Αναλυτική απάντηση στις θέσεις του κειμένου “Διεθνής Σοσιαλισμός”
Lucien van der Walt
To παρακάτω κείμενο παρουσιάζεται χωρίς τις υποσημειώσεις για την ευκολία ανάγνωσης, μιας και το κείμενο είναι αρκετά εκτενές. Οι υποσημειώσεις θα παρουσιαστούν σε μελλοντική έντυπη έκδοση του κειμένου. Στo συγκεκριμένο κείμενο ο Lucien var der Walt εξετάζει περαιτέρω τα ζητήματα που είχε αρχικά αναλύσει στο κείμενο του “Αντιεξουσία, Συμμετοχική Δημοκρατία, Επαναστατική άμυνα: Συζητώντας περί μαύρης φλόγας, επαναστατικού αναρχισμού και ιστορικού μαρξισμού”, το οποίο είχε εκδοθεί στο περιοδικό International Socialism: A quarterly journal of socialist theory, No. 130, pp. 193-207 και μπορεί να βρεθεί στα αγγλικά στο http://www.isj.org.uk/index.php4?id=729&issue=130 Η αρχική αγγλική έκδοση αυτού του κειμένου μπορεί να βρεθεί στο https://lucienvanderwalt.com/2011/07/04/journal-anarchism-black-flame-marxism-and-the-ist-debating-power-revolution-and-bolshevism/
Μετάφραση: kostav
H σημαντική αύξηση της παρουσίας των αναρχικών και των συνδικαλιστών στα σωματεία, στο ευρύτερο αντικαπιταλιστικό περιβάλλον και στις βιομηχανικά αναπτυσσόμενες χώρες, έχει τραβήξει την προσοχή του μαρξιστικού τύπου. Το περιοδικό International Socialism έχει δημοσιεύσει αρκετά ενδιαφέροντα άρθρα πάνω στο θέμα, όπως το “Μαρξισμός και Αναρχισμός” (τεύχος 125) του Paul Blackledge, το “Μια άλλη πλευρά του αναρχισμού” (τεύχος 127) του Ian Birchall, καθώς και την κριτική του Leo Zeilig πάνω στο βιβλίο που γράφτηκε από τον Michael Schmidt και εμένα, “Μαύρη Φλόγα: οι επαναστατικές ταξικές πολιτικές του αναρχισμού και του συνδικαλισμού” (επίσης στο τεύχος 127). Στην μαύρη φλόγα εκτός από το πλούσιο ιστορικό υλικό και τον ιστοριογραφικό διάλογο, παρέχουμε πιθανόν και την πιο συστηματική επισκόπηση έως σήμερα του εσωτερικού διαλόγου σχετικά με την αναρχική και συνδικαλιστική παράδοση, καθώς και τις διάφορες θέσεις και απόψεις σε ένα μεγάλο φάσμα ερωτήσεων, συμπεριλαμβανομένου του συνδικαλισμού, του αντιϊμπεριαλισμού και της εθνικής απελευθέρωσης, του φύλου και της φυλής, του μπολσεβικισμού και της σοβιετικής ένωσης, της μετεπαναστατικής οικονομίας και της κοινωνικής ανοικοδόμησης, και τον ρόλο των αναρχικών πολιτικών οργανώσεων.
Το κείμενο του Paul σχετικά με τις διαφωνίες και ενστάσεις των μαρξιστών σχετικά με τον αναρχισμό διέπεται από ένα συντροφικό ύφος. Παρατηρεί επίσης σωστά, πως πολύ συχνά οι παραδόσεις μας συμμετέχουν σε ένα “διαστρεβλωτικό αντιδιάλογο” αντί ενός εποικοδομητικού διαλόγου. Ο Ιan τονίζει πως στην πράξη οι “διαχωριστικές γραμμές μεταξύ του αναρχισμού και του μαρξισμού είναι συχνά θολές”. Ο Leo επευφημεί την μαύρη φλόγα ως “μια συναρπαστική περιγραφή της συχνά ασαφούς ιστορίας των αναρχικών, των οργανώσεών τους και της ιστορίας”. Υπό αυτό το πλαίσιο θεωρώ τα σχόλια του Paul και του Ian πραγματικά ανοικτά.
Αυτή η καλή πρόθεση από μέρους τους είναι αξιέπαινη και θα προσπαθήσω στην απάντησή μου να κρατήσω ένα αντίστοιχο ύφος. Έχουν προκύψει πολλές παρανοήσεις μεταξύ των δυο παραδόσεων, αλλά υπάρχουν και πραγματικές διαφορές στις οπτικές γωνίες μας και στην ανάλυσή μας, η εμπλεκόμενη ιστορία μας έχει τόσο τις καλές και τις κακές πλευρές της. Έτσι απαιτείται ένας συντροφικός αλλά και ειλικρινής διάλογος πάνω στις αρχές και τις στρατηγικές, που απαιτούνται για να εισέρθει ο σύγχρονος κόσμος σε μια ριζοσπαστική δημοκρατική, μετακαπιταλιστική εποχή. Επίσης, απαιτείται και ένας διάλογος πάνω στις ιστορικές εμπειρίες, δεδομένου ότι αυτές αποτελούν βασικό σημείο αναφοράς για τον τωρινό αγώνα. Επιπλέον συμφωνώ με τον Leo πως πρέπει να μιλάμε με ακρίβεια, δεδομένου ότι ούτε ο αναρχισμός ούτε ο μαρξισμός είναι ομοιογενείς, κάθε παράδοση αμφισβητείται και ορισμένες επικρίσεις που ισχύουν για μια τάση, προφανώς δεν ισχύουν αναγκαστικά και στις υπόλοιπες.
