José Buenaventura Durruti Dumange (14 Ιουλίου 1896 – 20 Νοεμβρίου 1936)
«Εχθρός μας είναι όποιος αντιτίθεται στις κατακτήσεις της επανάστασης»
Στις 7 Ιανουαρίου του 1921, ένας νεαρός μηχανικός των σιδηροδρόμων, ονόματι Μπουοναβεντούρα Ντουρούτι, εγγραφόταν στους καταλόγους των μελών της αναρχοσυνδικαλιστικής Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας της Ισπανίας, της θρυλικής Confederacion Nacional del Trabajo (CNT). Δεκαπέντε χρόνια μετά, θα σκοτωνόταν, υπηρετώντας το υπέρτατο όνειρο του ανθρώπου.
Η καταγραφή της περιουσίας του, όταν χάθηκε από μια, πιθανώς όχι και τελείως αδέσποτη, σφαίρα, που τον χτύπησε πισώπλατα, είναι ενδεικτική της ζωής του: «δύο αλλαξιές, δύο πιστόλια, ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου κι ένα ζευγάρι κιάλια». Αδιάφθορος, ακτιβιστής, βαθύτατα ηθικός, γενναίος, ικανός να εμπνεύσει, ωραίος και επιβλητικός με γέλιο και βλέμμα μικρού παιδιού, ο Μπουοναβεντούρα Ντουρούτι υπήρξε η προσωποποίηση της επαναστατικής ακεραιότητας, πολύ πριν τον Τσε. Κι ένα ίνδαλμα για δεκάδες παιδιά της εποχής, σαν τον Τσε.
Ήταν ένα γνήσιο τέκνο του 20ου αιώνα. Με όλη τη βία, τη φρίκη, το αίμα που τον έπνιξε, αυτός ο αιώνας που έφυγε είχε ένα χαρακτηριστικό μοναδικό: ήταν ο πρώτος στον οποίο ακούστηκαν δυνατά και καθαρά οι φωνές των λαών, ο πρώτος στον οποίο οι προλετάριοι είχαν φωνή και τη δύναμη να αγωνιστούν για μιαν αταξική κοινωνία. Πουθενά η φωνή τους δεν ακούστηκε τόσο καθαρή όσο στην Ισπανία του 1936, στη χρυσή γη της Καταλωνίας, όπου το όραμα του ελευθεριακού κομμουνισμού πήρε σάρκα και οστά σε μια κοινωνία πρότυπο -και προδόθηκε φρικτά από τον «ορθόδοξο κομμουνισμό», παραδιδόμενη στα χέρια των φασιστών του Φράνκο. Η αλήθεια για την οδυνηρή προδοσία, ήταν εκείνη που οδήγησε, προσχεδιασμένα κι ύπουλα, την προσωπικότητα του Ντουρούτι στα μικρά γράμματα της Ιστορίας. Ο Ντουρούτι, οι σύντροφοί του κι ο αγώνας τους ήταν η απόδειξη της συνείδησης κι αγωνιστικότητας των εργατών κι αγροτών, ήταν η απόδειξη πως δεν χρειάζονταν «εκπαίδευση» και «δικτατορία του προλεταριάτου», ούτε «εκκαθαρίσεις» σαν αυτές του Στάλιν για να επιτευχθεί το περίφημο «τελευταίο στάδιο της επανάστασης».
Ο Ισπανικός εμφύλιος δεν ήταν ένας πόλεμος μεταξύ φασιστών και «δημοκρατικών», όπως επιδιώκεται να εμφανιστεί. Ήταν, για την Καταλωνία, την Αραγόνα, την Ανδαλουσία, ένας πόλεμος των κυρίως αναρχικών δυνάμεων της επανάστασης, κατά των φασιστικών και άλλων δυνάμεων της αντίδρασης, στον οποίο ο ρόλος των «ορθόδοξων» (σταλινικών) κομμουνιστών είναι (τουλάχιστον) αμφιλεγόμενος. Οι πιστοί του Στάλιν προσπάθησαν (και σε ένα βαθμό πέτυχαν) να παρουσιάσουν τη σύγκρουση ως «δημοκρατία κατά φασισμού», αποκρύπτοντας τον πραγματικό τους ρόλο, τον ρόλο των αντεπαναστατικών δυνάμεων που υιοθέτησαν «κατά διαταγή». Οι πιστοί του Στάλιν πολέμησαν για τη διάλυση των αυτό-οργανωμένων εργατικών και αγροτικών ευλευθέρων κοινοτήτων και σαμποτάρισαν την αναρχική πολιτοφυλακή, αρνούμενοι, μέσω των τοπικών και της κεντρικής κυβερνήσεων, στις οποίες μετείχαν, να επιτρέψουν τον εξοπλισμό των εργατών κι αγροτών – όταν ο Ντουρούτι ζήτησε λεφτά για όπλα, ο χρυσός της Ισπανίας μεταφέρθηκε «προς φύλαξη» στην ΕΣΣΔ, γιατί ο Ντουρούτι αν δεν του τον έδιναν θα τον έπαιρνε. Ας σημειωθεί, για την ιστορική αλήθεια, ότι, οι μη σταλινικοί (μη «ορθόδοξοι», τότε) μαρξιστές, οι τροτσκιστές και κάποιοι παλαιομαρξιστές, στάθηκαν στο πλευρό των αναρχικών, αλλά οι δυνάμεις τους ήταν πολύ μικρότερες. Σύμφωνα, πάντως, με πολλές πηγές, τόσο οι μη ορθόδοξοι μαρξιστές όσο κι η CNT υπήρξαν στόχοι των σταλινικών μυστικών υπηρεσιών, που εργάστηκαν για τον αποσυντονισμό και την αποτυχία της επανάστασης.
