987, λαμβάνει χώρα στην Αθήνα άλλη μία πανελλαδική συνάντηση αναρχικών η οποία και καταλήγει στην Ένωση Αναρχικών που θα συνεχίσει για 3 χρόνια μέχρι τη διάλυσή της το 1990. Η Ένωση Αναρχικών, είναι ο πρώτος αναρχικός πολιτικός φορέας στην Ελλάδα.
Δεκατρία χρόνια αργότερα και με αφορμή τις κινητοποιήσεις ενάντια στην Σύνοδο της ΕΕ στην Θεσσαλονίκη, δημιουργείται η Αντιεξουσιαστική Κίνηση (ΑΚ), ένα πανελλαδικό δίκτυο αντιεξουσιαστικών συλλογικοτήτων που συνεχίζει μέχρι σήμερα.
Τέλος, αρχής γενομένης με την πανελλαδική συνάντηση αναρχικών τον Μάρτιο του 2012, θα προκύψει μια κίνηση για την δημιουργία αναρχικής πολιτικής οργάνωσης (ή ομοσπονδίας αναρχικών), στην οποία συμμετέχει και η Οκτάνα. Οι διαδικασίες για την δημιουργία του εν λόγω σχήματος συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Το μοντέλο λοιπόν που συνοδεύει διαχρονικά τον ελληνικό α/χώρο είναι ο αφορμαλισμός.
Ο αφορμαλισμός διαρθρώνεται σε δύο επίπεδα: το πρώτο επίπεδο αφορά την ατομική επιλογή της πλειοψηφίας του ‘’χώρου’’ να μην οργανωθεί εντός κάποιας συλλογικότητας και το δεύτερο αφορά την επιλογή της πλειοψηφίας των συλλογικοτήτων του ‘’χώρου’’ να μην οργανωθούν σε ένα ευρύτερο σχήμα, σε έναν ευρύτερο αντιεξουσιαστικό-αναρχικό πολιτικό φορέα. Μιλάμε δηλαδή για 2 κλίμακες οργάνωσης που κατά τη γνώμη μας θα πρέπει να μας προβληματίσουν: η οργάνωση σε συλλογικότητα και η οργάνωση της συλλογικότητας σε έναν ανώτερο φορέα.
Ως προς το πρώτο (οργάνωση σε ομάδα) τα πράγματα είναι σχετικά απλά. Καταλαβαίνουμε όλοι δηλαδή, ότι πλέον όλο και περισσότεροι σύντροφοι (αν και ποτέ δεν είναι αρκετοί αναλογικά με την μαζικότητα του χώρου) αντιλαμβάνονται την ανάγκη συλλογικοποίησης των αναγκών και του αγώνα και ότι το γεγονός ότι υπάρχουν πολλά άτομα του χώρου που δεν είναι οργανωμένα, δεν οφείλεται τόσο στην εναντίωσή τους στην οργάνωση γενικά αλλά κυρίως σε άλλα προβλήματα που έχουν να κάνουν περισσότερο με τα άτομα και τις ομάδες που έχουν γύρω τους ή την έλλειψη χρόνου.
Οργάνωση και δομή
Ως προς το δεύτερο επίπεδο που εμφανίζεται πιο περίπλοκο, θέση μας είναι αρχικά ότι αναρχισμός κατά τη γνώμη μας σημαίνει οργάνωση. Με την έννοια ότι ο αντιεξουσιαστικός αγώνας μπορεί να είναι μόνο συλλογικός προκειμένου να είναι ταυτόχρονα και διαρκής. Δεν μπορεί να σταθεί δηλαδή ατομικά και αποσπασματικά αλλά υφίσταται μόνο συλλογικά, έτσι ώστε να μπορέσει να είναι συνεπής τόσο ως προς την κοινωνική συγκυρία όσο και ως προς το πρόταγμα της αναρχίας και της κοινωνικής απελευθέρωσης, που αποτελεί μια μακρά διαδικασία αλλαγής σε όλα τα επίπεδα· στις σχέσεις παραγωγής, στην κουλτούρα μας, στις κοινωνικές σχέσεις.