Μαρξισμός και αναρχισμός/συνδικαλισμός: Συγκλίσεις και θολά σημεία
Νομίζω πως εξαρχής μπορούμε να συμφωνήσουμε σε κάποια βασικά σημεία. Υποθέτω ότι οι σύντροφοι έλκονται και υποστηρίζουν τους Καρλ Μαρξ, Β.I. Λένιν και Λέον Τρότσκι ακριβώς επειδή αναγνωρίζουν αυτά τα άτομα ως πρωτεργάτες του σοσιαλισμού από τα κάτω. Ο Paul γράφει ότι η “ουσία” του έργου τους είναι η “εργατική ταξική αυτοχειραφέτηση”. Ο Leo αναφέρει πως είναι ιδιαίτερα σημαντικό η εργατική τάξη να αναλάβει την “δημοκρατική υπεράσπιση της εργατικής ταξικής εξουσίας” μέσω “των οργάνων της, δηλαδή της αυτοοργάνωσης, αποτελούμενη από τα συμβούλια, συνδικάτα, κομμούνες κλπ”. Η Διεθνή Σοσιαλιστική Παράδοση (International Socialist Tradition, -για συντομία στο υπόλοιπο του κειμένου IST-) είναι ένα από τα λίγα μαρξιστικά ρεύματα που τονίζουν την δέσμευση τους στον “σοσιαλισμό από τα κάτω”.
Δεν διαφωνούμε καθόλου στην ανάγκη για “εργατική ταξική αυτοχειραφέτηση”, “αυτοοργάνωση” και “δημοκρατική υπεράσπιση της εργατικής ταξικής εξουσίας”. Για τον Μπακούνιν και τον Κροπότκιν, η κοινωνική επανάσταση επιτυγχάνεται μόνο μέσω ενός κινήματος για αυτοχειραφέτηση “από τις μοναδικές δυο τάξεις που είναι ικανές για μια τέτοια δυναμική εξέγερση, τους εργάτες και τους αγρότες” – τον λαό. Η “νέα κοινωνία” θα μπορέσει να επιτευχθεί “μέσα από την κοινωνική (και ως εκ τούτου αντιπολιτική) οργάνωση και την εξουσία των εργατικών μαζών στις πόλεις και τα χωριά”, ”από κάτω προς τα πάνω” και ”στο όνομα του επαναστατικού σοσιαλισμού” . Μέσω “ενός εξαπλωμένου λαϊκού κινήματος” σε “κάθε χωριό και πόλη”, οι μάζες “θα αναλάμβαναν οι ίδιες την ανοικοδόμηση της κοινωνίας”, μέσω ενώσεων που θα λειτουργούν με αμεσοδημοκρατικές και αντιϊεραρχικές αρχές. Αυτό θα ήταν ένα κίνημα της αντεξουσίας και της αντικουλτούρας, εκτός και ενάντια της άρχουσας τάξης, του κράτους και του κεφαλαίου, το οποίο στοχεύει στην “επαναστατική εξουσία κατευθυνόμενη ενάντια σε όλες τις εγκαθιδρυμένες αρχές της αστικής τάξης” και ενάντια σε όλες τις μορφές κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας. (Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Λένιν είπε ότι “η αρχή, ‘μόνο από τα κάτω’ είναι μια αναρχική αρχή”, και θα ήθελα να προσθέσω, πως την ονόμασε “εντελώς αντιδραστική”).