Ο Ντουρούτι ήταν, λοιπόν, και παραμένει μια οδυνηρή μνήμη για την κυρίαρχη μαρξιστική άποψη. Αυτό που ποτέ δεν του συγχώρεσαν οι σταλινικοί κομμουνιστές, ήταν το γεγονός ότι προσωποποίησε την απόδειξη του πόσο λάθος είχαν, όταν υποστήριζαν πως, «η επανάσταση έπρεπε να περιμένει ο τέλος του εμφυλίου» και «δεν μπορούσαν να γίνουν αλλαγές στις δομές παραγωγής, πριν τελειώσει ο εμφύλιος». Ο Ντουρούτι διέβλεπε πως, οι υπαγορευμένες από την σταλινική ΕΣΣΔ αυτές θέσεις ήταν ένας τρόπος «αναβολής» της σύγκρουσης μεταξύ «ορθοδόξων» κομμουνιστών κι αναρχικών. Ήξερε πως, μεγαλύτερος εχθρός των σταλινικών δεν ήταν ο Φράνκο: ήταν οι αναρχικοί που αποδείκνυαν περίτρανα ότι η επανάσταση ήταν στη φύση του ανθρώπου.
Ποιος ήταν αυτός ο άνδρας που κατόρθωσε με τη ζωή του να προσωποποιήσει το όνειρο και την επανάσταση ενός ολόκληρου λαού; Ήταν ένας παθιασμένος αγωνιστής, ένας πιστός φίλος και σύντροφος, ένας καλός πατέρας κι αδελφός. «Είχε αυτοκρατορική, ωραία κεφαλή, γελούσε σαν παιδί κι έκλαιγε αυθόρμητα μπρος σε κάθε ανθρώπινη τραγωδία. Έβλεπες στη μορφή του ότι είχε γεννηθεί για ήρωας» θυμίζει ο Χιού Τόμας, ένας από τους ιστορικούς της περιόδου. «Μια αληθινή κυψέλη ενέργειας» τον χαρακτηρίζει η Έμμα Γκόλντμαν και θυμάται πως της είπε, όταν ανέλαβε τον επαναστατικό στρατό, πως «ήταν αναρχικός όλη του τη ζωή και θα το θεωρούσε πολύ λυπηρό να μετατραπεί σε στρατηγό και να διοικεί γιατί, πιστεύει στην ελευθερία του ανθρώπου, την ελευθερία που πηγάζει από τη υπευθυνότητα». Η ίδια σημειώνει: «Θεωρεί την πειθαρχία απαραίτητη, μα πρέπει να είναι μια πειθαρχία που θα ξεκινά από την καρδιά, από την απόφαση για την επιτυχία του κοινού σκοπού και την ισχυρή αίσθηση της συντροφικότητας».
Ο Μπουναβεντούρα Ντουρούτι γεννήθηκε στην Ισπανική Λεόν, τις 14 Ιουλίου του 1896 – πολλοί λίγα μέλη της αναρχικής άνοιξης της Ισπανίας είχαν γεννηθεί στη Λεόν. Η βιομηχανική Καταλωνία κι η θερμόαιμη Ανδαλουσία ήταν οι τόποι όπου αναπτύχθηκε το αναρχικό κίνημα της Ιβηρικής. Ο Μπουναβεντούρα ήταν ένας από τους εννιά γιους της οικογένειας ενός σιδηροδρομικού – όπως ήταν κι ο Μιχαήλ Μπακούνιν. Το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα των σιδηροδρομικών ήταν από τα ισχυρότερα και πιο προοδευτικά, η σπανιόλικη οργάνωσή τους ήταν από τα θεμέλια της επανάστασης στην ιβηρική. Ο πατήρ Ντουρούτι δήλωνε πολιτικά ελευθεριακός σοσιαλιστής, και με τις αρχές του σοσιαλισμού θέλησε να αναθρέψει τα παιδιά του. Από όλα τους, ξεχώριζε τον Μπουοναβεντούρα. Ο γιος του αυτός ήταν ιδιαίτερα όμορφος, με μιαν μεσογειακή ωραιότητα, γελαστός, καλοδεμένος, χειροδύναμος και με μιαν έμφυτη λες αίσθηση του δικαίου. Όταν, λοιπόν, στα 14 του, ο μικρός τελείωσε με τις βασικές σπουδές, ο πατέρας του τον πήρε κοντά του. Ο Μπουοναβεντούρα εργάζεται ως εκπαιδευόμενος μηχανικός στους σιδηροδρόμους, δίπλα στον πατέρα του και δεκάδες ακόμη πιστούς των επαναστατικών ιδεών, σε μια εποχή έντονων ιδεολογικών ζυμώσεων και αντιπαραθέσεων.
