Ο Paul Signac (Πολ Σινιάκ), όπως και οι ομότεχνοί του Camille Pissarro και Maximilien Luce, ήταν ταυτόχρονα ένας εξαιρετικός καλλιτέχνης και αναρχικός. Ήταν θεωρητικός των νέων τεχνικών ζωγραφικής, λάτρης της θάλασσας και της ιστιοπλοΐας, αλλά και αυτός που «ανακάλυψε» το St Tropez. Γεννημένος σε αστική οικογένεια, στις 11 Νοεμβρίου 1863 στο Παρίσι, δεν αντιμετώπισε ποτέ οικονομικά προβλήματα και μπορούσε να ζωγραφίζει σε καλές συνθήκες. Αφού είδε μια έκθεση ζωγραφικής του Monet το 1880, αποφάσισε να ολοκληρώσει τις σπουδές του και να γίνει ιμπρεσιονιστής ζωγράφος. Οι πρώτοι του πίνακες απεικόνιζαν τις αποβάθρες του Σηκουάνα στο Asnieres και την παραλία.
Το 1884, στο Σαλόνι Ανεξάρτητων Καλλιτεχνών (Salon of Independent Artists), γνώρισε τον Georges Seurat και υιοθέτησε τις νέες τεχνικές ζωγραφικής του. Ο νεοϊμπρεσιονισμός γεννήθηκε. Τα χρώματα που χρησιμοποιούσε ήταν καθαρά, εφαρμοσμένα με μικρές πινελιές για να δώσουν τη μέγιστη φωτεινότητα και αρμονία. Ο Signac χρησιμοποίησε επιστημονικές θεωρίες για το χρώμα στο έργο του. Πίστευε ότι η επίδραση που θα μπορούσε να έχει η επιστήμη στην τέχνη ήταν επαναστατική. Όπως και ο Luce, ο Signac ήθελε να βάλει τη ζωή των εργατών και των αγροτών στους πίνακές του. Έτσι, ένας από τους πίνακές του περιλαμβάνει γκαζάμετρα στα σύνορα πόλης και υπαίθρου. Ζωγράφισε επίσης εσωτερικούς χώρους αστικών σπιτιών όπου οι άνθρωποι που απεικονίζονται έχουν έναν δυσοίωνο αέρα.
Το 1887 ζωγράφισε πίνακες του λιμανιού της Collioure και τον επόμενο χρόνο εκείνο του Portrieux. Λάτρης της θάλασσας, επισκέφθηκε τις μεσογειακές ακτές το 1892 και ανακάλυψε το St Tropez. Όπως η Έμμα Γκόλντμαν και ο Αλεξάντερ Μπέρκμαν, οι εξόριστοι Εβραίοι Αμερικανοί αναρχικοί που έζησαν εδώ τη δεκαετία του 1920, βρήκε το St Tropez γοητευτικό και καθόλου το άντρο των πλουσίων που είναι σήμερα.
Ατομικότητα
Το 1888, ο Signac ανακάλυψε τις αναρχικές ιδέες διαβάζοντας τους Elisee Reclus, Kropotkin και Jean Grave, οι οποίοι ανέπτυξαν τις ιδέες του αναρχικού κομμουνισμού. Με τους φίλους του Angrand Cross, Luce και Pissaro συνεισέφερε στην εφημερίδα του Jean Grave «Les Temps Nouveaux» (Νέοι Καιροί). Η οικονομική του υποστήριξη ήταν σημαντική – έστελνε τακτικά επιταγές και έκανε δώρο τα έργα του για πέντε λαχειοφόρους αγορές μεταξύ 1895 και 1912.
Όμως η τέχνη του αγωνιστή δεν τον προσέλκυσε και, σε αντίθεση με τον Luce, παρείχε μόνο πέντε σχέδια και δύο λιθογραφίες στην εφημερίδα. Πίστευε ότι το θέμα δεν είχε μεγάλη σημασία στην τέχνη. Γι’ αυτόν, αυτό που ήταν επαναστατικό ήταν η αναζήτηση της αρμονίας, η οποία, όπως πίστευε, συνέβαλε στον αγώνα ενάντια στις συμβάσεις της άρχουσας τάξης. Ένιωθε ότι πολλοί μεγάλοι καλλιτέχνες είχαν κακοποιηθεί στο παρελθόν και έβλεπε την ιστορία της τέχνης με πολιτικό τρόπο. Υποστήριξε την ανάγκη για κοινωνική επανάσταση παράλληλα με την ανάγκη για καλλιτεχνική ελευθερία. Θεωρούσε τον αναρχισμό ως την καλύτερη εγγύηση για την τελευταία. Πίστευε ότι ήταν στο χέρι του κάθε καλλιτέχνη το πώς θα υπηρετούσε καλύτερα το κίνημα.