Παρουσία: Η ιστορική επίδραση του αναρχισμού και του συνδικαλισμού
Όπως σημείωσε ο Leo, αυτή η ιστορία έχει υπάρξει “συχνά ασαφής”, όμως τι ήταν αυτό που υπήρξε ασαφές; Ένα τεράστιο μέρος της ταξικής πάλης και της αριστερής σκέψης, και της λαϊκής ιστορίας, κυρίως στον αποικιακό και μετα- αποικιακό κόσμο. Συχνά η ιστορία λησμονεί με μεγάλη ευκολία πως στην δεκαετία 1950 ο αναρχισμός και ο συνδικαλισμός αποτελούσαν μαζικά λαϊκά ταξικά κινήματα, τα οποία παρουσιάζονται συνήθως ως σχεδόν περιθωριακές δυνάμεις στα μαρξιστικά γραπτά. Σήμερα, οι αναρχικοί είναι και πάλι στο επίκεντρο του “πιο αποφασιστικού και μαχητικού κινήματος” για την καταπολέμηση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, αποτελώντας το κύριο πόλο έλξης για πολλούς ακτιβιστές, όπως στις πρόσφατες εξεγέρσεις του 2008 στην Ελλάδα. Υπάρχει μια διάχυτη εξάπλωση σε παγκόσμιο επίπεδο των αναρχικών αξιών, της από τα κάτω προς τα πάνω οργάνωσης, της άμεσης δράσης και της άρνησης συμμετοχής στο επίσημο πολιτικό σύστημα. Ο Benedict Anderson μας υπενθυμίζει πως η ευρύτερη αναρχική παράδοση ήταν για πολύ καιρό το “κυρίαρχο στοιχείο στην αυτοσυνείδητη διεθνιστική ριζοσπαστική αριστερά”, “το κύριο όχημα της παγκόσμιας αντίθεσης στον βιομηχανικό καπιταλισμό, την απολυταρχία, τον λατιφουντισμό και τον ιμπεριαλισμό”. Ο Eric Hobsbawm παραδέχεται ότι πριν από το 1917, “το επαναστατικό κίνημα” ήταν κυρίως “αναρχοσυνδικαλιστικό” .”Μεταξύ του θανάτου του Μαρξ και της αιφνίδιας ανόδου του Λένιν στην εξουσία το 1917, ο ορθόδοξος μαρξισμός αποτελούσε την μειοψηφία της αριστερής αντιπολίτευσης στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό, η οποία ήταν επιτυχής κυρίως στις πιο προηγμένες βιομηχανικές και προτεσταντικές χώρες της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης, και γενικά ήταν ειρηνικό/πασιφιστικό ως προς τις πολιτικές του θέσεις”.
Η άποψη πως ο αναρχισμός “έγινε ένα μαζικό κίνημα στην Ισπανία, σε βαθμό που ποτέ δεν έγινε κάπου αλλού” – δηλαδή, της ισπανικής εξαίρεσης-είναι ευρέως διαδεδομένη, είναι όμως λάθος. Μαζικά αναρχικά κινήματα στην ευρεία αναρχική παράδοση αναπτύχθηκαν σε πολλές χώρες, και το κίνημα της Ισπανίας δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση το μεγαλύτερο. Η Λατινική Αμερική και η Ασία, παρέχουν πολλά παραδείγματα ισχυρών και με επιρροή αναρχικών και συνδικαλιστικών κινημάτων, μερικά από τα οποία συναγωνίστηκαν σε σημασία αυτό της Ισπανίας και ο αναρχισμός και ο συνδικαλισμός κυριαρχούσαν για πολλά χρόνια στον αποικιακό και μεταποικιακό κόσμο: στην Ασία, την Αφρική, την Καραϊβική και την Ανατολική Ευρώπη και την Ιρλανδία.
Εάν χρησιμοποιήσουμε την επιρροή στο εργατικό κίνημα ως ένα ατελές, αλλά χρήσιμο μέτρο σύγκρισης, τότε ο τεράστιος ρόλος που διαδραμάτισε ο αναρχισμός και ο συνδικαλισμός γίνεται σαφής. Οι ισπανικές συνδικαλιστικές ενώσεις του 20ου αιώνα, που αντιπροσωπεύουν περίπου το μισό της οργανωμένης ισπανικής εργατικής τάξης (εξετάζεται σε σχέση με το μέγεθος της εργατικής τάξης και του οργανωμένου εργατικού κινήματος) στην πραγματικότητα είναι μάλλον μικρότερες από τα κινήματα στην Αργεντινή, τη Βραζιλία, τη Χιλή, την Κούβα, τη Γαλλία, Μεξικό, το Περού, την Πορτογαλία και την Ουρουγουάη, όπου η ευρύτερη αναρχική παράδοση κυριάρχησε σχεδόν στο σύνολο του εργατικού κινήματος. Το παραπάνω βέβαια σε καμία περίπτωση δεν παρατίθεται για να αμφισβητήσει τη σημασία της ισπανικής εμπειρίας, αλλά για να την τοποθετήσει στη σωστή της διάσταση.
Υπάρχει μια επαναστατική συνέχεια από τότε μέχρι σήμερα, ακόμη και κατά την διάρκεια της μαύρης περιόδου για τον αναρχισμό, από τη δεκαετία του 1950 έως τη δεκαετία του 1970, και της σημερινής ανάκαμψής του. Έτσι, το κίνημα διατήρησε μια σημαντική συνδικαλιστική παρουσία από το 1940 μέχρι σήμερα, ειδικά στη Νότια Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική. Οι αναρχικοί έχουν επίσης και ένα σημαντικό ιστορικό συμμετοχής σε ένοπλους αγώνες αυτά τα χρόνια, στην Αργεντινή, την Κίνα, την Κούβα, το Ιράν, την Ισπανία, την Ουρουγουάη και αλλού [24]. Οι αναρχικοί και συνδικαλιστές συμμετείχαν και στις υπόγειες/παράνομες δράσεις στην Ρωσία της δεκαετίας του 1950, συμπεριλαμβανομένων των εξεγέρσεων του 1953 στα γκούλαγκ της Karaganda, Norilsk και Vorkuta. Ο ρώσικος αναρχισμός στη συνέχεια αναβίωσε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, με σημαντική συνδικαλιστική παρουσία, η οποία ιδρύθηκε στο Baikal και τη Σιβηρία από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Μια επαναστατική και αναρχοσυνδικαλιστική σύνοδος διοργανώθηκε στο Παρίσι, στη Γαλλία, το 2007, που συγκέντρωσε 250 αντιπροσώπους από όλο τον κόσμο, με τους Αφρικανούς να αποτελούν την μεγαλύτερη ενιαία ομάδα σε επίπεδο ηπείρου. Το θέμα είναι απλό: ως ένα μαζικό κίνημα με μια σοβαρή και περιεκτική θεωρία, ο αναρχισμός και ο συνδικαλισμός αξίζουν κάτι περισσότερο από τη βαθιά άγνοια, με την οποία αντιμετωπίζονται από όλους τους μαρξιστές σε αυτό το θέμα.