Το 1917, ενώ ακόμη εργάζονταν στους σιδηροδρόμους, η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών (Union General de Trabajadores-UGT) που ελέγχονταν από μετριοπαθείς σοσιαλιστές, κήρυξε απεργία διαρκείας στους σιδηροδρομικούς, στην οποία για πρώτη φορά έλαμψε το άστρο του ως συνδικαλιστής. Η απεργία μετεξελίχθηκε σε γενική απεργία των εργατών, λόγω της κυβερνητικής αδιαλλαξίας, και πνίγηκε στο αίμα όταν η κυβέρνηση απάντησε «δυναμικά», στέλνοντας τον στρατό. Εβδομήντα νεκροί, 500 τραυματίες και 2.000 συλλήψεις – ανάμεσά τους δεν ήταν ο Ντουρούτι, πάντως, που ξέφυγε καταφεύγοντας στη Γαλλία για λίγο, όπως επί δεκαετίες έπρατταν οι Βάσκοι. Τα επόμενα τρία χρόνια εργάζεται στη Γαλλία ως μηχανικός, ενώ, ιδεολογικά, βαδίζει σταθερά προς μία πιο ριζοσπαστική πολιτική στάση. Πολλοί θεωρούν ότι, η βάρβαρη κρατική αστυνομική επέμβαση στη Λεόν το 1917 και τα χρόνια της εξορίας, ήταν αυτά που έχτισαν τον ακέραιο επαναστατικό του χαρακτήρα.
Η επιστροφή του στην Ισπανία, μέσα από τα βάσκικα βουνά, σήμανε και την ένταξή του στο οργανωμένο αναρχικό κίνημα της χώρας. Δεν επέστρεψε μόνος από το Παρίσι. Συνοδευόταν από την αγαπημένη του, σύντροφο της ζωής του, γαλλίδα, Εμιλιέν, που λίγο αργότερα έφερε στη ζωή την κόρη τους, Κολέτ. Υπακούοντας τη συγκυρία, κατευθύνεται στη Βαρκελώνη, όπου το αναρχικό κίνημα ανθεί παρά τις βίαιες και θανατηφόρες επιθέσεις του καθεστώτος κατά των επαναστατών εργατών, οι οποίοι εργάζονταν με χαμηλότερα του μέσου ημερομίσθια, εκτεθειμένοι σε εργατικά ατυχήματα κάθε είδους, ζώντες σε άθλιες συνθήκες. Η επανάσταση δεν ήταν ιδεολόγημα, ήταν ανάγκη, έκφραση του ενστίκτου επιβίωσης των εργατών της Καταλωνίας. Οι «εξαφανίσεις», συλλήψεις και φυλακίσεις (εκάστοτε κι εκτελέσεις) αναρχικών ήταν στην ημερήσια διάταξη, όπως κι οι απολύσεις όσων εργατών εξεδήλωναν την επαναστατική τους ιδεολογία. Οι απεργίες θεωρούνταν παράνομες, ο στρατιωτικός νόμος ήταν στην ημερήσια διάταξη, οι ηγέτες κι οι ξεχωριστές φυσιογνωμίες του κινήματος δολοφονούνταν από μυστικούς αστυνομικούς ή μπράβους των εργοδοτών, κάποιοι «εξαφανίζονταν», κάποιοι «σκοτώνονταν αποπειρούμενοι να δραπετεύσουν», αλλά τίποτε δεν μπορούσε να σταματήσει την εργατική ανταρσία στην καρδιά της βιομηχανικής Ισπανίας, τη Βαρκελώνη. Μέλη της αναρχικής οργάνωσης, σύντομα αποφάσισαν πως η μόνη απάντηση στη βία, είναι η βία. Το σύνθημα «βία στη βία της εξουσίας» γεννήθηκε κι έγινε πράξη, από άνδρες αποφασισμένους, δυνατούς και βαθύτατα ηθικούς, όπως ο Μπουοναβεντούρα Ντουρούτι και φίλος και σύντροφός του, εργάτης αρτοποιίας, Φρανσίσκο Ασκάσο, ιδρυτικά μέλη της οργάνωσης των «Αλληλέγγυων», των Los Solidarios. Μπορεί η αναρχική ιδεολογία να είναι αντίθετη στην εκδίκηση και την αυτοδικία, αλλά η συγκυρία ήταν τέτοια που, οι δύο άνδρες ήξεραν πως είχαν, τουλάχιστον ηθικά, στο πλευρό τους την πλειονότητα των εργατών.
Ο πρώτος στόχος των δύο φίλων ήταν υψηλός: αποφάσισαν να δολοφονήσουν τον πρόεδρο της κυβέρνησης, σε απάντηση της δολοφονίας του προέδρου της CNT. Τους πρόλαβαν κάποιοι άλλοι σύντροφοί τους – ο Ντάτο δολοφονήθηκε στη Μαδρίτη, από αναρχικούς- κι υποχρεώθηκαν να αλλάξουν στόχο. Ο Καρδινάλιος Σολδεβίλα της Σαραγόσα, ένας ζάμπλουτος και καλοζωισμένος κληρικός, διεφθαρμένος, απάνθρωπος, ιδιοκτήτης χαρτοπαικτικών λεσχών, συνεργάτης της πιο άγριας και καταπιεστικής εργοδοσίας, μία φιγούρα μισητή όσο και ισχυρή, το 1923 δολοφονείται, προς μεγάλη χαρά των επαναστατικών δυνάμεων, από τον Ντουρούτι και τον Ασκάσο. Είναι η πρώτη βίαιη ενέργεια ενός άνδρα που οι επαναστατικές δυνάμεις θα δουν ως τον εκδικητή άγγελό τους.