Δεν μπορούμε να διανοηθούμε έναν πολιτικό αγώνα, χωρίς συλλογικό φορέα, κοινές θέσεις, κοινές προτάσεις κλπ, που εν τέλει νοηματοδοτούν και το ιδεώδες της κοινωνικής επανάστασης. Εφόσον δηλαδή δεν φοβόμαστε να χρησιμοποιήσουμε έννοιες όπως η κοινωνική επανάσταση, η εναντίωση σε κάθε εξουσία κλπ, που για τον μέσο άνθρωπο εμφανίζονται σχετικά ουτοπικές, θα πρέπει να αποδείξουμε κάπως στο κοινωνικό σύνολο για ποιο λόγο τις θεωρούμε εμείς βάσιμες. Αλλιώς θα ήταν προτιμότερο να μιλάμε απλά για αντίσταση, αποσπασματική, αυθόρμητη και μη οργανωμένη απέναντι στις επιθέσεις του κράτους και του κεφαλαίου, βγάζοντας τις έννοιες της κοινωνικής επανάστασης και απελευθέρωσης από το λεξιλόγιό μας.
Το ζήτημα λοιπόν της οργάνωσης, σχετίζεται για μας άμεσα με το τι θέλουμε να κάνουμε. Αν αντιλαμβανόμαστε την αναγκαιότητα ενός κοινωνικού και πολιτικού αγώνα με αντιεξουσιαστικά χαρακτηριστικά, που αντιλαμβάνεται την κοινωνική επανάσταση ως μια σταθερή και σταδιακή διαδικασία αλλαγής του υπάρχοντος και όχι ως μια στιγμή όπου ο λαός θα πάρει τα όπλα και θα ανατρέψει το κράτος χωρίς σχέδιο, τότε θα πρέπει να οργανώσουμε αυτή τη διαδικασία.
Αν θέτουμε τους εαυτούς μας εντός μιας προσπάθειας που υπηρετεί το ιδεώδες της κοινωνικής απελευθέρωσης, δηλαδή της αταξικής κοινωνίας, που θα προκύψει μέσα από τις αλλαγές της κοινωνικής επανάστασης, τότε πρέπει τουλάχιστον να κάτσουμε και να συζητήσουμε αρχικά μεταξύ μας τι εννοούμε.
Αυτό όπως έχει δείξει και η ιστορία στην Ελλάδα αλλά και η σημερινή πραγματικότητα δεν συμβαίνει. Δεν συζητάμε μεταξύ μας. και αυτό δεν οφείλεται στα άτομα, αλλά στη δομή. Δεν θεωρούμε δηλαδή ότι είναι στοιχεία της κουλτούρας των αναρχικών η αναποτελεσματικότητα, η μη λήψη αποφάσεων κλπ. Αντίθετα θεωρούμε ότι δεν έχει δημιουργηθεί ένα συγκροτημένο πεδίο συζήτησης και ζύμωσης έτσι ώστε να μπορέσουμε να διαμορφώσουμε συλλογικά τη μορφή του αγώνα μας. Μην ξεχνάμε ότι η CNT για να μπορέσει να δώσει σάρκα και οστά έστω και για μερικούς μήνες σ’αυτό που αποκαλούμε αναρχική οργάνωση της κοινωνίας (και να συνεννοηθεί με ένα σωρό ετερόκλητα κοινωνικά σύνολα όπως αναλφάβητοι αγρότες κλπ.), δούλευε ανελλιπώς και συλλογικά από το 1911 μέχρι το 1936, όπου το ξέσπασμα του πραξικοπήματος, τη βρήκε σχετικά έτοιμη να αντιμετωπίσει τη συγκυρία.
Στην Ελλάδα των ημερών μας, δεν υπάρχουν φυσικά αυτές οι συνθήκες, καταλαβαίνουμε όμως ότι η κοινωνική κρίση της εποχής, με την κατάρρευση του κοινοβουλευτισμού και των όποιων προσδοκιών για κοινωνική ανέλιξη, οικονομική ευημερία κλπ, ο ρόλος των αναρχικών γίνεται πιο κρίσιμος από ποτέ. Θεωρούμε δηλαδή την σημερινή κοινωνική, πολιτική και οικονομική κρίση (την καπιταλιστική κρίση) ως μια τρομερή ευκαιρία να γειώσουμε τον λόγο μας και να πλησιάσουμε κομμάτια τα οποία δεν είχαν μέχρι τώρα πρόσβαση στις διαδικασίες και τη δράση του ‘’χώρου’’. Το γιατί δεν έχουμε μπορέσει μέχρι σήμερα να εγκολπώσουμε ένα ευρύ κομμάτι των εργαζομένων και των μεγαλύτερων ηλικιακά κάτω από το πρόταγμα της αντιεξουσίας πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά.