Θεωρώ πως είναι κρίμα, λοιπόν, το γεγονός πως η ανάλυση του Leo στην Μαύρη Φλόγα επικεντρώνεται σε αυτά που αναφέρονται στο βιβλίο για τον μαρξισμό, τα οποία αποτελούν μόνο ένα μάλλον μικρό μέρος των θεμάτων που θίγονται στο βιβλίο. Ο ίδιος θεωρεί πως το βιβλίο είναι άδικο προς τον μαρξισμό, αν μη τι άλλο, λόγω της “κραυγαλέας απουσίας” της ανάλυσης της “τροτσκιστικής” θεωρίας του σοβιετικού κρατικού-καπιταλισμού. Ο σκοπός της Μαύρης Φλόγας (και γενικότερα του έργου “Αντιεξουσία”) δεν είναι, ωστόσο, να δοθεί μια λεπτομερής εξέταση του τροτσκισμού ή άλλων μαρξιστικών τάσεων, αλλά η ανάκτηση της ιστορίας και της πολιτικής του αναρχισμού και του συνδικαλισμού. Η εξέταση αυτής της ιστορίας πρέπει, προφανώς, να αναφέρει, πως αναρχικοί όπως ο Μπακούνιν, ο Κροπότκιν και ο Μαξίμοφ ανέπτυξαν τις θεωρίες σχετικά με τον κρατικό καπιταλισμό δεκαετίες πριν την ύπαρξη του τροτσκισμού.
Σχετικά με τις πηγές: Αποφεύγοντας τις παρανοήσεις
Η ιστορία της ευρύτερης αναρχικής παράδοσης και του ευρύτερου διαλόγου του είναι περίπλοκη, και δεν μπορεί να εκτιμηθεί σωστά χωρίς σοβαρή μελέτη της βιβλιογραφίας. Αποτελεί λυπηρό γεγονός, ότι το μεγαλύτερο μέρος του μαρξιστικού τύπου αγνοεί παντελώς αυτήν την ιστορία και ως εκ τούτου ο διάλογος της τείνει να είναι επιφανειακός. Πολλές μαρξιστικές αναλύσεις του αναρχισμού είναι αυτοαναφορικές, επικαλούμενες ακόμη άλλες μαρξιστικές και προ-μαρξιστικές αναφορές. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτές οι αναφορές είναι αποδεδειγμένα αναξιόπιστες, βασισμένες σε πλασματικές κρίσεις και γενικεύσεις. Αυτή η προσέγγιση σημαίνει ότι οι συζητήσεις και οι αναλύσεις του αναρχισμού και του συνδικαλισμού από τους μαρξιστές είναι συχνά αυτοαναφορικές, ανέκδοτες, περιορισμένες και οδηγούν σε μια σειρά από παρεξηγήσεις.
Βέβαια, δεν υποστηρίζω πως αυτό οφείλεται αποκλειστικά στους μαρξιστές ή πως είναι κάτι που συμβαίνει καθολικά. Είναι ένας τρόπος γραφής που, δυστυχώς υιοθετείται και από μερικούς αναρχικούς και συνδικαλιστές, όπως ο Paul σημειώνει με αναφορά σε ορισμένα πρόσφατα αναρχικά βιβλία. Συμφωνώ με τον Paul και τον Leo πως οι αναρχικοί έχουν συχνά εν μέρει παρουσιάσει με μια (αρνητική) υπερβολή τους μαρξιστές, όμως και το ακριβώς ανάποδο ισχύει επίσης, και δεν αποτελεί κάτι το καινούργιο. Ο ίδιος ο Λένιν ανέφερε ότι πολλοί μαρξιστές είχαν μια εντελώς εσφαλμένη κατανόηση του αναρχισμού, αλλά ο ίδιος επανειλημμένα διαστρέβλωσε τον αναρχισμό ακόμα και στο ίδιο κείμενο. Προφανώς, η κατάσταση αυτή διαιωνίζει το πρόβλημα του “διαστρεβλωτικού αντιδιαλόγου” μεταξύ των μαρξιστών και των αναρχικών, και από τις δύο πλευρές.