Το 1923 ήταν μια χρονιά περαιτέρω βίαιης καταστολής, καθώς η κυβέρνηση είχε ως μόνο στόχο την εξαφάνιση των αναρχικών. Πολλοί, και μεταξύ τους οι Ντουρούτι κι Ασκάσο, εγκατέλειψαν τη χώρα, γνωρίζοντας πως ο χρόνος δεν προσφερόταν ακόμη για μιαν ευρύτερη λαϊκή αντίδραση. Οι δύο φίλοι μετέβηκαν στην Αργεντινή -αν κι οι περισσότεροι σύντροφοί τους είχαν προτιμήσει τη Γαλλία- ήδη γνωστοί στο λατινοαμερικάνικο αναρχικό κίνημα αλλά και στις αρχές που ήθελαν να τους συλλάβουν ως ένα μικρό «δώρο» στον Ισπανό δικτάτορα Ριβέρα. Μάλιστα, ερήμην καταδικάστηκαν σε θάνατο από τις αρχές της Αργεντινής, ως «αναρχικοί δολοφόνοι», ειδικά όταν ο Ντουρούτι άρχισε να εμπλέκεται έντονα στην οργάνωση των αναρχοσυνδικαλιστών εκεί (οργάνωση που αργότερα θα γνώριζε ένα ασθματικό αγόρι που το έλεγαν Ερνέστο). Έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα, για την ασφάλειά τους. Η κυβέρνηση Ριβέρα είχε ειδοποιήσει όλες τις κυβερνήσεις της λατινικής Αμερικής – οι δύο άνδρες δεν μπόρεσαν να μείνουν πουθενά, μες σε λίγους μήνες είχαν κάνει χιλιάδες χιλιόμετρα, και σε κάθε χώρα από την οποία περνούσαν «εισέπρατταν» και μία ερήμην καταδίκη σε θάνατο. Πριν επιστρέψει στην Ισπανία, μέσω Γαλλίας, ο Ντουρούτι μπορούσε να υπερηφανεύεται ότι είχε καταδικαστεί σε θάνατο κι είχε βοηθήσει στην οργάνωση των ελευθεριακών κομμουνιστών σε τέσσερις διαφορετικές κρατικές οντότητες.
Η επιστροφή στην Ευρώπη δεν άργησε. Οι δύο σύντροφοι έφτασαν στο Παρίσι το 1924- ο Ντουρούτι ήξερε την πόλη από την τριετή παραμονή του στη Γαλλία- και άρχισαν να σχεδιάζουν ένα ακόμη φιλόδοξο χτύπημα: τη δολοφονία του ισπανού μονάρχη Αλφόνσου του 13ου, που επρόκειτο εκείνη τη χρονιά να επισκεφτεί εθιμοτυπικά την γαλλική πρωτεύουσα. Ένας ακόμη φίλος προστέθηκε στην παρέα τους, εκείνη την εποχή: ο Νέστορας Μάχνο**, ο οποίος σύχναζε στο μικρό επαναστατικό βιβλιοπωλείο που άνοιξε ο Ντουρούτι στο Παρίσι.
Η απόπειρα δολοφονίας του Αλφόνσου απέτυχε- η αποτυχία σήμανε την πρώτη σύλληψη του Ντουρούτι (και του Ασκάσο. Η μοίρα τους ήταν κοινή, όσο βρίσκονταν εν ζωή). Η καταδίκη του σε ένα έτος φυλάκισης, σήμανε μια σειρά αιτήσεων για έκδοση – πρώτη από την Αργεντινή- με στόχο την παράδοσή του σε κράτος που θα τον εκτελούσε. Η άμεση αντίδραση του ισχυρού αναρχικού κινήματος της Γαλλίας εμπόδισε την έκδοσή του, αλλά όχι και την αποπομπή του από τη Γαλλία, που δεν επιθυμούσε να φιλοξενεί το «διάβολο» στο έδαφός της.
Και τώρα, που; Ο Ντουρούτι κι ο Ασκάσο ήταν ανεπιθύμητοι σε σειρά κρατών. Ακόμη και η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Γερμανίας, που δεν τους είχε χαρακτηρίσει ανεπιθύμητους, δεν τους ήθελε στο έδαφός της. Μετά μια μικρή «περιήγηση» στη βόρεια Ευρώπη, οι δύο σύντροφοι γύρισαν στη Γαλλία, καταλήγοντας, με τη βοήθεια γάλλων αναρχικών, στη Λυόν, όπου όμως συνελήφθησαν και πάλι και κρατήθηκαν για έξι μήνες. Με την νέα τους απελευθέρωση, καταφεύγουν στο Βέλγιο. Η μόνη πρόταση ασύλου που λαμβάνουν είναι από την ΕΣΣΔ. Αρνήθηκαν την πρόταση – ήταν αναρχικοί και ήξεραν πολύ καλά τι θα σήμαινε το «καπέλωμά» τους από την ΕΣΣΔ. Οι μυστικές υπηρεσίες της Ρωσίας αρχίζουν να παρακολουθούν στενότερα τη δράση τους.