«Ο αναρχικός ζωγράφος δεν είναι αυτός που θα δημιουργήσει αναρχικούς πίνακες, αλλά αυτός που, χωρίς να επιθυμεί ανταμοιβή, θα αγωνιστεί με όλη του την ατομικότητα ενάντια στις επίσημες αστικές συμβάσεις μέσω μιας προσωπικής συνεισφοράς», είπε.
Παρ’ όλα αυτά, είναι ενδιαφέρον να μελετήσουμε δύο αναρχικούς πίνακες που αποτελούν αντανάκλαση των ιδεών του. Στον πίνακα «Οι εργάτες κατεδάφισης», δύο εργάτες κατεδαφίζουν κτίρια που αντιπροσωπεύουν την κοινωνία, ενώ στον ορίζοντα ανατέλλει ο ήλιος της αναρχίας. Στον «Χρόνο της Αρμονίας», έναν τεράστιο πίνακα που προοριζόταν αρχικά για το Σπίτι του Λαού στις Βρυξέλλες, απεικονίζεται μια ειδυλλιακή εκδοχή της μελλοντικής κοινωνίας. Ο πίνακας φιλοτεχνήθηκε το 1894, τη χρονιά κατά την οποία οι μεμονωμένες επιθέσεις των αναρχικών σε μέλη της τάξης των αφεντικών βρίσκονταν στο απόγειό τους. Σε αυτό το έργο, οι δραστηριότητες εργασίας και αναψυχής είναι ειρηνικές και σε πλήρη αρμονία, αν και ο Signac μπορεί να επικριθεί για τους τυποποιημένους ρόλους των δύο φύλων.
Το έργο του Signac θα επηρεάσει τη νέα τέχνη, τους Φωβικούς (Fauves) και τους Εξπρεσιονιστές. Το 1904 ο Matisse πήγε να ζωγραφίσει μαζί του στο St Tropez.
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν βαθιά τραυματική εμπειρία γι’ αυτόν. Είχε αηδιάσει με τον τρόπο που ο Κροπότκιν, ο Grave και άλλοι αναρχικοί (μειοψηφία στο κίνημα) είχαν γίνει υποστηρικτές του πολέμου. Αυτοί ήταν άνθρωποι που είχε θαυμάσει πολύ. Αποθαρρύνθηκε και δεν μπορούσε να ζωγραφίσει για τρία χρόνια. Συμμετείχε σε δραστηριότητες για την ειρήνη μαζί με τους συγγραφείς Barbusse και Romain Rolland, καθώς θεωρούσε τον εαυτό του διεθνιστή. Το 1917, η Ρωσική Επανάσταση τον γέμισε ελπίδα.
Μετά τον πόλεμο άρχισε να ζωγραφίζει εκ νέου, με τοπία της Βρετάνης, της Νορμανδίας, των ακτών του Ατλαντικού και της Κορσικής. Έγινε πρόεδρος του Σαλονιού Ανεξάρτητων Καλλιτεχνών, το οποίο επέτρεπε σε νέους καλλιτέχνες να εκθέτουν. Ένα χρόνο πριν από το θάνατό του κινητοποιήθηκε μαζί με άλλους καλλιτέχνες και συγγραφείς όπως ο Gide στην Επιτροπή Επαγρύπνησης των Αντιφασιστών Διανοουμένων. Οι τελευταίοι πίνακές του απεικόνιζαν μεγάλα ιστιοφόρα πλοία, μάρτυρες, όπως ο Signac, ενός κόσμου που εξαφανιζόταν γρήγορα.
Πέθανε στις 15 Αυγούστου 1935 στο Παρίσι.
Nick Heath
*Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 54 του περιοδικού «Organise!» της Anarchist Federation.
Επίσης και εδώ: https://libcom.org/article/signac-paul-1863-1935 Μετάφραση: Ούτε Θεός Ούτε Αφέντης.
Στις φωτογραφίες οι πίνακες «Les Démolisseurs» (Οι εργάτες κατεδάφισης) και «The Time of Harmony» (Χρόνος της Αρμονίας).