ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ, ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΙΛΙΤΑΡΙΣΜΟ
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Στις 24 Φλεβάρη ο ρωσικός στρατός εισβάλει στην ουκρανία. Λίγες ώρες νωρίτερα η ρωσία είχε αναγνωρίσει την ανεξαρτησία των λαϊκών δημοκρατιών του ντονέτσκ και του λουχάνσκ, περιοχές που ανήκουν στο ουκρανικό κράτος. Η φρίκη του πολέμου, που τα τελευταία χρόνια αφορούσε κατά κύριο λόγο χώρες της Ασίας και της Αφρικής, αναβιώνεi στην Ευρώπη, λίγες δεκαετίες μετά τους πολέμους στην πρώην γιουγκοσλαβία και τους μετέπειτα νατοϊκούς βομβαρδισμούς. Άνθρωποι δολοφονούνται μαζικά, ξεριζώνονται από τα σπίτια τους και φεύγουν ως πρόσφυγες σε γειτονικές χώρες, υποδομές αναγκαίες για την επιβίωσή τους καταστρέφονται.
Όπως σε κάθε διακρατικό πόλεμο τα εμπλεκόμενα κράτη προσπαθούν να παρουσιάσουν ως δίκαιο και επιβεβλημένο από τη μεριά τους τον πόλεμο. Διεκδικούν για τον εαυτό τους το ρόλο του αμυνόμενου προκειμένου να νομιμοποιήσουν κοινωνικά τις επιλογές τους, να συσπειρώσουν τους υπηκόους τους γύρω από το έθνος-κράτος και να αποκτήσουν το ηθικό πλεονέκτημα. Επικαλούνται διαρκώς διεθνής συνθήκες και κάποιο διεθνές δίκαιο, λες και ο ανταγωνισμός μεταξύ κρατών και καπιταλιστών διεξάγεται με όρους “δικαιοσύνης” και όχι ισχύος. Όπως το εθνικό δίκαιο έτσι και το διεθνές αποτυπώνει τη βούληση των κυρίαρχων, την μεταξύ τους ισορροπία ισχύος και την επιβολή τους στην τάξη μας.
Κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει την άνοδο του εθνικισμού στην ουκρανία, ειδικά μετά το 2014, τις επιθέσεις ουκρανών νεοναζί κι εθνικιστών εναντίον του ρωσόφωνου πληθυσμού και των πολιτικών τους αντιπάλων, τη δολοφονία δεκάδων συνδικαλιστών στο Κτίριο των Συνδικάτων στην Οδησσό, τις επιθέσεις σε ρομά, τις από κοινού με την ουκρανική κυβέρνηση επιθέσεις στο ντονμπάς, την επίσημη αναγνώρισή τους από το κράτος ως οργανικό μέρος της εθνοφυλακής, τις πολύ στενές σχέσεις τους με την ουκρανική κυβέρνηση και του ενεργού ρόλου τους στη χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής.
Κανείς δεν μπορεί όμως και να πιστέψει ότι η αναγνώριση των λαϊκών δημοκρατιών από τη ρωσία, και η συνακόλουθη εισβολή έγιναν για την προστασία των ρωσόφωνων, την αποστρατιωτικοποίηση και απο-φασιστικοποίηση, την ειρήνευση της ουκρανίας. Ειδικά από ένα κράτος που έχει στηρίξει και χρησιμοποιήσει ακροδεξιές παραστρατιωτικές ομάδες (όπως η Wagner) και αναπτύσσει επαφές με πολλές ευρωπαϊκές ακροδεξιές οργανώσεις και κόμματα.