Εν τω μεταξύ, οι αναρχικοί της Ισπανίας δεν σταματούν να σχεδιάζουν νέες δράσεις, ενώ ο αριθμός τους διαρκώς αυξάνεται, ως απάντηση στην ανάλγητη κυβέρνηση. Η ίδρυση της Αναρχικής Συνομοσπονδίας Ιβηρικής (FAI- Federacion Anarchista Iberica) το 1927, σημαίνει την επανασυγκρότηση του κινήματος σε πολύ πιο στέρεη βάση. Η δεκαετία του ’30 θα βρει πάνω από ένα εκατομμύριο εργάτες κι αγρότες οργανωμένους στις γραμμές της CNT και της FAI μόνο στην Καταλωνία, ενώ περί τα εννιά εκατομμύρια πολίτες θα ενταχθούν κι εργαστούν στις ελευθεριακές κομμούνες το 1936.
Όταν η Ισπανική μοναρχία πέφτει, τον Απρίλη του 1931, οι δύο σύντροφοι εγκαταλείπουν το Βέλγιο και φτάνουν στην Βαρκελώνη. Η ιδεολογική πάλη είναι ολοζώντανη, το πρώτο που καλούνται να κάνουν είναι να πάρουν θέση κατά των ρεφορμιστών αναρχικών, που, υπό τον ’νχελ Παστάνα, ήθελαν τη συνεργασία με την τοπική αλλά και την «φιλελεύθερη» κεντρική κυβέρνηση του Αθάνα. Όταν οι τοπικές αρχές της Καταλωνίας πνίγουν στο αίμα την απεργία των οικοδόμων κι η κυβέρνηση του Αθάνα δίνει εντολή για τη βίαιη καταστολή απεργιακών κινητοποιήσεων σε χώρα των Βάσκων και Ανδαλουσία, δείχνουν πως ο Ντουρούτι είχε δίκηο -τίποτε δε χαρίζεται, καμία εξουσία δεν είναι δίκαιη. Η CNT δυνάμωνε και πάλι, όπως κάθε φορά που το εργατικό κίνημα πνιγόταν στο αίμα, αλλά το κλείσιμο εργοστασίων και οι απολύσεις των συνδικαλιστών σήμαινε πως έπρεπε τώρα να απαντήσει στο μεγάλο πρόβλημα της επιβίωσής τους. Η αλήθεια είναι πως, παρά τη γενική εντύπωση, οι σταλινικοί κομμουνιστές στην Καταλωνία ήταν μια μάλλον θλιβερή μειοψηφία -το μεγάλο και λαϊκό εργατικό κίνημα ήταν το αναρχικό. Ο Ντουρούτι κι ο Ασκάσο οργανώνουν ομάδα κρούσης τραπεζών -τα χρήματα που χρειάζονται οι εργάτες και το κίνημα αρπάζονται από τους καπιταλιστές. Ούτε μια δεκάρα δε μένει στα χέρια τους, όλα τα χρήματα καταλήγουν στο κοινό ταμείο της CNT. Έτσι κι αλλιώς, είναι χρήματα κλεμμένα που πρέπει να επανέλθουν στους νόμιμους κατόχους τους: τους εργάτες…
Η εξέγερση των αναρχικών, των ελευθεριακών κομμουνιστών της FAI, σε συνεργασία με τους νέο-τροτσκιστές, το Γενάρη του 1932, έφερε τη μεγαλύτερη σύγκρουση μεταξύ μιας ακόμη νέας εξουσίας και των εργατών. Ο στρατός ανέλαβε την καταστολή, κι ο Ντουρούτι με τον Ασκάσο ήταν μεταξύ των πρώτων συλληφθέντων. Εξορίστηκαν και φυλακίστηκαν «προληπτικά» στην Ισπανική Γουινέα για τρεις μήνες. Επέστρεψαν στην Ισπανία την άνοιξη, αλλά το μάτι της (και πάλι καινούριας) κυβέρνησης ήταν πάνω του συνεχώς. Ως το 1935 ο Ντουρούτι ζει σε καθεστώς συνεχούς παρακολούθησης, ενώ εργάζεται ως βιομηχανικός εργάτης σε υφαντουργείο της Βαρκελώνης. Περιορίζεται στα συνδικαλιστικά του καθήκοντα, παρενοχλείται διαρκώς από την αστυνομία (συλλήψεις, σύντομες κρατήσεις, προσαγωγές ως ύποπτος για διάφορα αδικήματα, ειδικά για επιθέσεις «κατά της περιουσίας» που οι οργισμένοι εργάτες πραγματοποιούν εναντίον πλουσίων και της διεφθαρμένης ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας) και προσπαθεί να συνέλθει από τα πρώτα προβλήματα υγείας που του παρουσιάζονται.
