Κοοπερατίβες ή ταξική πάλη;

Tommy Lawson* 

Κάθε τόσο το ζήτημα των κοοπερατίβων εγείρεται στο επαναστατικό σοσιαλιστικό κίνημα. Αισιόδοξες θέσεις υποστηρίζουν ότι οι συνεταιρισμοί μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για την αντικατάσταση του καπιταλισμού με μια νέα οικονομία που θα βασίζεται στην αλληλεγγύη και την εργασία, όπου οι εργαζόμενοι θα έχουν τον «έλεγχο». Μάλιστα, αυτές οι απόψεις υποστηρίζουν ότι οι κοοπερατίβες αποτελούν ζωτικό μέρος της επαναστατικής στρατηγικής. Αυτές οι θέσεις έχουν διατυπωθεί ήδη στο παρελθόν, υπάρχουν στο παρόν και θα αναπαράγονται και στο μέλλον. Ωστόσο, τα θετικά χαρακτηριστικά των συνεταιρισμών δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την επαναστατική στρατηγική και την οικοδόμηση της δύναμης της εργατικής τάξης ενάντια στον καπιταλισμό.

Οι συζητήσεις σχετικά με τον ρόλο των συνεταιρισμών στην επαναστατική στρατηγική μπορούν να ανιχνευθούν πίσω στη δεκαετία του 1850 και στην Α’ Διεθνή, όταν οι μουτουαλιστές όπως ο Πιέρ Ζοζέφ Προυντόν και ο κομμουνιστής Τσαρλ Μπίσλεϊ υποστήριζαν τις συνεταιριστικές οικονομίες. Πίστευαν ότι καθώς οι εργάτες συγκέντρωναν τα δικά τους κεφάλαια και τα επένδυαν από κοινού, οι συνεταιρισμοί θα μπορούσαν σιγά-σιγά να αντικαταστήσουν τις ατομικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Ενώ πρότειναν μια ποικιλία σχεδίων, για να κάνουν αυτό το σχέδιο να καρποφορήσει, η πραγματικότητα ήταν ότι το κεφάλαιο δεν μπορούσε να προσαρμοστεί, για να εξυπηρετήσει την εργατική τάξη. Οι ρεφορμιστικές θέσεις των μουτουαλιστών αμφισβητήθηκαν από ανθρώπους όπως ο Ζοζέφ Ντεζάκ και ο Ευγένιος Βαρλέν, οι οποίοι κατανοούσαν ότι το κεφάλαιο πρέπει να αντιμετωπιστεί και να ανατραπεί με μαχητικό, ένοπλο αγώνα της εργατικής τάξης.

Σήμερα στην Αυστραλία οι θιασώτες της συνεταιριστικής οικονομίας αναφέρονται στην Earthworker. Η Earthworker κατασκευάζει «συσκευές και εξαρτήματα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας» και βλέπει τον εαυτό της ως «μέρος της διασφάλισης μιας δίκαιης μετάβασης για τις κοινότητες που επηρεάζονται από τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας…» Αυτό ισχύει τουλάχιστον για το αρχικό εγχείρημα της Earthworker, η οποία ανέλαβε ένα εργοστάσιο που έκλεισε μετά το τέλος της βιομηχανίας ηλεκτροπαραγωγής από άνθρακα στην κοιλάδα Λα Τρόουμπ, στη Βικτώρια. Η Earthworker έχει έκτοτε επεκταθεί σε υπηρεσίες καθαρισμού και είναι ανοιχτή στην επέκταση σε νέα έργα.