Cui bono (ποιός οφελείται);
Στο πόλεμο μεταξύ των κρατών, τα μόνα συμφέροντα που εξυπηρετούνται είναι αυτά των βιομηχανιών όπλων, που ξεκινούν νέες πωλήσεις, των ενεργειακών εταιριών, που αναμένουν νέες πηγές άντλησης κέρδους και των μπλοκ των κρατών, που αναμένουν τα αντίστοιχα πολιτικά-γεωστρατηγικά οφέλη και την πλήρη καθυπόταξη των υπηκόων τους μέσω της προπαγάνδισης του ιδεολογήματος του «εθνικού συμφέροντος». Η εθνική ενότητα διασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη, τη συσκότιση του ταξικού πολέμου στο εσωτερικό του κράτους και την απαραίτητη εθνική συνοχή για τη διεξαγωγή ενός πολέμου στο εξωτερικό.
Τους πολέμους δεν τους αποφασίζει και δεν τους επιβάλει η τάξη μας αλλά τα κράτη και το κεφάλαιο για δικό τους όφελος. Η τάξη μας καλείται κάθε φορά να επωμιστεί τις συνέπειές τους, είτε με το αίμα της και την προσφυγιά της, είτε με την οικονομική της εξαθλίωση. Σήμερα, μετά τη ρώσικη επίθεση και εισβολή στην ουκρανία, το κόστος το πληρώνουν κυρίως οι φτωχοί ουκρανοί και δευτερευόντως οι φτωχοί ρώσοι. Ακόμα και οι κυρώσεις απέναντι στο ρωσικό κράτος θα φορτωθούν κατά κύριο λόγο στις πλάτες των ρώσων προλετάριων αλλά και των προλετάριων των χωρών που τις επιβάλλουν. Όλοι/ες εμείς θα πληρώσουμε τις αυξημένες τιμές στο πετρέλαιο και τα τρόφιμα, τις νέες δαπάνες για πολεμικό υλικό.
Το ελληνικό κράτος, έχοντας επιλέξει από πολλές δεκαετίες το κυριαρχικό μπλοκ στο οποίο ανήκει, εμπλέκεται άμεσα (και) σε αυτόν τον πόλεμο. Έχει μετατραπεί σε μια μεγάλη νατοϊκή βάση, εξοπλίζεται διαρκώς και συμμετέχει ενεργά σε νατοϊκές πολεμικές επιχειρήσεις. Η εθνικιστική προπαγάνδα προσαρμόζεται άμεσα ώστε να εξυπηρετήσει τους στρατηγικούς και τακτικούς κρατικούς σχεδιασμούς και συμφέροντα. Σύμφωνα με τη νέα επιχειρηματολογία της ελληνικής κυβέρνησης, τα μέχρι πρότινος “ορθόδοξα αδέρφια μας” στη ρωσία μετατράπηκαν σε φονιάδες των “ομογενών ελλήνων” γεγονός που δικαιολόγησε, ως πρόσχημα, την άμεση αποστολή όπλων. Αντίστοιχα το ελληνικό κράτος, ενώ στα σύνορα του Έβρου και του Αιγαίου αντιμετωπίζει τους πρόσφυγες και τους μετανάστες από την Ασία και την Αφρική με πολεμικούς όρους, ως “ασύμμετρη απειλή”, υποδέχεται τους ουκρανούς πρόσφυγες ενδεδυμένο το ανθρωπιστικό του προσωπείο.
Στην ίδια γραμμή προπαγάνδας, τα ΜΜΕ, πέρα από τη διαρκή υποδαύλιση του ντόπιου εθνικισμού, στηρίζουν τους δυτικοευρωπαϊκούς και νατοϊκούς σχεδιασμούς, στοχοποιώντας το “αυταρχικό καθεστώς της ρωσίας” (που προφανώς είναι τέτοιο, ως κράτος). Εκθειάζουν όμως ταυτόχρονα τα δυτικά καθεστώτα ως “εξαγωγείς δημοκρατίας”, “φιλειρηνικά”, “σεβόμενα τα άλλα κράτη και το διεθνές δίκαιο”. Σκόπιμα αποκρύπτουν τους πολέμους που έχει ξεκινήσει, για τους ίδιους ακριβώς λόγους, το δικό τους μπλοκ καθώς και τον αυταρχισμό, την προπαγάνδα και την καταστολή με την οποία αντιμετωπίζουν τους υπηκόους τους κάθε φορά που διεκδικούν τη βελτίωση της ζωής τους ή αντιστέκονται στην κρατική-καπιταλιστική επιβολή κι εκμετάλλευση.