Η επόμενη μεγάλη εξέγερση, το 1934, φέρνει στο προσκήνιο τον στρατηγό Φράνκο, που αναλαμβάνει από την κυβέρνηση το ρόλο της καταστολής της. Ο στρατός δολοφονεί και τραυματίζει χιλιάδες εργάτες, κάνει χιλιάδες συλλήψεις ενώ ο «χενεραλίσιμο» Φράνκο βλέπει με χαρά την οργάνωση του φασιστικού κόμματος, των Φαλαγγιτών, το οποίο στηρίζει απολύτως τις ενέργειές του και χρηματοδοτείται από την τρομοκρατημένη άρχουσα τάξη και την ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Στις πλάτες των φαλλαγιτών στηρίζεται ο φιλόδοξος Φράνκο, για να ανατρέψει μια ακόμη μετριοπαθή κυβέρνηση που αναλαμβάνει τα ηνία της χώρας το Φλεβάρη του 1936. Η απάντηση των φαλαγγιτών και του Φράνκο στη δημοκρατική κυβέρνηση είναι το πραξικόπημα κι ο εμφύλιος. Ο Φράνκο καλεί στο στρατό να στηρίξει την δικτατορία που είναι αποφασισμένος να επιβάλει. Ο Ιούλιος του 1936 είναι ο μήνας κατά τον οποίο το μεγάλο αντιλαϊκό μέτωπο στρατού, άρχουσας τάξης, ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας οργανώνεται υπό τον Φράνκο και ξεκινά τη μεγάλη (και τελικώς επιτυχή, με την βοήθεια των σταλινικών) αντεπανάσταση, με στόχους το «Λαϊκό Μέτωπο» της κυβέρνησης και τους αναρχικούς. Είναι, επίσης, ο μήνας που ο χειρουργημένος για κήλη Ντουρούτι, με την πληγή φρέσκια, εγκαταλείπει το νοσοκομείο για να βρεθεί στα οδοφράγματα, δίπλα στους συντρόφους του εργάτες, έτοιμος να απαντήσει μαζί τους στην φραγκική δικτατορία που έρχεται, χωρίς να αποδέχεται ωστόσο τις θέσεις του δημοκρατικά εκλεγμένου Λαϊκού Μετώπου. Ο Ντουρούτι κι οι καταλανοί σύντροφοί του δεν ασχολούνται με τον εμφύλιο, αλλά με την επανάσταση.
Οι νίκες του εργατικού κινήματος στην Καταλωνία είναι διαδοχικές. Τα στρατόπεδα της Βαρκελώνης, που ανήκουν πια στην πολιτοφυλακή, ονομάζονται Μπακούνιν, Σπάρτακος, Σαλβοτσέα. Στο πλευρό του Ντουρούτι είναι κι ο Φρανσίσκο Ασκάσο, που, όμως, χάνει τη ζωή του σε μία από τις πρώτες μάχες με τον φασιστικό στρατό. Τις νικηφόρες μάχες -η Βαρκελώνη ανήκε πολύ σύντομα στους εργάτες της. Η τοπική «δημοκρατική» κυβέρνηση κατορθώνει να πάρει με το μέρος της κάποιους αναρχικούς, αλλά ο Ντουρούτι δεν ανήκει σε αυτούς. Ξέρει πως η όντως δύναμη είναι στους εργάτες, δουλεύει σκληρά για την οργάνωση της ζωής στην πόλη, όπως κι άλλα στελέχη της FAI και της CNT. Έτσι κι αλλιώς, η δημοκρατική κυβέρνηση στην Καταλωνία είναι διακοσμητική, χωρίς ισχύ- η επανάσταση έχει πάρει το δρόμο της. Η εξουσία ανήκει στους εργάτες, η απόλυτη δημοκρατία έχει αρχίσει να δίνει καρπούς, η Καταλωνία ζει ένα όνειρο που ποτέ πριν, ποτέ μετά, σε καμία άλλη πατρίδα δεν έζησε κανείς.
«Υπάρχουν μόνο δύο δρόμοι. Εκείνος της ελευθερίας και νίκης της εργατικής τάξης και εκείνος της νίκης και τυρρανίας που θα επιβάλλουν οι φασίστες».
Ο Μπουοναβεντούρα Ντουρούτι αναλαμβάνει σύντομα, με την απόλυτη συμφωνία των εργατών, την οργάνωση των επαναστατικών αμυντικών δυνάμεων. Οι στρατιώτες του κερδίζουν την ονομασία «Ταξιαρχία Ντουρούτι». Πάνω από 10.000 αναρχικοί εργάτες γίνονται στρατιώτες της επανάστασης και, αφήνουν την ασφάλεια της Βαρκελώνης για να συγκρουστούν με τους φασίστες στη Σαραγόσα. Όταν ο Ντουρούτι έφτασε στους ηγέτες των «δημοκρατικών» ζητώντας όπλα, εισέπραξε μια ξεκάθαρη άρνηση – η πιθανότητα μιας ληστείας για τον εξοπλισμό των εργατών κι αγροτών τους πέρασε από το νου. «Γη κι Ελευθερία» με κάθε κόστος ζητούσε ο Ντουρούτι -όπως κι ο Ζαπάτα- και τα χρήματα μπορούσε να τα πάρει έχοντας την απόλυτη στήριξη του λαού που χρειαζόταν όπλα. Το αποτέλεσμα ήταν η «δημοκρατική» κυβέρνηση να στείλει το χρυσό της Ισπανίας προς φύλαξη στην ΕΣΣΔ -στο Στάλιν. Δεν έχει σημασία. Οι εργάτες-στρατιώτες, με έναν δραματικά συμβολικό κι αυθόρμητο τρόπο, χρησιμοποιούν ως όπλα τα εργαλεία της δουλειάς τους -περί τους 3.000 ανθρακωρύχοι, λατόμοι κ.α. φτιάχνουν την ομάδα των Διναμιτέρος, χρησιμοποιούν το δυναμίτη για να γκρεμίσουν την ανάλγητη εξουσία, να αμυνθούν στο φασισμό.