Η Earthworker σημειώνει ότι «πιστεύει ότι η κοινωνική και η περιβαλλοντική εκμετάλλευση είναι αλληλένδετες και ότι τα προβλήματα της κλιματικής αλλαγής, της εργασιακής ανασφάλειας και της αυξανόμενης ανισότητας πρέπει να αντιμετωπιστούν ταυτόχρονα, μέσω μεγαλύτερης από τα κάτω οικονομικής ιδιοκτησίας». Ωστόσο, πρέπει να τεθεί το ερώτημα πόσο μακριά φτάνει η «μεγαλύτερη από τα κάτω οικονομική ιδιοκτησία» απέναντι στη γιγαντιαία δύναμη της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων και των διεθνών εταιρειών. Η δύναμη μερικών εργαζομένων που είναι ενωμένοι σε μια μικρή επιχείρηση ωχριά απέναντι στο οργανωμένο εργατικό κίνημα, δηλαδή τη μοναδική δύναμη που μπορεί να αντιμετωπίσει το κεφάλαιο. Ιστορικά, ακόμη και όταν οι εργαζόμενοι ενώνουν τους πόρους τους και προσπαθούν να δημιουργήσουν «εναλλακτικές» οικονομίες, αυτές καταλήγουν είτε να αποτυγχάνουν είτε να αναγκάζονται να προσαρμοστούν στις παραδοσιακές επιχειρηματικές πρακτικές, προκειμένου να είναι ανταγωνιστικές.

Όλα αυτά δεν έχουν σκοπό να υποτιμήσουν τις προσπάθειες ούτε τους ανθρώπους που συμμετέχουν σε μια συνεταιριστική επιχείρηση όπως η Earthworker. Η γέννηση της Earthworker ήταν μια οργανική απάντηση στην απώλεια θέσεων εργασίας και στην κάλυψη μιας κενής θέσης στην αγορά. Εντούτοις, τμήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς στην Αυστραλία και η υποστήριξή της στις κοοπερατίβες πρέπει πάραυτα να επικριθούν. Στο τελευταίο πρόγραμμα των Σοσιαλιστών της Βικτώριας, στη θεματική ενότητα «Εργαζόμενοι και συνδικάτα» παρουσιάζεται μια πολιτική που στοχεύει στην «εισαγωγή μέτρων που ενθαρρύνουν τον εργατικό έλεγχο και τη συμμετοχή των εργαζομένων στη λήψη αποφάσεων στον χώρο εργασίας…» μέσω νομικών μεταρρυθμίσεων που διασφαλίζουν ότι οι εργαζόμενοι λαμβάνουν δικαιώματα διοίκησης, μερίδιο στα κέρδη και το πρόσθετο μέτρο της επιβολής υψηλότερων φόρων μισθοδοσίας στις μη συνεργατικές επιχειρήσεις. Θα προσφέρουν, επίσης, φορολογικές ελαφρύνσεις στους συνεταιρισμούς ενθαρρύνοντάς τους ως «κανονική μορφή ιδιωτικής επιχείρησης». Λες και η εργατική τάξη επωφελείται από την ιδιωτική επιχειρηματικότητα και τον περισσότερο ανταγωνισμό!1 Ο σοσιαλισμός της αγοράς μπορεί να προκύψει από μια ατελή ή αποτυχημένη προσπάθεια επανάστασης, αλλά δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να αγωνιστούμε ενεργά.

Τέτοιες ιδέες είναι πραγματικά άσχετες με το σημερινό πλαίσιο της οικονομίας και της ταξικής πάλης. Ο καπιταλισμός έχει ήδη αναπτύξει τόσο τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις, ώστε μια μελλοντική επανάσταση θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της το καθήκον της κατάργησης της παραγωγής για ανταλλακτική αξία. Τα εμπορεύματα που παράγονται για μια αγορά εξακολουθούν να απαιτούν από τον εργάτη να υπόκειται στην έλλειψη ορθολογικού σχεδιασμού. Ως αποτέλεσμα, πρέπει να «πειθαρχήσουν» τον εαυτό τους αποδεχόμενοι μειώσεις μισθών και αυξήσεις στην ένταση της εργασίας, προκειμένου να διατηρήσουν ένα ανταγωνιστικό καθεστώς στην αγορά. Ακόμη και αν αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται δημοκρατικά, δεν υπάρχει πραγματική ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων.