Αναρχικοί κι αναρχικές ενάντια στους κρατικούς πολέμους
Όσο υπάρχουν κράτη και κεφάλαιο, οι πόλεμοι θα παραμένουν ένα ακόμα μέσο διακρατικού και καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Κάθε κράτος είναι εγγενώς επιθετικό καθώς αναζητά την επέκταση και την ένταση της κυριαρχίας και της επιρροής του. Προετοιμάζεται για πόλεμο και χρησιμοποιεί τη στρατιωτική του ισχύ ως απειλή και ως διαπραγματευτικό όπλο τόσο προς το εξωτερικό όσο και προς το εσωτερικό του.
Ως αναρχικές/οι, αγωνιζόμαστε για την καταστροφή κάθε κράτους. Δεν αναγνωρίζουμε καμία “δίκαιη” ή “αμυνόμενη” κρατική οντότητα ή συμμαχία. Στον πόλεμο μεταξύ κρατών δεν πρόκειται να πάρουμε θέση υπέρ του ενός ή του άλλου, αυτού που θεωρείται επιτιθέμενο ή αμυνόμενο, δυνατό ή αδύναμο. Δεν μας ενώνει τίποτε με τους καταπιεστές και τους εκμεταλλευτές μας, δεν έχουμε κανένα “εθνικό” ή “συμμαχικό” συμφέρον μαζί τους. Η θέση μας είναι δίπλα στους ανθρώπους της τάξης μας σε κάθε πλευρά των συνόρων οι οποίοι βάλλονται, δολοφονούνται και εξαθλιώνονται σε αυτόν τον πόλεμο και καλούνται να θυσιαστούν για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κράτους τους. Απέναντι στην προσπάθεια του κράτους και των ΜΜΕ να μας τρομοκρατήσουν, προβάλλοντας διαρκώς εξωτερικούς εχθρούς και την απειλή ενός πολέμου, απαντάμε ότι δεν πρόκειται να συνταχθούμε με τον εθνικό κορμό, το κράτος και τα αφεντικά, ούτε σε καιρό «ειρήνης» ούτε σε καιρό πολέμου.
Ως αναρχικοί/ές στηρίζουμε την μετατροπή του διακρατικού πολέμου σε κοινωνική επανάσταση. Αν αυτό δεν είναι δυνατό (οργανωτικά κι αριθμητικά), μένουμε μακριά από διαταξικά μέτωπα κι εθνικιστές, φροντίζουμε τους συντρόφους και τις συντρόφισσές μας, φροντίζουμε για την επιβίωση των ανθρώπων της τάξης μας που αρνούνται να πάρουν μέρος στην εθνικιστική σύγκρουση και κατ’επέκταση τη δυνατότητά τους να αγωνιστούν στο μέλλον. Στηρίζουμε την άρνηση στράτευσης σε καιρό “ειρήνης” και τη λιποταξία σε καιρό πολέμου και συγκρουόμαστε με τον μιλιταρισμό και την πολεμική βιομηχανία. Σαμποτάρουμε την προετοιμασία και τη διεξαγωγή του εθνικού πολέμου. Αρνούμαστε να αλληλοσκοτωθούμε για τα συμφέροντα των αφεντικών και του κράτους. Συνεχίζουμε τους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες, ενάντια σε κάθε κράτος, κάθε θρησκεία, το κεφάλαιο, την πατριαρχία, το μιλιταρισμό, τη λεηλασία της γης, ενάντια σε κάθε σχέση εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Υποδεχόμαστε τους πρόσφυγες και τους μετανάστες από κάθε μεριά του πλανήτη και συμμετέχουμε από κοινού στους ταξικούς/κοινωνικούς αγώνες.
Αλληλεγγύη
-στους συντρόφους/ισσες, αγωνιστές/ίστριες που μάχονται ταυτόχρονα ενάντια στο ρωσικό και το ουκρανικό κράτος.