O Ian διαχωρίζει αξιέπαινα τον εαυτό του από τον Hal Draper και την παράξενη κατηγορία του ότι ο αναρχισμός ήταν μια μορφή “σοσιαλισμού από τα πάνω”, δηλώνοντας ότι ο Draper ήταν ίσως πάρα πολύ “σεχταριστής”. Αλλά αυτή ακριβώς η “σεχταριστική” προσέγγιση είναι που δημιουργεί πολύ συχνά το πρόβλημα, τα επιχειρήματα του Draper βασίζονται στη συστηματική διαστρέβλωση των απόψεων του Μπακούνιν και άλλων αναρχικών, ώστε να μπορέσει να παρομοιάσει τον Προυντόν με τον Χίτλερ και τον Μπακούνιν με τον Στάλιν. Η μέθοδός του είναι ελάχιστα διαφορετική από την σπίλωση του Τρότσκι από τον Στάλιν ως “φασιστικό παράγοντα” και είναι εξίσου ακριβής και ειλικρινής. Μια πλήρης κριτική της μεθόδου του Draper, πάνω στους ισχυρισμούς και τα συμπεράσματα του, ξεπερνάει τους σκοπούς αυτού του κειμένου, θέλω απλώς να παρακαλέσω τους μαρξιστές συντρόφους του να διαβάζουν τους ισχυρισμούς του, καθώς και άλλους παρόμοιους με αυτόν, για τον αναρχισμό με ιδιαίτερη προσοχή. Οποιοσδήποτε χρησιμοποιήσει τον Draper ως οδηγό για την κατανόηση του αναρχισμού θα βρει σύντομα τους ισχυρισμούς του Draper να είναι εντελώς αντίθετους με σχεδόν οποιοδήποτε πρωτότυπο κείμενο των αναρχικών, για να μην αναφερθούμε στους στόχους και τις δράσεις σχεδόν όλων των αναρχικών ή συνδικαλιστικών κινημάτων.
Ο Ιan χρησιμοποιήσει ως πηγή των Serge αναφερόμενος στον μικρό αριθμό των αποκαλούμενων “σοβιετικών αναρχικών” που υποστήριξαν τους μπολσεβίκους κατά την διάρκεια του εμφυλίου, προσχωρώντας στο κόμμα και αναλαμβάνοντας ανώτερες κρατικές θέσεις. Μερικοί, συμπεριλαμβανόμενου και του Serge, έγιναν ξεκάθαροι απολογητές της κομματικής δικτατορίας. Ωστόσο, αν και ο Serge υπήρξε ταλαντούχος συγγραφέας, δεν ήταν καθόλου καλός ιστορικός και οι αναφορές του σχετικά με τον αναρχισμό και τον συνδικαλισμό είναι συχνά αναξιόπιστες. Σύμφωνα με τον Ian, ο Serge είπε ότι “οι σύντροφοι της αναρχοσυνδικαλιστικής ομάδας Golos Truda (της Μόσχα και της Αγ. Πετρούπολης) έχουν πρακτικά συμμαχήσει” με τους Μπολσεβίκους, “σε τέτοιο βαθμό ώστε να εγκρίνουν την στρατιωτικοποίηση της εργασίας”. Το παραπάνω είναι ενδεικτικό των ανακριβειών του Serge. Πρώτον, οι περισσότεροι εκ των “σοβιετικών αναρχικών” συνήθως συλλαμβάνονταν, δεύτερον, ενώ η ομάδα Golos Truda (“Φωνή της Εργασίας”), που αποτελούσε μια μικρή τάση, υποστήριξε την Οκτωβριανή Επανάσταση, δεν ήταν σε καμία περίπτωση μια “σοβιετική αναρχική” ομάδα. Επιζητούσε την ύπαρξη ελεύθερων, δηλαδή δημοκρατικών, πολυτασικών σοβιέτ ως μέσα για την αυτοδιαχείριση και την άμεση δημοκρατία, άσκησε κριτική στην σχηματιζόμενη μονοκομματική δικτατορία των μπολσεβίκων, στον “κρατικό καπιταλισμό” τους, και στην επίθεση τους στους αγρότες. Τα παραπάνω συμμεριζόντουσαν στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο κομμάτι των ρώσων αναρχικών και συνδικαλιστικών. Έχοντας επίγνωση του Εμφυλίου Πολέμου, η ομάδα περιορίστηκε στην ιδεολογική πάλη, συγκεκριμένα, στις εργοστασιακές επιτροπές και στα συμβούλια. Και, σε αντίθεση με τα λεγόμενα του Serge περί “συμμαχίας” με τους μπολσεβίκους, αυτοί (οι μπολσεβίκοι) απάντησαν με την εναντίωση τους, στη συνέχεια με την απαγόρευση της εφημερίδας τους στις αρχές του 1918, και με μαζικές συλλήψεις της Συνομοσπονδίας της ρώσων αναρχοσυνδικαλιστών (KRAS), η οποία βοήθησε στην ίδρυσή της. Ο Μαξίμοφ, ο πρωτεργάτης αυτής της ομάδας, φυλακίστηκε 6 φορές, και γλίτωσε τη θανατική ποινή μετά από απεργίες των εργατών σε ένδειξη αλληλεγγύης και τελικώς απελάθηκε.