Η απάντηση κατά τη γνώμη μας, έγκειται βασικά στην έλλειψη δομής. Κι όταν λέμε δομή, εννοούμε ένα σύνολο διαδικασιών στα πλαίσια ενός ευρύτερου πολιτικού φορέα, όπως η προσπάθεια που γίνεται αυτήν την περίοδο στην οποία συμμετέχουμε κι εμείς, για τη δημιουργία της ομοσπονδίας αναρχικών. Η δομή είναι αυτή που θα μας οδηγήσει αρχικά στο να συζητήσουμε μεταξύ μας με επίσημες συγκροτημένες διαδικασίες και όχι με όρους φοιτητικών αμφιθεάτρων και καφενείων. Η δομή είναι αυτή που θα δημιουργήσει μια κουλτούρα συζήτησης, θα μας διαπλάσει και προσωπικά και θα δημιουργήσει το απαραίτητο πεδίο διαλόγου, μέσα στο οποίο θα ζυμωθούμε συλλογικά και πάνω απ΄όλα ‘’πολιτικά’’. Αυτή η ζύμωση θα μας καταδείξει αρχικά με ποιους μπορούμε να ενωθούμε ή να συμπράξουμε.
Βάσει του παραπάνω, πιστεύουμε ακράδαντα ότι η οργάνωση φέρνει την ενότητα. Η δομή λοιπόν δημιουργεί το καλούπι της ενότητας, το οποίο έπειτα εμείς οι ίδιοι θα σκαλίσουμε συλλογικά. Η οργάνωση φέρνει την ενότητα, γιατί οδηγεί στην υγιή συνδιαμόρφωση και στην αλληλεπίδραση μεταξύ των ομάδων με σοβαρότητα και υπευθυνότητα.
Είναι πολύ προβληματικό για μας να θεωρούμε λογικό το να μην μπορούμε να ‘’τα βρούμε’’. Δεν μπορεί κάθε συλλογικότητα να έχει εντελώς άλλη θέαση του κόσμου και να είμαστε όλοι στον ίδιο χώρο· δεν μπορεί να έχει κάθε ομάδα το αλάθητο. Άρα πρέπει να βρούμε τα λάθη μας και να τα διορθώσουμε συλλογικά. Ζυμωνόμαστε λοιπόν σε τακτική βάση, αποκρυσταλλώνουμε τις συμφωνίες μας και αναπλάθουμε τις διαφωνίες μας. Αυτό μας προσφέρει η δομή, έναν διάλογο με κανόνες και αμοιβαία δέσμευση.
Αφού συναντηθούμε στα πλαίσια ενός τακτικού διαλόγου για την δημιουργία ενός πολιτικού φορέα, το επόμενο βήμα είναι να μορφοποιήσουμε μια κοινή στρατηγική και τέλος, αφού η στρατηγική αυτή εξωτερικευθεί με τη μορφή ενός πολιτικού προγράμματος ή ενός συνόλου προτάσεων και θέσεων για το παρόν και το μέλλον, τότε θα έχουμε έναν πολιτικό φορέα ο οποίος θα μπορεί να κεφαλαιοποιεί τους αγώνες του, να υποδεχτεί δηλαδή στους κόλπους του, κοινωνικές ομάδες οι οποίες δεν αποτελούσαν μέχρι τώρα προνομιακά πεδία για τον ελληνικό αντιεξουσιαστικό χώρο.
Συνοπτικά, τρία πράγματα λοιπόν κάνει η δομή και κατ’επέκταση η οργάνωση σε έναν πολιτικό φορέα:
- δημιουργεί κοινό πεδίο ζύμωσης και σταθερής επικοινωνίας, μας ενώνει.
- βάσει αυτής της σταθερότητας στην επικοινωνία και τη ζύμωση, προσφέρει μια συγκροτημένη πρόταση ανατροπής, μια ξεκάθαρη άποψη για το τι μορφής αγώνα θέλουμε να ακολουθήσουμε, με ρητές θέσεις και στόχους.
- δημιουργεί ένα πολιτικό σχήμα με όνομα, πρόσωπο και αναγνωρισιμότητα, που δημιουργεί ένα πεδίο εμπιστοσύνης με το κοινωνικό σύνολο και οδηγεί ένα κομμάτι του να ενωθεί μαζί μας.
