“Στις 4 τα ξημερώματα της 20ης Νοέμβρη του 1936 σταμάτησε να χτυπά η καρδιά του
Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι. Είχε τραυματιστεί θανάσιμα την προηγούμενη μέρα, το μεσημέρι, στην
πρώτη γραμμή του μετώπου της Μαδρίτης. Στο πέρασμα του χρόνου, γράφτηκαν πολλές εικασίες για
τις ακριβείς συνθήκες του θανάτου του. Πιθανότερη όλων είναι η εκδοχή του ατυχήματος, όταν το
αυτόματο που κουβαλούσε ο Ντουρούτι ή ο συνοδός του, Μανθάνα, εκπυρσοκρότησε βρίσκοντας στο
έδαφος. Η επίσημη γραμμή των CNT–FAI της περιόδου υποστήριξε την εκδοχή της –στοχευμένης ή
αδέσποτης– φασιστικής σφαίρας από την παρακείμενη μάχη.” (Ο πολλαπλός θάνατος του Μπουεναβαντούρα Ντουρούτι)
Η κηδεία του Ντουρούτι πραγματοποιήθηκε τρεις μέρες αργότερα με 500 χιλιάδες αναρχικών να τον αποχαιρετούν.
“Αργά τη νύχτα έφτασε η σωρός στη Βαρκελώνη.
Είχε βρέξει όλη την ημέρα και τα αυτοκίνητα που συνόδευαν το φέρετρο
ήταν γεμάτα λάσπη. Η μαυροκόκκινη σημαία που σκέπαζε τη νεκροφόρα ήταν
βρώμικη.
Στο κτίριο των αναρχικών, που μέχρι την επανάσταση ήταν έδρα του
βιομηχανικού και εμπορικού επιμελητηρίου της Βαρκελώνης, οι
προετοιμασίες είχαν αρχίσει από το προηγούμενο βράδυ. Η αίθουσα υποδοχής
είχε ετοιμαστεί για να υποδεχθεί τον νεκρό. Κατά μαγικό τρόπο όλα ήταν
έτοιμα στην ώρα τους. Ο στολισμός ήταν απλός, χωρίς καμία επιτήδευση ή
στόμφο. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με μαυροκόκκινο πανί, ένα βάθρο στα
ίδια χρώματα, μερικά πολύφωτα, λουλούδια και στεφάνια. Αυτό ήταν όλο.
Στις δύο πλαϊνές πόρτες, από τις οποίες θα περνούσε το πλήθος που
πενθούσε, ήταν κρεμασμένα, κατά το ισπανικό έθιμο, μεγάλα πανώ που πάνω
τους διάβαζες “Ο Ντουρρούτι σας καλωσορίζει” και “Ο Ντουρρούτι σας
αποχαιρετά”.
Άντρες της πολιτοφυλακής φρουρούσαν το φέρετρο με το όπλο παραπόδα.
Εκείνοι που το είχαν φέρει από τη Μαδρίτη, τον κουβάλησαν μέχρι μέσα
στην αίθουσα. Κανείς δε σκέφτηκε να τους ανοίξει τις μεγάλες μπροστινές
πόρτες, κι έτσι αναγκάστηκαν να στριμωχτούν περνώντας μέσα από μια μικρή
πλαϊνή πόρτα. Για να ανοίξουν δρόμο, μέσα από το πλήθος που είχε
κατακλύσει το χώρο μπροστά στο κτίριο, κατέβαλαν πολύ κόπο. Από τις
στοές της εισόδου που είχαν μείνει αστόλιστες, κοίταζαν διάφοροι
περίεργοι.
Υπήρχε μια ατμόσφαιρα προσμονής, όπως σ’ ένα θέατρο. Μερικοί κάπνιζαν.
Πολλοί είχαν βγάλει τα καπέλα τους, ενώ άλλοι ούτε το είχαν σκεφτεί καν.
Γινόταν θόρυβος. Πολιτοφύλακες που γύριζαν από τι μέτωπο, καλωσορίζονταν
από φίλους τους. Οι σκοποί προσπαθούσαν να απωθήσουν τους
συγκεντρωμένους. Κι αυτό γινόταν όχι χωρίς θόρυβο. Ο άνθρωπος που ήταν
υπεύθυνος για την τελετή έδινε τις οδηγίες τους. Κάποιος σκόνταψε και
έπεσε πάνω σ΄ένα στεφάνι. Ένας απ΄αυτούς που είχαν κουβαλήσει το
φέρετρο, άναβε προσεκτικά την πίπα του την ώρα που σηκωνόταν το καπάκι.
Το πρόσωπο του Ντουρρούτι βρισκόταν κάτω από ένα γυάλινο σκέπασμα πάνω
σε άσπρο μεταξωτό, τυλιγμένο σε ένα άσπρο σάλι, που του έδινε την
εμφάνιση Άραβα.”