Εν ολίγοις, θα παραμείνουμε εγκλωβισμένοι σε έναν “διαστρεβλωτικό αντι- διάλογο”, αν βασιζόμαστε στις διαστρεβλώσεις. Τα στοιχεία του ίδιου του αναρχικού κινήματος -ιδιαίτερα της κύριας τάσης του, παρά των περιθωριακών του στοιχείων ή εκείνων που χρησιμοποιούν το σήμα των αναρχικών, χωρίς να συνδέονται με τον αναρχισμό – αξίζουν, λοιπόν, μια πιο εμπεριστατωμένη και ανοιχτόμυαλη συμπερίληψη και αναφορά στις μαρξιστικές συζητήσεις και αναλύσεις.
Μερικές παρανοήσεις: Ο αναρχισμός και η ένοπλη υπεράσπιση της επανάστασης
O Paul χρησιμοποιεί τρία επιχειρήματα εναντίον του αναρχισμού. Αρχικά, θεωρεί πως ο αναρχισμός είναι από την βάση του προβληματικός εξ αιτίας της “αντιπολιτικής” του προσέγγισης, λόγω της οποίας υποτίθεται ότι αδυνατεί να κατανοήσει την ανάγκη για μια “συγκεντρωτική στρατιωτική δύναμη” για την υπεράσπιση της επανάστασης.
Δεύτερον, ισχυρίζεται πως ο αναρχισμός παραβλέπει την ανάγκη ύπαρξης μιας ειδικής πολιτικής οργάνωσης, η οποία μπορεί να παρέμβει στους ταξικούς αγώνες. Ο Paul συνδέει αυτές τις δύο κατηγορίες με τον ισχυρισμό ότι ο αναρχισμός αδυνατεί να προσφέρει “τη δυνατότητα για πραγματική δημοκρατία” (προφανώς σε αντίθεση με το μαρξισμό) και για αυτό είναι (σύμφωνα με τον ίδιο) αδύνατον (για τον αναρχισμό) να κατανοήσει πως δεν υπάρχει κάποια αντίφαση μεταξύ της συντονισμένης δράσης και χειραφέτησης της εργατικής τάξης.
Τρίτον, ο Paul θεωρεί πως οι αναρχικοί έχουν “μια τεράστια παρανόηση προς τον Μαρξισμό”, αγνοώντας “την σημασία του ως θεωρία της εργατικής αυτοχειραφέτησης”. Αυτή είναι μια άποψη την οποία συμμερίζεται απόλυτα και ο Leo, ισχυριζόμενος πως η Μαύρη Φλόγα είναι γεμάτη με “κλισέ”, τα οποία “θα έβρισκαν διαφωνία ακόμα και από τους δεξιούς επικριτές” του μαρξισμού. Αντί να συνεπάγεται αναγκαστικά μια κομματική-δικτατορία και κρατισμό, επιμένει, πως για τους μαρξιστές: η δικτατορία του προλεταριάτου είναι ένας όρος για την δημοκρατική υπεράσπιση της εργατικής εξουσίας. Θεωρείται ως μια αναγκαία και προσωρινή μορφή πολιτικού ελέγχου από την εργατική τάξη μέσα από τα όργανα της αυτοοργάνωσης, όπως αυτά των συμβουλίων, των συνδικάτων, των κομμούνων κλπ. “Η συγκεντρωτική στρατιωτική δύναμη” για τον Leo (και υποθέτω και για την IST), φαίνεται να σημαίνει απλώς τη συντονισμένη υπεράσπιση της εξουσίας της εργατικής τάξης (ο Leo προσθέτει ότι οι αναρχικοί παραποιούν το μαρξισμό παρουσιάζοντας τον ως οικονομικά απλουστευτικό και ιστορικά ντετερμινιστικό).
Ας επικεντρωθούμε πρώτα στο ζήτημα της ένοπλης επαναστατικής αυτοάμυνας/υπεράσπισης, δηλαδή για το αν, όπως θεωρεί ο Paul, οι αναρχικοί αγνοούν την ανάγκη ο λαός να “οργανωθεί ιδεολογικά, πολιτικά και στρατιωτικά” για να υπερασπιστεί την επανάσταση. Ο παραπάνω ισχυρισμός δεν θα μπορέσει να βρει την επιβεβαίωση του στα έργα του Μπακούνιν ή του Κροπότκιν, κάτι το οποίο ο Leo στην κριτική του στην Μαύρη Φλόγα στην πραγματικότητα παραδέχεται. Με τη “διάλυση του στρατού, του δικαστικού συστήματος … της αστυνομίας” της σημερινής τάξης πραγμάτων, ο Μπακούνιν υποστήριξε, πως “μόνιμα οδοφράγματα” θα συσταθούν βασισμένα στον συντονισμό από “υπεύθυνους και ανακλητούς αντιπροσώπους”, καθώς και στην “επέκταση της επαναστατικής δράσης” εντός και μεταξύ των “επαναστατημένων χωρών”. Προφανώς αυτό συνεπάγεται και τον εξαναγκασμό σε κάποιον βαθμό των υπερασπιστών της προηγούμενης τάξης πραγμάτων, το οποίο θα γινόταν μέσω των οργάνων του λαού και όχι από κάποιο κόμμα η στρατιωτική ελίτ. Ο εξαναγκασμός απλά σημαίνει τον καταναγκασμό μιας αντίπαλης ομάδας να δράσει με έναν μη οικειοθελή τρόπο, στερώντας της την ελευθερία επιλογής. Δύσκολα μπορεί να περιμένει κανείς ότι οι καπιταλιστές και οι γαιοκτήμονες θα παραχωρήσουν οικειοθελώς τα μέσα παραγωγής, ή πως η κρατική ηγεσία θα παραδώσει τα μέσα εξαναγκασμού. Ούτε μπορεί να αναμένεται πως οι “επαναστατημένες χώρες” πρέπει να ανέχονται τον εξαναγκασμό και τις ορέξεις των αντεπαναστατικών στρατών. Σε αντίθεση με τη χρήση βίας και εξαναγκασμού για την διαιώνιση της ιεραρχικής εξουσίας και της εκμετάλλευσης, θα χρησιμοποιηθεί ο εξαναγκασμός και η βία αν χρειαστεί, για την υπεράσπιση μια επερχόμενης ελευθεριακής, σοσιαλιστικής τάξης πραγμάτων, που είναι ο στόχος της απελευθερωτικής άμεσης δράσης του λαού.
