Η Λούσι Πάρσονς και οι διαδηλώσεις ενάντια στη πείνα στο Σικάγο (17/1/1915)

Στις 17 του Γενάρη του έτους 1915, η μαχητική συνδικαλίστρια, αναρχοκομμουνίστρια και φεμινίστρια Λούσι Πάρσονς ηγήθηκε μιας μεγάλης διαδήλωσης ενάντια στην πείνα (Hunger Demonstration) στο Σικάγο των Η.Π.Α.

Η Λούσι Πάρσονς

Η Πάρσονς γεννήθηκε ως Lucia Carter στην Βιρτζίνια των Η.Π.Α. το 1851. Η μητέρα της ήταν σκλάβα και ο πατέρας της ήταν πιθανότατα ο ιδιοκτήτης της, ένας πλούσιος λευκός Αμερικανός, ο οποίος μάζεψε όλο του το βίος και τους υπηρέτες του και έφυγε για το Τέξας κατά την έναρξη του Αμερικανικού Εμφυλίου, για να γλυτώσει από τις επιπτώσεις του αγώνα εναντίον της δουλοκτησίας. Ωστόσο, η ίδια η Πάρσονς δεν επιβεβαίωσε ποτέ την πλήρη καταγωγή της και αυτοπροσδιοριζόταν ως Ισπανο-Μεξικανο-Ινδιάνα γεννημένη στο Τέξας, αρνούμενη να δώσει παραπάνω πληροφορίες.

Αφού εργάστηκε ως ράφτρα και μαγείρισσα σε σπίτια πλούσιων λευκών στο Τέξας, παντρεύτηκε έναν πρώην σκλάβο και συνέλαβε μαζί του ένα παιδί, το οποίο όμως έχασε στην γέννα. Μετά τον πρώτο αποτυχημένο γάμο της, γνώρισε και παντρεύτηκε τον λευκό πρώην στρατιώτη της Συνομοσπονδίας και προσφάτως υπέρμαχο των δικαιωμάτων των απελευθερωμένων σκλάβων, Άλμπερτ Πάρσονς, του οποίου το επίθετο και υιοθέτησε, ενώ άλλαξε και το όνομά της σε Λούσι από Λουσία. Ο “μεικτός” γάμος τους προκάλεσε αντιδράσεις στην συντηρητική κοινωνία του Τέξας και αναγκάστηκαν να μετοικήσουν βορειότερα. Εν τέλει μετακόμισαν στο Σικάγο, όπου και ενεπλάκησαν με το αναβράζον εργατικό κίνημα, αλλά και τους αναρχικούς κύκλους.

Το ζεύγος ασχολήθηκε ενεργά με τους εργατικούς αγώνες, τα δικαιώματα των μαύρων και των κρατουμένων, ενώ η Λούσι ήταν τακτική αρθρογράφος σε σοσιαλιστικές, αναρχικές και εργατικές εφημερίδες. Η αστυνομία του Σικάγο την περιέγραφε ως “πιο επικίνδυνη από χίλιους ταραχοποιούς“, ενώ ήταν και μια εκ των ιδρυτών του αμερικανικού τμήματος της “Μαύρης Διεθνούς”, δηλαδή της αναρχικής Διεθνούς Ένωσης των Εργαζομένων Ανθρώπων (International Working People’s Association), που είχε δημιουργηθεί στην Αγγλία στα 1881.

Ο σύζυγος της Πάρσονς, Άλμπερτ, ήταν ένας από τους Μάρτυρες του Σικάγο, του περιβόητου περιστατικού των Ταραχών στο Χέιμαρκετ, όπου 8 αναρχικοί κατηγορήθηκαν άδικα από τις αρχές, για το μακελειό που συνέβη σε μια συγκέντρωση ενάντια στην κρατική και παρακρατική καταστολή, η οποία είχε λάβει χώρα κατά την διάρκεια απεργιακών συγκεντρώσεων στα πλαίσια των διεκδικήσεων για το οκτάωρο. Επτά από τους συλληφθέντες εν τέλει εκτελέστηκαν, ανάμεσά τους και ο Πάρσονς.

Η Λούσι Πάρσονς συνέχισε να ασχολείται δυναμικά, τόσο με το αναρχικό κίνημα, όσο και με τους εργατικούς αγώνες. Γνώρισε μεγάλες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Πέτρος Κροπότκιν αλλά και η Έμμα Γκόλντμαν, με την οποία μάλιστα διαφώνησε επάνω στην προτεραιότητα του ταξικού ζητήματος, ως κομβική τομή στις υπόλοιπες αναλύσεις επάνω στα κοινωνικά ζητήματα και κυρίως στον φεμινισμό.

Η Πάρσονς πρωτοστάτησε στην ίδρυση των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (Industrial Workers of the World) στα 1905, μιας μεγάλης επαναστατικής συνδικαλιστικής ένωσης, αρκετά επηρεασμένης από τον αναρχο-συνδικαλισμό. Τα επόμενα χρόνια το ενδιαφέρον της επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στους ταξικούς αγώνες και ιδιαίτερα αυτούς που είχαν να κάνουν με την ακραία φτώχεια και την ανεργία. Με βάση αυτό, ήταν μια εκ των κύριων διοργανωτών των Διαμαρτυριών Ενάντια στην Πείνα στο Σικάγο (Chicago Hunger Demonstrations), στα 1915.