-σε όσους/ες εναντιώνονται έμπρακτα στον πόλεμο, συλλαμβάνονται κατά χιλιάδες και διώκονται ως “εσωτερικός εχθρός”.
-στους λιποτάκτες και τους πρόσφυγες κάθε πολέμου.
-στους/ις μετανάστ(ρι)ες, θύματα του ταξικού πολέμου
Αγωνιζόμαστε ενάντια στον πόλεμο, ενάντια στο κράτος και το κεφάλαιο.
Αγωνιζόμαστε για την κοινωνική επανάσταση. Αγωνιζόμαστε για την Αναρχία.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ;
Η παγκοσμιοποίηση βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία τα τελευταία χρόνια. Παρά το ότι ο βαθμός αλληλεξάρτησης στην παγκόσμια οικονομία παραμένει υψηλός, η κυρίαρχη τάση είναι η σταδιακή πολιτική και οικονομική περιχαράκωση εντός των κρατικών συνόρων και των διακρατικών σχηματισμών. Τόσο η πανδημία Covid-19 και η καταστροφική της επίδραση στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες και την παραγωγή όσο και (κυρίως) η εισβολή της ρωσίας στην ουκρανία επιταχύνουν βίαια αυτήν την πορεία. Τα έθνη-κράτη, οι συμμαχίες τους και ο εθνικισμός επανέρχονται ισχυρότερα στο προσκήνιο. Το αφήγημα περί κυριαρχίας της οικονομίας έναντι της πολιτικής και της δυνατότητάς της να εξομαλύνει τους διακρατικούς ανταγωνισμούς αποδείχτηκε απλώς ιδεολόγημα. Ένα ανταγωνιστικό σύστημα όπως ο κρατισμός-καπιταλισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει συνεργατικά ή αλληλέγγυα παρά μόνο με όρους καιροσκοπικών συμμαχιών. Πρόκειται για έναν διαρκή αγώνα επικράτησης επί των αντιπάλων, στον οποίο κάθε μέσο μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Τόσο σε ατομικό, όσο και σε κρατικό επίπεδο δεν κερδίζει ο ικανότερος (όπως διατείνονται οι φιλελεύθεροι θιασώτες του κοινωνικού δαρβινισμού) αλλά ο ισχυρότερος και ο πιο αδίστακτος.
Οι κρίσεις αποτελούν εγγενές χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, δημιουργούν συνθήκες μέσα στις οποίες τα κράτη και το κεφάλαιο εντείνουν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό αλλά και την επίθεση στην τάξη μας. Μέτα από τουλάχιστον δύο δεκαετίες διαδοχικών κρίσεων (περιβαλλοντικών κοινωνικών, χρηματοπιστωτικών, υγειονομικών, ενεργειακών), τα κράτη και το κεφάλαιο προκειμένου να τις καταστήσουν διαχειρίσιμες και να προχωρήσουν στην υλοποίηση αναδιαρθρώσεων, επιλέγουν ξανά σήμερα ένα από τα “κλασσικά” μέσα διευθέτησης του μεταξύ τους ανταγωνισμού και καθυπόταξης της τάξης μας, τον πόλεμο. Κάθε συζήτηση περί “αρχιτεκτονικών ασφάλειας”, “φιλειρηνικής επίλυσης διαφορών”, και του αγγελικά πλασμένου “πολυπολικού κόσμου” είναι απλώς στάχτη στα μάτια μας, σε μια προσπάθεια απόκρυψης των πραγματικών αιτίων κάθε κρίσης και πολέμου. Η επιδίωξη αύξησης της δύναμης και της