Όπως σημείωσε ο Καρλ Μαρξ στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, οι κοοπερατίβες, που ιδρύθηκαν στον αγώνα με την κατάληψη των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, έχουν «αξία μόνο στον βαθμό που είναι ανεξάρτητο δημιούργημα των εργατών και όχι προστατευόμενοι είτε της κυβέρνησης είτε των αστών». Έτσι, το μεταβατικό πρόγραμμα ενός πολιτικού κόμματος που θέλει να εντάξει τους εργαζόμενους στη διαχείριση του κράτους και της καπιταλιστικής οικονομίας δεν είναι επαναστατικό. Σε ένα άρθρο του 1897 στην εφημερίδα L’Agitazione, με τίτλο «Οι πειραματικές αναρχικές αποικίες», ο Ερρίκο Μαλατέστα σημείωνε, επίσης, την αντίφαση πως όσοι ζουν ή εργάζονται σε συνεταιριστικές σχέσεις πρέπει αναγκαστικά να πειθαρχήσουν, προκειμένου να διατηρήσουν το κέρδος, παρέχοντας έτσι φτηνή εργασία στην αγορά, η οποία υποτιμά το υπόλοιπο προλεταριάτο.

Επομένως, το ζήτημα των θετικών ή αρνητικών πτυχών των συνεταιρισμών είναι αμφισβητήσιμο. Ακόμα και αν η εργασία των ατόμων μπορεί να μετασχηματιστεί ελαφρώς με το να έχουν δικαίωμα ψήφου για τις μεθόδους και τους στόχους της παραγωγής, η ίδια η φύση των συνεταιρισμών ως θεσμών για την παραγωγή εμπορευμάτων τούς καθιστά ένα επαναστατικό αδιέξοδο. Ακόμα και οι επιχειρήσεις που καταλαμβάνονται από τους εργάτες κατά τη διάρκεια του αγώνα και μετατρέπονται σε συνεταιριστική παραγωγή αντιμετωπίζουν αδιέξοδο, αν ο ευρύτερος αγώνας σε ολόκληρη την κοινωνία δε συνεχίσει να προχωράει μπροστά. Έτσι, αν και αλληλένδετες, οι υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης και της σοσιαλιστικής συνείδησης αναδεικνύονται περισσότερο από τη συνεχιζόμενη σύγκρουση και την ταξική πάλη ενάντια στις υπάρχουσες συνθήκες παρά από τη συνεταιριστική παραγωγή.

Δύο μικρά παραδείγματα μπορούν να καταδείξουν την επαναστατική θέση. Κατά τη διάρκεια του Biennio Rosso (Κόκκινη Διετία) της Ιταλίας, εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες κατέλαβαν τα εργοστάσια στη βόρεια Ιταλία. Οι επαναστάτες αναρχικοί της Ιταλικής Αναρχικής Ένωσης (UAI) και της Ιταλικής Συνδικαλιστικής Ένωσης (USI) σημείωσαν ότι τα κατειλημμένα εργοστάσια στα χέρια των ίδιων των εργατών δεν αποτελούσαν από τη φύση τους μια επαναστατική κατάσταση. Το καπιταλιστικό κράτος πρέπει να αμφισβητηθεί και να ανατραπεί. Υποστήριξαν ότι οι εργάτες πρέπει να ξαναρχίσουν την παραγωγή, προκειμένου να τραφούν όλοι. Άλλωστε, η επανάσταση δε γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Όμως, οι Ιταλοί εργάτες χρειάζονταν όπλα και οργάνωση, για να προωθήσουν περαιτέρω τον αγώνα. Δυστυχώς τους απογοήτευσαν άλλες αριστερές οργανώσεις, οι οποίες αρνήθηκαν να προχωρήσουν τις απεργίες περαιτέρω ή να οργανωθούν, για να οπλίσουν τους εργάτες, συμπεριλαμβανομένης της πλειοψηφίας των μαρξιστών.