Μόνο αφού ενωθούμε πολιτικά με άλλα κοινωνικά κομμάτια και υποδεχτούμε στους κόλπους μας, ανθρώπους που μέχρι τώρα έχουμε ‘’αποκλείσει’’, μόνο τότε θα μπορέσουμε να αξιολογήσουμε το βάσιμο των θέσεών μας, να μιλάμε σοβαρά για μια προοπτική ανατροπής με αντιεξουσιαστικά χαρακτηριστικά. Αλλιώς θα παραμείνουμε ένας νεολαιίστικος πολιτικός χώρος που αλλάζει πολιτικό προσωπικό κάθε δέκα χρόνια.
Σχέση αναρχικού πολιτικού φορέα με τα κοινωνικά εγχειρήματα
Η οργάνωση που προτάσσουμε εμείς βέβαια αναφέρεται στους αναρχικούς. Απαιτεί δηλαδή μια ιδεολογική επιλογή, τουλάχιστον σ’ότι αφορά τον πολιτικό φορέα. Αναγνωρίζουμε δηλαδή την αναγκαιότητα και πολιτικής οργάνωσης των αναρχικών, πέρα από τη συμμετοχή και την οργάνωσή τους σε ευρύτερα κοινωνικά σχήματα. Αυτή όμως η οργάνωση δεν αποκλείει κανέναν. Αντίθετα ένας από τους στόχους της είναι να δημιουργήσει γύρω από αυτήν ένα αντιεξουσιαστικό δίκτυο συλλογικοτήτων, εγχειρημάτων και ατόμων που παρότι δεν δηλώνουν αναρχικοί, δρουν και με αντιεξουσιαστικά ή μη κομματικά χαρακτηριστικά στην βάση της κοινωνικής αυτοοργάνωσης και της οριζοντιότητας. Με λίγα λόγια, κάποιος μη αναρχικός ή κάποια μη αναρχική συλλογικότητα, δεν είναι αναγκαίο να συμμετάσχει στην αναρχική πολιτική οργάνωση ή ομοσπονδία, για να συμπράττει μαζί της ή να αλληλοστηρίζεται. Στα πλαίσια του σεβασμού της διαφορετικότητας, της αυτονομίας αλλά και την δέουσας αλληλεγγύης και στήριξης των ανθρώπων που αγωνίζονται κάτω από οποιαδήποτε ταυτότητα, αυτό που κρίνουμε πιο ορθό είναι η δημιουργία αυτού του αντιεξουσιαστικού δικτύου που αναφέραμε πιο πάνω, στο οποίο θα μπορεί η ομοσπονδία, μέσα από τις συλλογικότητές και τα μέλη της να βρίσκεται, να επικοινωνεί, να ζυμώνεται και να συμπράττει με άλλα εγχειρήματα και σχήματα, στην βάση των συμμαχιών και του κοινού αγωνιστικού μετώπου. Αυτό είναι για μας το πιο ειλικρινές οργανωτικό σχήμα ανάμεσα σε μια ομάδα ανθρώπων με κατασταλαγμένη ιδεολογική ταυτότητα και σε ένα ευρύτερο σύνολο αγωνιστών που συμμετέχουν σε ένα κοινωνικό και όχι αυστηρά πολιτικό αγώνα.
Αφορμαλισμός
Αν προσπαθούσαμε να τα παρουσιάσουμε συνοπτικά τα σημαντικότερα προβλήματα του αφορμαλισμού, θα τα συμπυκνώναμε στα εξής δύο:
- η ομάδα παρέα – υπεραυτονόμηση της ομάδας
- -έλλειψη κανόνων εσωτερικής λειτουργίας (μη λήψη αποφάσεων, κούραση, αναποτελεσματικότητα, αργοπορία, άτυπη ιεραρχία)
- Υπεραυτονόμηση
Αφού η εκάστοτε συλλογικότητα συσταθεί, αρχίζει μια διαδικασία κατασκευής ενός κοινού τόπου μεταξύ των μελών. Τα μέλη της διαμορφώνονται συλλογικά, αναπτύσσουν τον κοινό πολιτικό τους λόγο και οικοδομούν μια συλλογική καθημερινότητα που τις περισσότερες φορές μετατρέπεται στην ‘’δικιά τους’’ πραγματικότητα. Σε αυτό το τελευταίο σημείο, βρίσκεται κατά τη γνώμη μας και η πηγή του κακού.