ισχύος με κάθε μέσο (είτε μέσω οικονομικού, είτε μέσω στρατιωτικού πολέμου) είναι δομικό χαρακτηριστικό τόσο του κεφαλαίου όσο και των κρατών. Κατά συνέπεια, και ο ανταγωνισμός αποτελεί συγκροτητικό στοιχείο και των δύο. Όπως ακριβώς το κεφάλαιο αποζητά την ένταση και επέκταση της εκμετάλλευσης, έτσι και το κράτος αναζητά πάντα περισσότερο «ζωτικό χώρο», αποζητά την ένταση και την επέκταση της κυριαρχίας του. Δεν υπάρχουν “ιμπεριαλιστικά” και “μη ιμπεριαλιστικά” κράτη – καπιταλιστικά, εργατικά ή άλλα -, ο επεκτατισμός και η επιβολή είναι εγγενές χαρακτηριστικό κάθε κράτους και εκδηλώνεται όταν το επιτρέπουν οι συσχετισμοί ισχύος. Σε αυτή τους την επιδίωξη, τα κράτη, αναγκαστικά θα συγκρουστούν με οποιοδήποτε μέσο, είτε μόνα τους (αν είναι αρκετά ισχυρά) είτε σχηματίζοντας διακρατικές συμμαχίες και συμμετέχοντας σε μπλοκ ισχυρότερων κρατών για την προώθηση των συμφερόντων τους. Η μόνη επίδειξη “αλληλεγγύης” μεταξύ των κρατών είναι στην περίπτωση συμβολής τους στην καταστολή εξεγέρσεων ή επαναστάσεων.
Εντός του παραπάνω πλαισίου, ο ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών οξύνεται διαρκώς. Αυτός ο ανταγωνισμός μεταξύ νάτο-ρωσίας για τον έλεγχο των αγορών, των πρώτων υλών και των δικτύων μεταφοράς ενέργειας και εμπορευμάτων τόσο της ουκρανίας όσο και άλλων χωρών, καθώς και η γεωστρατηγική τους τοποθέτηση ενόψει ενός νέου ψυχρού πολέμου είναι ο πραγματικός λόγος πίσω από την εισβολή στην ουκρανία. Ο λόγος αυτός προσπαθεί να καμουφλαριστεί πίσω από όμορφες λέξεις (υπεράσπιση της δημοκρατίας, αυτοδιάθεση, αυτοάμυνα, ελευθερία επιλογής συμμάχων, διεθνές δίκαιο, αντιφασισμός κλπ) που δεν έχουν απολύτως καμιά αξία για αυτούς που τις επικαλούνται εντελώς προσχηματικά. Η εισβολή της ρωσίας στην ουκρανία αμφισβητεί ανοιχτά πλέον την κυριαρχία των ηπα και του νατο στον πλανήτη (σε μικρότερο βαθμό το έκανε και στη γεωργία, στη συρία, στη λιβύη). Μπορούμε με σχετική βεβαιότητα να περιμένουμε να ακολουθήσουν κι άλλοι το παράδειγμά της, ειδικά αν η εισβολή στην ουκρανία αποδειχθεί μια επιτυχημένη κίνηση από τη μεριά της.
Η σκακιέρα ενός νέου ψυχρού πολέμου έχει ήδη αρχίσει να στήνεται. Τόσο τα κράτη όσο και οι διακρατικές συμμαχίες που έχουν σχηματιστεί, προσπαθούν να προσαρμοστούν στη νέα συνθήκη και να ενισχύσουν τη γεωστρατηγική θέση τους στον παγκόσμιο χάρτη. Αυτό που δείχνει αρχικά να αποτελεί το νέο αφήγημα πάνω στο οποίο θα στηριχτεί η νέα διαίρεση του κόσμου μας είναι το “δημοκρατικά κράτη” ενάντια στα “αυταρχικά”, θυμίζοντας υπερβολικά -και προφανώς σκόπιμα- τον “ελεύθερο κόσμο” ενάντια στο “σιδηρούν παραπέτασμα” του προηγούμενου ψυχρού πολέμου.