Ο Ντουρούτι δηλώνει σε κάποιο ρώσο δημοσιογράφο, από αυτούς που φτάνουν κατά δεκάδες να καλύψουν τον Ισπανικό εμφύλιο: «Ίσως μόνο 100 από μας επιβιώσουν, μα αυτοί οι εκατό θα ελευθερώσουν τη Σαραγόσα, θα νικήσουν το φασισμό και θα κηρύξουν τον ελευθεριακό κομμουνισμό. Θα μπω πρώτος, θα δημιουργήσουμε μια ελεύθερη κομμούνα. Μια κομμούνα που δε θα ανήκει ούτε στη Μαδρίτη, ούτε στη Βαρκελώνη, ούτε στον Αθάνα (σ.σ. πρωθυπουργός) ούτε στον Κομπανίς (σ.σ. τοπικός πρωθυπουργός της Καταλωνίας). Θα δείξουμε σε σας τους μπολσεβίκους, πως γίνεται μια αληθινή επανάσταση».
Πάνω από εννιά εκατομμύρια εργάτες κι αγρότες έζησαν, συμμετείχαν, εργάστηκαν στην μεγάλη ελευθεριακή επανάσταση, είτε στα εργοστάσια που οργανώθηκαν ελευθεριακά, είτε στα χωράφια.
Τι σήμαινε «στρατηγός» Ντουρούτι; Ο ωραίος άνδρας, με το παιδικό γέλιο και τα πεντακάθαρα μάτια, ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή, δεν είχε ποτέ κανένα προνόμιο -πολλοί στρατιώτες του είχαν περισσότερα από κείνον -αν λ.χ. υπήρχε έλλειψη στρωμάτων ύπνου, εκείνος θα ήταν μεταξύ αυτών που δεν είχαν -, που ζούσε όπως υπαγόρευαν οι αρχές του και ονειρευόταν με τα μάτια ανοικτά ένα επαναστατικό σήμερα. Μαζί με τους εργάτες κι αγρότες πολεμιστές του αποφασίζει τα πάντα. Η απόλυτη δημοκρατία γίνεται πραγματικότητα σε ένα στράτευμα παράξενο, μοναδικό στην Ιστορία, στο οποίο δεν υπάρχουν βαθμοί, δεν υπάρχει άλλη πειθαρχία παρά η αυτοεπιβαλλόμενη, δεν υπάρχει υποχρέωση ή καθήκον άλλο από αυτό που σου υπαγορεύει η καρδιά σου. Ο «στρατηγός» Ντουρούτι ήταν απλά ένας σύντροφος που είχε την ικανότητα να εμπνέει με τα λόγια και το παράδειγμά του.
Κι η Σαραγόσα κι η Αραγόνα ελευθερώθηκαν από τους φασίστες, παρ ότι οι δημοκρατικοί προσπάθησαν να εμποδίσουν το Ντουρούτι να προχωρήσει. Δεν τους άκουσε. Οι τοπικές κοινότητες οργανώθηκαν ως ελευθεριακές κομμούνες, οι αγρότες της Αραγόνας φρόντιζαν για την αποστολή αγαθών στους συντρόφους τους στα αστικά κέντρα και κυρίως στη Βαρκελώνη, αύξησαν οικειοθελώς την παραγωγή πάνω από 30%, προσφέροντας με όλες τους τις δυνάμεις και, παράλληλα, έγιναν η εμπροσθοφυλακή του επαναστατικού αναρχικού στρατού, υπό τη διοίκηση του αδελφού του πρόωρα χαμένου Φρανσίσκο Ασκάσο, του Χοακίν. Η Ταξιαρχία Ντουρούτι, χωρίς κλασσική στρατιωτική οργάνωση, απολύτως δημοκρατική, νικηφόρα κι όλο και πιο ισχυρή, έφερνε την ελευθερία και την νέα κοινωνική οργάνωση, το νέο όνειρο ενός καλύτερου αύριο. Ο ηγέτης της ενέπνεε, μπόλιαζε ιδέες και πίστη στην επανάσταση, μοιράστηκε την πίστη του αυτή με τον λαό της Αραγόνας. Η εξουσία ήταν στις κολλεκτίβες -περί τις 500 δημιουργήθηκαν στην Αραγόνα-, στους εργάτες, στο λαό. Ο Ντουρούτι, μιλώντας σε καναδό δημοσιογράφο της Τορόντο Σταρ, θα πει: «Είμαστε αποφασισμένοι να συντρίψουμε το Φασισμό για πάντα, σε πείσμα της κυβέρνησης, διότι καμία κυβέρνηση δεν θέλει να ξεριζώσει το φασισμό». «Δε μας λέει τίποτε η ύπαρξη μιας Σοβιετικής Ένωσης κάπου στον κόσμο, όταν οι εργάτες της Γερμανίας και της Κίνας θυσιάζονται στους βάρβαρους φασίστες του Στάλιν. Θέλουμε την επανάσταση εδώ στην Ισπανία, εδώ και τώρα – εμείς είμαστε ο τρόμος του Χίτλερ και του Μουσολίνι, μεγαλύτερος τρόμος απ’ ότι ολόκληρος ο κόκκινος στρατός. Είμαστε το υπόδειγμα των εργατικών τάξεων της Γερμανίας και της Ιταλίας, για το πώς πολεμάς το φασισμό.». θα ζήσετε σε ερείπια, του λέει ο δημοσιογράφος, γκρεμίζονται τα πάντα. «Μη ξεχνάς πως, εμείς μπορούμε να χτίσουμε, οι εργάτες έφτιαξαν τα παλάτια, τις πόλεις, εμείς οι εργάτες μπορούμε να τα ξαναχτίσουμε και μάλιστα ακόμη καλύτερα. Εμείς θα κληρονομήσουμε τη γη- κουβαλάμε το νέο κόσμο εδώ, στις καρδιές μας».