Χωρίς άνωθεν συλλογικό ελέγχο (εννοούμε προφανώς τον συλλογικό έλεγχο στα πλαίσια μιας ευρύτερης Οργάνωσης ή μιας Ομοσπονδίας), η ομάδα δημιουργεί μια ‘’ολοδικιά’’ της αντίληψη για το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι που λόγω της μη δέσμευσής της από οποιαδήποτε άλλη συλλογικότητα, γίνεται χρόνο με τον χρόνο και δράση με τη δράση, όλο και πιο πραγματική, καθώς παίρνει σάρκα και οστά, ως συλλογικά βιωμένη εμπειρία (διαδικασία υπεραυτονόμησης της ομάδας). Αυτό την οδηγεί τις περισσότερες φορές πίσω από τη συγκυρία. Δηλαδή, αυτή η πραγματικότητα που έχει χτίσει επιβάλλεται επί της κοινωνικής αναγκαιότητας αντί να την ακολουθεί.
Έτσι η επιτακτικότητα της τάδε ή η της άλλης δράσης κρίνεται κάθε φορά, μόνο από την αντίληψη ή την όρεξη, των ανθρώπων που απαρτίζουν μια συλλογικότητα και δεν καθορίζεται από την ίδια την κοινωνική αναγκαιότητα ή από την βαρύτητα μιας ευρύτερης απόφασης για δράση σε πανελλαδικό επίπεδο (την οποία ασπούμε θα αποφάσιζε ένας πολιτικός φορέας). Επίσης η όποια απόφαση πρόκειται να ληφθεί, λαμβάνεται συνήθως με όρους προσωπικής αξιολόγησης της συγκυρίας από την πλευρά της συλλογικότητας και όχι με όρους πολιτικής συνέπειας και κοινωνικής ευθύνης.
Ένα κλασσικό φαινόμενο είναι ότι μια ομάδα είναι ευχαριστημένη για την πορεία της, αν καταφέρνει να πραγματώσει τις πολιτικές της επιθυμίες, ανεξάρτητα από το τι επιτάσσει η πολιτική συγκυρία. Η δέσμευσή της δηλαδή αρχίζει και τελειώνει στη συνισταμένη των επιθυμιών και των φιλοδοξιών των μελών της.
Γιατί θα πρέπει μια ομάδα να δίνει λογαριασμό σε κάτι ανώτερο; Ας το σκεφτούμε σε επίπεδο προσωπικό· επαγωγικά λοιπόν, όπως καθένας μας, δηλαδή καθένας που υπηρετεί το ιδανικό της κοινωνικής απελευθέρωσης, οφείλει να δίνει λογαριασμό σε κάποιους –στους συντρόφους της πόλης του πχ. ή στον κύκλο του- έτσι και μια ομάδα είναι λογικό να οφείλει να ‘’δίνει λογαριασμό’’ σε ένα ανώτερο φορέα. Αυτό ονομάζεται συλλογική ευθύνη και αμοιβαία δέσμευση. Φυσικά μέσα σε συλλογικές ‘’δημοκρατικές’’ διαδικασίες, οι κανόνες λειτουργίας των οποίων θα έχουν αποφασιστεί συλλογικά από τις ίδιες τις ομάδες. Γιατί, όπως η κοινωνική πραγματικότητα δεν μπορεί να εκφραστεί μονομερώς από ένα άτομο με εμπειρία από το άμεσο περιβάλλον του (σπίτι, φίλοι, προσωπικά διαβάσματα κλπ), έτσι δεν μπορεί να περιοριστεί και σε μία ομάδα, που δραστηριοποιείται σε μια πόλη ή σε μια γειτονιά.
2. Εσωτερικοί κανόνες, αρχές, θέσεις κλπ.
Τέσσερα είναι κατά τη γνώμη μας τα στοιχεία που καταδεικνύουν την αναγκαιότητα θέσπισης κανόνων λειτουργίας, αρχών και θέσεων
a) η διαδικασία να βγάλουμε αρχές ξεκαθαρίζει πολλά θεωρητικά ζητήματα που θεωρούμε λανθασμένα ότι τα έχουμε ληγμένα. Πχ. τι σημαίνει κοινωνική επανάσταση και πως θα θέλαμε να γίνει κλπ.
b) ξεκαθαρίζει και νομιμοποιεί το πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις, διασαφηνίζει τα σκοτεινά σημεία της διαδικασίας της συνέλευσης και προλαμβάνει τις αυθαιρεσίες. Τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό. Μιλάμε για αρχές λειτουργίας συνέλευσης, τρόπο λήψεως των αποφάσεων, πλαίσιο δεσμευτικότητας της απόφασης κλπ.