Το 1969 η κατασταλτική κυβέρνηση της Ουρουγουάης θέσπισε εργατικούς νόμους με στόχο την κατάρριψη της μαχητικής συνδικαλιστικής οργάνωσης σε όλη τη βιομηχανία επεξεργασίας κρέατος. Ο μεγάλος συνεταιρισμός El Cerro Refrigeration Establishment υποστήριξε τις μεταρρυθμίσεις, επιχειρώντας παράλληλα να διαλύσει τα συνδικάτα. Ως απάντηση, τα συνδικάτα που επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από την Αναρχική Ομοσπονδία της Ουρουγουάης (FAU) δημιούργησαν ένα καμπ έξω από τον συνεταιρισμό, ξεκίνησαν απεργίες σε όλη τη βιομηχανία και κατέλαβαν τους χώρους εργασίας τους. Οι συνεταιρισμοί παρουσιάζονται συχνά ως ένα πιθανό «συμπλήρωμα» στον αγώνα των εργαζομένων. Όμως, το 1969 στην Ουρουγουάη υπονόμευσαν ανοιχτά το εργατικό κίνημα. Έτσι, ενώ η El Cerro Refrigeration υπονόμευε την εργατική αλληλεγγύη, η FAU απάντησε μέσω της Οργάνωσης Εργαζομένων-Σπουδαστών (ROE), για να συγκεντρώσει κεφάλαια, να δημιουργήσει οδοφράγματα και να πολεμήσει την αστυνομία. Η ROE ήταν μια στρατηγική μαζική οργάνωση που χρησιμοποιήθηκε ως πραγματικό συμπλήρωμα της ταξικής πάλης, κινητοποίησε κοινωνικούς τομείς εκτός των συνδικάτων, για να βοηθήσει στην κλιμάκωση της ταξικής πάλης. Αυτές οι τακτικές ήταν μέρος μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής για την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης και την οικοδόμηση της αντιπαράθεσης με το κράτος και την προετοιμασία για την ανατροπή του καπιταλισμού.

Η ιστορικά αισιόδοξη θέση ότι οι συνεταιρισμοί θα μπορούσαν να οικοδομήσουν μια εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό ή να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη μετάβαση είναι ακόμη πιο περιττή σήμερα. Αντίθετα, οι επαναστάτες έχουν την ευθύνη να αναπτύξουν και να δεσμευτούν σε στρατηγικές κατάλληλες για την ανατροπή του κράτους και του κεφαλαίου. Οι συνεταιρισμοί μπορεί να διαδραματίσουν θετικό ρόλο σε κοινότητες όπου το κεφάλαιο δεν παρέχει τα αναγκαία αγαθά ή μπορεί να δημιουργηθούν με την κατάληψη ενός καπιταλιστικού χώρου εργασίας κατά τη διάρκεια μιας περιόδου έντονης ταξικής πάλης. Αυτές είναι απολύτως λογικές καταστάσεις, αλλά οι επαναστάτες θα πρέπει να βρίσκονται μαζί με τη μάζα των εργαζομένων βοηθώντας στην οργάνωση του αγώνα και στην προώθηση του ταξικού πολέμου. Επιπλέον, οι κοοπερατίβες δε θα πρέπει να στοχεύουν στο κράτος να ενσωματώσει τους εργαζόμενους στη διοίκηση. Οι ουσιαστικές κατακτήσεις των εργατών θα είναι το αποτέλεσμα του αγώνα που δίνουν στους χώρους εργασίας, μέσα από μορφές άμεσης δράσης που έρχονται σε ευθεία αντιπαράθεση με το κεφάλαιο. Οι σοσιαλιστές που στρέφονται στην εργασία σε συνεταιρισμούς μπορεί κάλλιστα να είναι σοσιαλιστές στην καρδιά και την πρόθεση, αλλά δεν ακολουθούν επαναστατική στρατηγική.

Σημειώσεις:

1. Αυτό γίνεται πιο παράλογο από την πολιτική μιας Λαϊκής Τράπεζας, η οποία θα προσφέρει άτοκα δάνεια σε συνεταιριστικές επιχειρήσεις. Ο Προυντόν, και όχι ο Μαρξ, φαίνεται τελικά ότι «κέριδσε»

*Πηγή: Red & Black Notes

**Μετάφραση: https://www.alerta.gr/archives/33311 

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.