Η ιδέα μιας ειρηνικής επανάστασης, δήλωσε ο Ερρίκο Μαλατέστα (ίσως ο αναρχικός του οποίου η σκέψη άσκησε την μεγαλύτερη επιρροή στους αναρχικούς μετά τον Μπακούνιν και τον Κροπότκιν), αποτελεί μια “ξεκάθαρη ουτοπία”, η επανάσταση θα πραγματοποιηθεί μέσω της “χρήσης βίας” με “νικητή … τον ισχυρότερο”, από “τον οικονομικό αγώνα πρέπει να περάσουμε στον πολιτικό αγώνα, δηλαδή στον αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση”. Αυτή η θέση υποστηρίχθηκε από τους περισσότερους αναρχικούς (αν και όπως θα δείξουμε παρακάτω όχι όλους), από τους επαναστάτες συνδικαλιστές και από τους αναρχοσυνδικαλιστές και ως εκ τούτου ήταν βασικό μέρος των περισσότερων προγραμμάτων, και επίσης ο κινητήριος μοχλός του σχηματισμού των αναρχικών και συνδικαλιστικών πολιτοφυλακών και ταγμάτων σε χώρες όπως η Κίνα, η Κούβα, η Ιρλανδία, η Κορέα, το Μεξικό, την Ισπανία, τη Ρωσία, την Ουκρανία και τις ΗΠΑ. Το κίνημα συνήθως αναφερόταν στην ανατροπή των ένοπλων δυνάμεων του κράτους και τον οπλισμό του λαού και την οργάνωση του σε συντονισμένες ομάδες, σε συνδυασμό με την διεθνοποίηση οποιασδήποτε επαναστατικής έκρηξης. Η ανάγκη για την ένοπλη υπεράσπιση της επανάστασης αναγνωρίστηκε από τους περισσότερους γνωστούς αναρχικούς, όπως οι Μπακούνιν, Κροπότκιν, Μαλατέστα, o Pyotr Arshinov, Alexander Berkman, Camillo Berneri, Buenaventura Durruti, Emma Goldman, Praxedis Guerrero, Li Pei Kan (“Ba Jin”), Liu Sifu (“Shifu”), Ricardo Flores Magón, Nestor Ivanovich Makhno, José Oiticica, Albert Parsons, Domingos Passos, Rudolph Rocker, Shin Ch’aeho, Kim Jao-jin και πολλοί άλλοι.
Ήταν επίσης η επίσημη θέση των μεγάλων αναρχικών οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών όπως η αναρχική πλειοψηφική πτέρυγα της μετα-1872 Πρώτης Διεθνούς, της Ένωσης Εργαζομένων (1922), και της Ανατολικής Αναρχικής Λίγκας (1927). Ήταν διαδεδομένη ανάμεσα στους αναρχικούς και τους συνδικαλιστές που συμμετείχαν σε επαναστατικές απεργίες και εξεγέρσεις, όπως αυτή που έγινε στην Μακεδονία/Θράκη (1903), το Μεξικό (1867, 1878, 1911, 1916), την Ιταλία (1914, 1920), Πορτογαλία (1918), Βραζιλία (1918), Αργεντινή (1919, 1922), την Βουλγαρία (1923) και την Ισπανία (1909, 1917, 1932/3). Η ένοπλη υπεράσπιση της επανάστασης ήταν η ρητή θέση των μαζικών κινημάτων, όπως της Κορεάτικης Ένωσης του Λαού στη Μαντζουρία (Hanjok Chongryong Haphoi) και της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CNT) στην Ισπανία. Αν και απαραίτητη ως μέσο της πρόληψης της βίαιης αντεπανάστασης, η υπεράσπιση της επανάστασης μέσω της βίας γενικά θεωρούταν ως, με τα λόγια του Μπακούνιν, “κάτι πάντα κακό”, το οποίο χρησιμοποιούταν στον ελάχιστον δυνατό βαθμό, έτσι ώστε να μην καταστρέψει την “αγνότητα και την τελειότητα του σκοπού”.