c) άτυπη ιεραρχία: χωρίς κοινά αποφασισμένους κανόνες εν τη γενέσει της συλλογικότητας, οι κανόνες μπαίνουν εκ νέου κάθε φορά από τον πιο δραστήριο ή τον πιο ‘’ικανό’’. Πιο απλά, κάθε συλλογικότητα, συσσωρεύει μέσα από τις δράσεις και την εμπειρία της, ένα συλλογικό κεφάλαιο. Αρχικά, το κεφάλαιο αυτό υφίσταται μόνο ως συλλογικό προϊόν· υπάρχει δηλαδή ως κεφάλαιο της ομάδας συνολικά και δεν έχει εξατομικευθεί. Η αδράνεια όμως πολλών μελών, ελλείψει συγκεκριμένης στοχοθεσίας και πολιτικών θέσεων σε επίπεδο ομάδας σε συνδυασμό με τις έμφυτες ικανότητες των ‘’αγωνιστών με επιρροή’’, οδηγεί το συσσωρευμένο αυτό κεφάλαιο στα χέρια λίγων, που επωφελούνται έτσι (πολλές φορές χωρίς πρόθεση), από τις δομικές ανισότητες του αφορμαλισμού. Αυτό που χρειαζόμαστε λοιπόν, δεν είναι η εκδίωξη αυτών των λίγων, αλλά η δημιουργία ενός μηχανισμού που θα διαμοιράζει ισότιμα το εν λόγω κεφάλαιο σε όλα τα μέλη της συνέλευσης. Ένα βήμα για την δημιουργία του μηχανισμού αυτού, είναι η θέσπιση εσωτερικών κανόνων, που στην ουσία κάνει γνωστό σε όλους τον τρόπο λειτουργίας της ομάδας όσο και το τι πιστεύει η ομάδα γενικά· δίνει δηλαδή στα μέλη δεύτερης ταχύτητας ένα όπλο να αντιπαρατεθούν όσο πιο ισότιμα γίνεται με εκείνα της πρώτης ταχύτητας.
d) Τα νεοεισερχόμενα μέλη: τα νέα έχουν να αντιμετωπίσουν και αυτά μια σειρά προβλημάτων· από ένα ήδη εδραιωμένο σύστημα εσωτερικής επικοινωνίας της ομάδας (ορολογία, ατάκες, εσωτερικό χιούμορ, θέματα ταμπού, πολιτικές αναφορές), μέχρι τον άτυπο (αυθόρμητο) σεβασμό στα πιο επιφανή/ενεργά μέλη της και τη σύγκρουση με μια συγκροτημένη αντίληψη της ομάδας η οποία δεν είναι γνωστή αλλά ενυπάρχει στο μυαλό των ‘’παλιών’’. Το νέο μέλος, τις περισσότερες φορές δυστυχώς, δεν θα βρει μπροστά του ένα πλαίσιο συγκροτημένων πολιτικών θέσεων και κανόνων λειτουργίας, αντιθέτως θα έρθει αντιμέτωπος με ένα σύνολο ιδεών και πρακτικών που υπάρχουν εθιμοτυπικά και νοητά.
Τέλος
Αυτό που υποστηρίζουμε λοιπόν, είναι ότι οι έξωθεν πιέσεις (στα πλαίσια μιας Οργάνωσης) δεν ‘’υποτάσσουν’’ μια συλλογικότητα, αλλά αντίθετα τη βοηθάνε να διασαφηνίσει το πολιτικό της πλαίσιο, να πάρει αποστάσεις στα αμφιλεγόμενα σημεία, να πολιτικοποιήσει τις διαφωνίες με τις άλλες ομάδες και να αμβλύνει τις εσωτερικές της συγκρούσεις.
Χωρίς τη συνδρομή ενός πολιτικού φορέα, η μεμονωμένη συλλογικότητα, αντιλαμβάνεται τον εαυτό της, όχι ως κομμάτι ενός οργανισμού που οικοδομεί την κοινωνική επανάσταση αλλά σαν έναν ξεχωριστό οργανισμό, ο οποίος θα συνεργαστεί με τους υπόλοιπους βουλησιαρχικά και όχι αναγκαστικά. Ως κομμάτι ενός οργανισμού, αναγκάζεσαι να δουλέψεις προκειμένου να δουλέψει ολόκληρος ο οργανισμός σε μια σχέση αλληλεξάρτησης, ενώ ως ξεχωριστός οργανισμός, αρκεί να επιθυμείς να συνεργαστείς με άλλους αυθαίρετα, όποτε θέλεις και σε όποιο πλαίσιο θέλεις.