Του Yavor Tarinski
Στις 16/12/1948, δύο μέρες πριν από το 5ο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας (ΚΚΒ), πραγματοποιείται το μεγαλύτερο οργανωμένο πογκρόμ κατά του ελευθεριακού κινήματος στη Βουλγαρία. Με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΒ οι μπολσεβίκικες αρχές συνέλαβαν, σε μια νύχτα μόνο, πάνω από 1.000 αναρχικούς σε όλη τη χώρα, 600 εκ των οποίων στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και φυλακές.
Οι αρχές, υπό την ηγεσία του σταλινικού υπηρέτη και εκτελεστή, του Γκεόργκι Δημητρόφ, αποφασίζουν να στείλουν στα βουλγαρικά γκούλαγκ όλους εκείνους τους αναρχικούς που κατατάσσονταν στους φακέλους της αστυνομίας. Αυτή υπήρξε μία εκ των σημαντικότερων προσπαθειών για την πλήρη διάλυση του ελευθεριακού κινήματος της χώρας, ενός εκ των δυνατότερων της Ευρώπης της εποχής εκείνης. Εκατοντάδες αναρχικοί αποστέλλονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ενώ τουλάχιστον άλλοι εκατό προλαβαίνουν να φύγουν από τη χώρα.
Παρακάτω ένα απόσπασμα από τις αναμνήσεις του Αλεξάντερ Νάκοφ (Alexander Nakov, 1919-2018), Βούλγαρου αναρχικού και επιζώντα από τα μπολσεβίκικα στρατόπεδα. Το βιβλίο του διατίθεται πλέον και στην Αγγλική: “The dossier of Subject No. 1218”:
Στις 16 Δεκεμβρίου, νωρίς το πρωί, χτύπησαν δυνατά την πόρτα μας: “Ανοίξτε, είναι η πολιτοφυλακή!” Μας ξύπνησαν όλους -εμένα, τη γυναίκα μου και τα παιδιά μας- η Ιορντάνκα (3 χρόνων τότε) και ο Μαρίνος (9 μηνών) έβαλαν τα κλάματα. Ανοίγοντας την πόρτα είδα δύο αστυνομικούς με παρατεταμένες τις καραμπίνες. Πίσω τους ένας με πολιτικά ρούχα φώναξε: “Συλλαμβάνεσαι! Ντύσου και έλα μαζί μας!” Ντύθηκα στα γρήγορα. Δεν με άφησαν να αποχαιρετήσω τους δικούς μου.
Με πήγαν στα τοπικά γραφεία της Κρατικής Ασφάλειας, όπου με είχαν πάει και παλιότερα. Πριν από μένα η πολιτοφυλακή είχε ήδη μαζέψει όλους τους συντρόφους μου από το Πέρνικ και τη γύρω περιοχή. Ήταν προφανές ότι η “λαϊκή” εξουσία είχε ξεκινήσει μια μεγάλη επιχείρηση κατά των αναρχικών. Πέρα από τους άνδρες, οι αρχές είχαν φέρει και τρεις γυναίκες -τη Μαρία Ντογκάνοβα, την Τσβετάνα Τζερμάνοβα και τη Μάρα Βλαντιμίροβα. Τη Μάρα την είχαν συλλάβει ως όμηρο μέχρι να βρουν τον άντρα της -τον Ντιμίταρ Βασίλεφ.
Αργότερα μάθαμε πως μας έστελναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης μαζί με άλλους 600 αναρχικούς -άντρες και γυναίκες. Τέτοιο ξαφνικό χτύπημα η “δικτατορία του προλεταριάτου” δεν είχε κάνει σε κανέναν άλλον από τους άπειρούς της εχθρούς μέχρι τότε.
Όσο βρισκόμασταν στη φυλακή του Πέρνικ (πριν μας πάνε στα στρατόπεδα) οι συντρόφισσες Μαρία και Τσβετάνα τραγουδούσαν επαναστατικά τραγούδια. Οι φύλακες προσπάθησαν να τις σταματήσουν αλλά απέτυχαν.
Λόγω των πολύ χαμηλών θερμοκρασιών, οι βρύσες στη φυλακή είχαν παγώσει και οι φύλακες δεν μας έδιναν νερό -ούτε για να πιούμε ούτε για να πλυθούμε. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν μπορούσαμε να τρώμε τα φαγητά που μας έφερναν οι συγγενείς μας -η δίψα ήταν ανυπόφορη.
Όταν μας πήγαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης “Μπογντάνοφ Ντολ”, είδαμε στην είσοδο να γράφει: “Ίδρυμα Εκπαιδευτικής Εργασίας“ και στις δύο του πλευρές, δεξιά και αριστερά: “Θάνατος στον φασισμό, ελευθερία στον λαό!” και “Ειρήνη, εργασία, σοσιαλισμός”. Άρα εδώ θα μας μάθαιναν και θα μας δίδασκαν την εργασία…
[…] Στο στρατόπεδο είχαν στείλει για “επανεκπαίδευση” ανθρώπους από όλα τα χρώματα της αντιπολίτευσης και εχθρούς του καθεστώτος: εκτός από εμάς υπήρχαν τροτσκιστές, αγρότες, σοσιαλδημοκράτες, φασίστες, πρώην στελέχη του τσαρικού καθεστώτος, πρώην βουλευτές, υπουργοί και παπάδες όλων των θρησκειών. Τελευταίους φέρανε τους λεγόμενους “νεκροθάφτες” -μία κατηγορία ανθρώπων της “λαϊκής δημοκρατίας”, οι οποίοι στις 2 Ιουλίου του 1949, όταν πέθανε ο “πατέρας και δάσκαλος του Βουλγαρικού λαού” Γκεόργκι Δημητρόφ, αντί να κλαίνε και να υποφέρουν, έκαναν γλέντια, γάμους και βαπτίσια, έτρωγαν και επιναν.