Στην αλλαγή του γεωπολιτικού χάρτη δείχνει να προσαρμόζεται πλέον και η εε, η δεύτερη διακρατική συμμαχία στην οποία συμμετέχει το ελληνικό κράτος. Κατανοώντας ότι το παιχνίδι δεν παίζεται πλέον αποκλειστικά στο πολιτικό-οικονομικό επίπεδο αλλά κυρίως στο πολιτικο-στρατιωτικό και ότι δεν μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά στις ηπα για την εξασφάλιση στρατιωτικής ισχύος, επιλέγει τον περαιτέρω εξοπλισμό της. Αλλάζει η πολιτική μη εξοπλισμού πολλών ευρωπαϊκών κρατών και επανέρχεται η συζήτηση για τη δημιουργία ευρωστρατού. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η “φιλειρηνική” γερμανία η οποία ανακοίνωσε ένα νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα 100δις. Η στρατιωτική, η ενεργειακή και παραγωγική αυτάρκεια των συμμαχιών θα αποτελέσει βασικό ζήτημα στα χρόνια που έρχονται.
ΤΟ (ΣΥΝΤΟΜΟ) ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΝΟΣ ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΘΕΝΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΥ
Στις 24 Φλεβάρη ο ρωσικός στρατός εισβάλει στην ουκρανία. Λίγες ώρες νωρίτερα η ρωσία είχε αναγνωρίσει την ανεξαρτησία των λαϊκών δημοκρατιών του ντονέτσκ και του λουχάνσκ, περιοχές που ανήκουν στο ουκρανικό κράτος. Ως κύρια αιτία για την αυτή την εισβολή, η ρωσία επικαλείται τον κίνδυνο εθνοκάθαρσης των ρωσόφωνων πληθυσμών από τις συνεχείς επιθέσεις των ουκρανικών δυνάμεων και των ναζιστικών παραστρατιωτικών ταγμάτων που επιχειρούν μαζί, όχι μόνο σε αυτές τις περιοχές, αλλά και σε ολόκληρη την επικράτεια της ουκρανίας μετά την εξέγερση του Maidan και την ανατροπή του προηγούμενου καθεστώτος το 2014. Η εισβολή αυτή δεν αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία. Ήρθε να προστεθεί στις ήδη τεταμένες σχέσεις της ρωσίας με κάποιες χώρες της πρώην σοβιετικής ένωσης, που είτε είχαν ήδη ενταχθεί στην βορειοατλαντική συμμαχία (νατο), είτε διαπραγματεύονταν την ένταξή τους σε αυτή.
Τον Ιούλιο του 2008, και με δηλωμένη την πρόθεση του νατο να συμπεριλάβει τη γεωργία και την ουκρανία στο στρατόπεδό του, γεωργιανά στρατεύματα επιτίθενται στη ν. οσετία η οποία διεκδικούσε την ανεξαρτησία της. Ένα μήνα μετά, τον Αύγουστο του 2008, σπάζοντας τη βραχύβια εκεχειρία, η γεωργία εισβάλει στη ν. οσετία επιχειρώντας να καταπνίξει μια και καλή το οσετικό αυτονομιστικό κίνημα. Η ρωσία κάνοντας επίδειξη δύναμης, απαντάει εισβάλοντας ταυτόχρονα στη ν. οσετία και την αμπχαζία και εκδιώκει τις γεωργιανές δυνάμεις. Αναγνωρίζει την ανεξαρτησία των δύο περιοχών και ταυτόχρονα στέλνει μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση ότι δεν θα ανεχθεί περεταίρω επέκταση του νατο σε άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες στην περιφέρειά της.
Το 2021 ξεσπά γενικευμένη εξέγερση στο καζακστάν, μετά την αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου. Μετά από πρόσκληση της κυβέρνησης, ο ρωσικός στρατός εισβάλει στο καζακστάν (υπό την αιγίδα του CSTO), ώστε να καταστείλει την εξέγερση δηλώνοντας ότι συνεχίζει να αποτελεί κυριαρχικό πόλο και ελέγχει τις χώρες που βρίσκονται στη σφαίρα επιρροής της. σ
Αναρχική συλλογικότητα Καθ’ οδόν