Στις 8 Νοεμβρίου του 1936, όταν οι Φρανκίστας, με γερμανούς και ιταλούς στο πλευρό τους -ειδικά τα βομβαρδιστικά και επίλεκτα ναζιστικά στρατεύματα που τους είχε στείλει προς ενίσχυσιν ο Χίτλερ- μάχονται για να καταλάβουν τη Μαδρίτη, όλοι ξέρουν πως αυτή η μάχη μπορεί να κρίνει τα πάντα. Της δημοκρατικής κυβέρνησης αμύνονταν εκεί κομμουνιστές – το αναρχικό κίνημα δεν ήταν τόσο ισχυρό στην πρωτεύουσα όσο στην Καταλωνία. Οι ναζί βομβάρδιζαν την πόλη τρεις μέρες συνέχεια. Κομμουνιστές ή όχι, οι αμυνόμενοι ήταν εργάτες κι ο Μπουοναβεντούρα Ντουρούτι δεν μπορούσε να τους αφήσει στα χέρια των φασιστών. Με 4.000 άνδρες (κάποιοι μιλούν για 2.500, κάποιοι για 5.000) της Ταξιαρχίας του, ξεκίνησε από την Αραγόνα για την Μαδρίτη – έφτασε εκεί στις 15 του μήνα, ανεβάζοντας το ηθικό των πολιορκημένων εργατών. Μέχρι τις 20 Νοεμβρίου. Εκείνη τη μέρα, υπό μυστηριώδεις συνθήκες, ο Ντουρούτι δολοφονήθηκε -μια σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι. Έπεσε χτυπημένος πισώπλατα.
Στις 22 Νοεμβρίου, η σορός του Μπουοναβεντούρα Ντουρούτι, μεταφέρθηκε στην Βαρκελώνη, από τους συντρόφους του στην Ταξιαρχία. Τον υποδέχθηκε σύσσωμος ο λαός, που με δάκρυα στα μάτια, πανό που ορκίζονταν εκδίκηση, μαύρες και κόκκινες σημαίες, στεφάνια δάφνης, που τραγουδούσαν τον αναρχικό ύμνο «Οι γιοί του Λαού», που ύψωναν τις γροθιές τους και φώναζαν «θα νικήσουμε» λες και έδιναν την υπέρτατη υπόσχεση στον νεκρό σύντροφό τους. Στην κηδεία του Ντουρούτι, βρέθηκαν πάνω από 500.000 άνθρωποι. Ο τάφος του βρίσκεται στο νεκροταφείο του Μονχουίκ, στη Βαρκελώνη. Το 1938, λίγο πριν το τραγικό τέλος του εμφυλίου, η τοπική «δημοκρατική» κυβέρνηση τον αναγόρευσε στρατηγό μετά θάνατον. Είχε απαντήσει στην «τιμή» λίγο πριν πεθάνει:. «Δεν θέλουμε παράσημα, ούτε ζώνες στρατηγών, δεν θέλουμε να μετέχουμε σε επιτροπές ούτε να γίνουμε υπουργοί. Θέλουμε την επανάσταση»***
Τα φυσικά αδέλφια του Ντουρούτι -εκτός των δύο που είχαν χάσει τη ζωή στο μέτωπο της Επανάστασης- δολοφονήθηκαν από τους φασίστες του Φράνκο. Κανένας Ντουρούτι δεν έμεινε ζωντανός -το όνομα και μόνο θα ήταν πολύ γερός πονοκέφαλος για οποιαδήποτε εξουσία. Και σε αυτό συμφωνούσαν κι οι «ορθόδοξοι» μαρξιστές.
*Οι αλληλέγγυοι / Los Solidarios ήταν η, εντός CNT, οργάνωση την οποία δημιούργησαν ο Ντουρούτι κι ο Ασκάσο με την πρώτη επιστροφή τους στην Ισπανία, με σκοπό να απαντήσουν στη βία της εξουσίας.
** Ο Νέστορας Μαχνό, ήταν Ουκρανός αναρχικός και λαμπρή προσωπικότητα του παγκόσμιου εργατικού κινήματος. Περισσότερα για κείνον θα βρείτε εδώ
*** Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι, εφημερίδα Solidaridad Obrera, 1936
[Το κείμενο έχει γραφτεί πριν από περίπου 10 χρόνια από την Αντιεξουσιαστική Πρωτοβουλία Κορίνθου]
Πηγή: alerta.gr