[…] Όταν οι φύλακες έδερναν κάποιον φυλακισμένο, ο υπεύθυνος καλούσε τον τελευταίο στο γραφείο του. Εκεί του έδινε συμβουλές για το πώς μπορούσε να ξεμπερδέψει εύκολα από όλα τα προβλήματα που θα μπορούσαν να του συμβούν στο μέλλον. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να συνεργαστεί με την Κρατική Ασφάλεια, ή με άλλα λόγια να ρουφιανεύει τους συντρόφους του. Έτσι λειτουργούσαν τα τριβεία κρέατος του συστήματος, και, δυστυχώς, συχνά με μεγάλη επιτυχία…
Δεν θα επέστρεφα στις σκοτεινές μου αναμνήσεις, εξήντα τεσσάρων χρόνων πριν, εάν δεν έβγαιναν στα μέσα μαζικής παραπληροφόρησης όλο και συχνότερα διάφοροι πρώην εκτελεστές και νοσταλγοί του χαμένου μπολσεβίκικου “παραδείσου”. Το κάνω πάνω απ’ όλα για τους νέους που δεν γνωρίζουν την αλήθεια για την “εποχή του σοσιαλισμού”, όταν οι μπολσεβίκοι έφτιαξαν 86 στρατόπεδα και φυλακές [σε όλη τη Βουλγαρία], για να καταστείλουν πνευματικά και σωματικά, με σαδιστικές και ιεροεξεταστικές “δραστηριότητες”, όλους τους τους αντιπάλους.
* Ο Alexander Nakov γεννήθηκε στη Βουλγαρία τo 1919. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια κι εργαζόταν σε ορυχεία και ως αγρότης. Από τις αρχές του 1937 συμμετέχει στο αναρχικό κίνημα. Το 1941, ο Nakov και πέντε άλλοι αναρχικοί συνελήφθησαν από την αστυνομία και καταδικάστηκαν σε 6 έως 8 χρόνια φυλάκιση. Μετά την απελευθέρωσή του στα τέλη του 1944 συμμετείχε στη δημιουργία της αναρχικής ομάδας «Ελυζέ Ρεκλύ» και της Αναρχικής Ένωσης Νοτιοδυτικής Βουλγαρίας.
Μετά την κήρυξη του αναρχικού κινήματος ως παράνομου από τις κομμουνιστικές αρχές, ο Nakov συνέχισε τη δραστηριότητά του, συμμετέχοντας σε ένα παράνομο αναρχικό συνέδριο και οργανώνοντας την αλληλοβοήθεια και τη συμπαράσταση σε αναρχικούς που καταδιώκονταν από το κράτος. Αποτέλεσμα αυτής του της δραστηριότητας ήταν να συλληφθεί το 1948 και να σταλθεί στο στρατόπεδο εργασίας Belene όπου κρατήθηκε μέχρι το 1953. Μετά την απελευθέρωσή του, συνέχισε την αναρχική δραστηριότητα, με διανομή παράνομων εντύπων και δράση στα δίκτυα αλληλοβοήθειας.
Με την πτώση του καθεστώτος, ο Nakov συμμετείχε στην επανίδρυση της Βουλγαρικής Αναρχοκομμουνιστικής Ομοσπονδίας, η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Βουλγαρική Αναρχική Ομοσπονδία. To 2009 κυκλοφόρησε το βιβλίο του ”Φάκελος 1218”. Πέθανε το 2018 σε ηλικία 99 ετών.
** Φωτογραφία κειμένου: το στρατόπεδο συγκέντρωσης “Μπέλενε”, ένα από τα πιο εμβληματικά και τερατώδη γκούλαγκ του κομμουνιστικού καθεστώτος της Βουλγαρίας. Κατασκευάστηκε με εντολή του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο νησί της Περσίνας, στον ποταμό Δούναβη. Λειτούργησε με κάποιες διακοπές από το 1948 έως το 1989. Σε αυτό το στρατόπεδο το μεγαλύτερο ποσοστό κρατουμένων προερχόταν από το Αγροτικό Κόμμα (από την τάση του Nikola Petkov), ενώ το αμέσως επόμενο μεγαλύτερο ποσοστό ήταν οι αναρχικοί. Ντοκιμαντέρ για τους επιζώντες του Μπέλενε στην Αγγλική: “The Survivors – Stories from the Camps” [Оцелелите – Лагерни разкази (1990)].
Αντλήθηκε από την “ελευθεριακή ψηφιακή βιβλιοθήκη”