Η Πάρσονς και οι Διαμαρτυρίες Ενάντια στην Πείνα στο Σικάγο (Chicago Hunger Demonstrations)

Στις 17 Γενάρη του 1915 η Λούσι Πάρσονς ηγήθηκε μιας μεγάλης Διαμαρτυρίας Ενάντια στην Πείνα στην πόλη του Σικάγο. Η φλογερή συνδικαλίστρια είχε καταφέρει να ενώσει στον κοινό αγώνα ενάντια στην εξαθλίωση της εργατικής τάξης τους IWW, την ρεφορμιστική και σχεδόν ολοκληρωτικά εργοδοτική Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας (American Federation of Labour), αλλά και το Σοσιαλιστικό Κόμμα και άλλες οργανώσεις της Αριστεράς και αναρχικούς της ταξικής πάλης.

Σε φλογερά άρθρα της στον επαναστατικό τύπο, τις ημέρες πριν την διαδήλωση είχε γράψει μεταξύ άλλων τα εξής: “Κάθε βρώμικος, εξαθλιωμένος αλήτης ας οπλίσει τον εαυτό του με ένα περίστροφο ή ένα μαχαίρι, και ας περιμένει στα σκαλιά των παλατιών των πλουσίων και ας μαχαιρώσει ή ας πυροβολήσει τους ιδιοκτήτες καθώς βγαίνουν. Ας τους σκοτώσουμε χωρίς έλεος, και ας είναι αυτός ένας πόλεμος εξόντωσης“.

Την ημέρα της διαδήλωσης σχεδόν 15.000 αποφασισμένοι εργάτες και άνεργοι κινήθηκαν στους δρόμους της πόλης, με σημαίες και πανό που ζητούσαν “Το ψωμί της ημέρας, σήμερα!” και άλλα αιτήματα σχετικά με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσής τους. Η πορεία δεν είχε καλά-καλά ξεκινήσει όταν της επιτέθηκαν οι αστυνομικές δυνάμεις με γκλομπ, πιστόλια και ξιφολόγχες. Η Πάρσονς συνελήφθη και κατηγορήθηκε για υποκίνηση σε ταραχές μέσω της δράσης και των άρθρων της.

Ο Ralph Chaplin, μουσικοσυνθέτης, μέλος της IWW και σύντροφος της Πάρσονς συνέθεσε το πασίγνωστο τραγούδι “Solidarity Forever” ως φόρο τιμής στις Διαδηλώσεις Ενάντια στην Πείνα:

Τα τελευταία της χρόνια και ο τραγικός της θάνατος

Παρ’ όλες τις διώξεις και τις παρενοχλήσεις από τις αρχές, η Πάρσονς συνέχισε και κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής της να δίνει φλογερές ομιλίες σε απεργούς εργάτες, να στηρίζει αγώνες και να καλεί σε κατάληψη των μέσων παραγωγής. Χαρακτηριστικά είχε δηλώσει πως “Η αντίληψή μου για την απεργία είναι πως δεν πρέπει να καλούμε σε μια απεργία, ώστε να απεργήσουμε απλά, να βγούμε (από το εργοστάσιο) και να πεθάνουμε της πείνας, αλλά να παραμείνουμε μέσα (στο εργοστάσιο) και να καταλάβουμε τα μέσα και την ιδιοκτησία που είναι απαραίτητα για την παραγωγή“.

Προς τις δυο τελευταίες δεκαετίες της ζωής της είχε προσεγγίσει περισσότερο το κομουνιστικό κίνημα, συνεργαζόμενη σε διάφορες εργατικές επιτροπές με την αριστερά, ενώ λέγεται -χωρίς να εξακριβώνεται ασφαλώς- πως είχε γίνει μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος των Η.Π.Α. λίγα χρόνια πριν τον θάνατό της.

Η Λούσι Πάρσονς πέθανε στις 7 Μαρτίου του 1941, όταν το σπίτι της στο Σικάγο τυλίχθηκε στις φλόγες. Ο τότε σύντροφός της, George Markstall, προσπάθησε αποτυχημένα να την σώσει και πέθανε και ο ίδιος την επόμενη μέρα από τα εγκαύματά του. Η Λούσι Πάρσονς ήταν 91 ετών. Θάφτηκε στο κοιμητήριο Waldheim του Ιλινόις, δίπλα στο μνημείο των Μαρτύρων του Χέιμαρκετ.

Οι αστυνομικές αρχές του Σικάγο, σε μια τελευταία εκδικητική κίνηση απέναντι σε αυτή την μεγάλη αγωνίστρια της εργατικής τάξης, κατάσχεσαν τις επόμενες μέρες του θανάτου της την τεράστια βιβλιοθήκη της, με πάνω από 1500 βιβλία και προσωπικά αρχεία. Όσο όμως και να προσπαθούν το κράτος, τα αφεντικά και τα τσιράκια τους να την θάψουν στην λήθη του χρόνου, η Λούσι Πάρσονς παραμένει για πάντα ζωντανή στις μνήμες της αμερικανικής -αλλά και της διεθνούς- εργατικής τάξης, ως η γυναίκα που ήταν “πιο επικίνδυνη από 1000 ταραχοποιούς“.

Πηγές:
www.peoplesworld.org
wikipedia.org
Derry Anarchists

Αναδημοσίευση από: alerta.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.