Εδώ αναφερόμαστε λοιπόν για μια από τις βασικές θέσεις του αναρχικού και συνδικαλιστικού κινήματος. Η άρνηση της μαρξιστικής “δικτατορίας του προλεταριάτου” δεν στηριζόταν σε κάποια άρνηση της υπεράσπισης της επανάστασης, αυτά τα δυο ζητήματα δεν πρέπει να συγχέονται, όπως συμβαίνει συχνά στην μαρξιστική βιβλιογραφία. Οι αναρχικοί και οι συνδικαλιστές διατηρούν (όπως θα δούμε παρακάτω) την θέση ότι κάθε υπαρκτή μαρξιστική “δικτατορία του προλεταριάτου” ήταν απλά μια “δικτατορία πάνω στο προλεταριάτο” από μια βάναυση άρχουσα τάξη. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι αναρχικοί και οι συνδικαλιστές απορρίπτουν την επανάσταση ή την ένοπλη υπεράσπιση της επανάστασης – απλά επιμένουν πως αυτά τα καθεστώτα ήταν αντεπαναστατικά.
Βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους: Οι Iσπανοί αναρχικοί εναντίον του Λαϊκού Μετώπου
Ο Paul παρουσιάζει την ομολογουμένως καταστροφική απόφαση της CNT να ενταχθεί στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου στην Ισπανία το Σεπτέμβριο του 1936 απόδειξη ότι δεν είχε εναλλακτικά μέσα “συντονισμού της στρατιωτικής αντίστασης ενάντια στους φασίστες του Φράνκο … κάτω από μια ενιαία δομή”. Αυτοί οι ισχυρισμοί είναι εντελώς λανθασμένοι. Από τη δεκαετία του 1870, οι ισπανοί αναρχικοί υποστήριζαν ρητά την “εξολόθρευση της εξουσίας του κράτους” μέσω της ταξικής πάλης και της “ανώτερης δύναμης πυρός” (superior firing power). Η IST χρησιμοποιεί συχνά ως πηγή τον Victor Serge, οπότε αξίζει να αναφέρουμε πως η ημι-αυτοβιογραφική “Γέννηση της Δύναμης μας” περιλαμβάνει μια συζήτηση περί των κινήσεων της CNT για την ένοπλη εξέγερση του 1917.
Μαζί με την Αναρχική Ομοσπονδία της Ιβηρικής (FAI), η κύρια πολιτική αναρχική ομάδα της Ισπανίας, η CNT συντόνισε μια σειρά από εξεγέρσεις από το 1932 και μετά, τα προγράμματα και οι συζητήσεις των οποίων περιελάμβαναν προσεκτική εξέταση των “εσωτερικής και εξωτερικής υπεράσπισης της επανάστασης”, την ανατροπή του στρατού και την άνοδο του λαϊκού ένοπλου αγώνα. Στην εξέγερση του 1933 ο Ντουρρούτι συντόνισε το Εθνικό Επαναστατικό Συμβούλιο των αναρχικών, που δημιουργήθηκε για να παρέχει μια “ενιαία δομή” για τον συντονισμό της ταξικής πάλης και της “ανώτερης δύναμης πυρός”, επιμένοντας πως η επανάσταση θα μπορούσε “να επιτευχθεί μόνο στο δρόμο με τα όπλα ανά χείρας”.
Το συνέδριο της FAI του Γενάρη-Φλεβάρη του 1936 αποφάσισε “την προσφυγή στην εξέγερση για την κατάκτηση της κοινωνικής ευημερίας” και το τσάκισμα του φασισμού, μια επαναστατική επιτροπή ετοιμότητας δημιουργήθηκε για να οργανώσει τις επαναστατικές ένοπλες δυνάμεις. Τον Μάιο του 1936, το εθνικό συνέδριο της CNT αποφάσισε να λάβει τα “αναγκαία μέτρα” για να υπερασπιστεί μια επαναστατημένη Ισπανία εναντίον “του κινδύνου από τις ξένες εισβολές … ή κατά των εσωτερικών αντεπαναστατών”. Αυτό συνεπαγόταν έναν “οπλισμένο λαό» έτοιμο για “μεγάλης κλίμακας μάχες” με “σύγχρονες στρατιωτικές τεχνικές” και “αποτελεσματική οργάνωση σε εθνικό επίπεδο”. (Τίποτα από αυτά δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τον ισχυρισμό της IST, πως οι ισπανοί αναρχικοί και συνδικαλιστές περιόρισαν την ένοπλη άμυνα σε οδομαχίες της μιας μέρας) [55]. Η προαναφερόμενη αντίληψη της FAI/CNT συνέχισε να υφίσταται τον Αύγουστο του 1936 και μάλιστα εφαρμοζόταν στην πράξη μέσω των αναρχικών συμβουλίων της Αραγονίας. Το 1937 οι “Φίλοι του Ντουρρούτι” έκαναν έκκληση για αποχώρηση από το Λαϊκό Μέτωπο, με σκοπό τον σχηματισμό ενός Εθνικού Συμβουλίου Άμυνας. Σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του τροτσκιστή Felix Morrow [58], αυτή η θέση έγινε με σκοπό να επαναδιατυπώσει -και όχι “να αποτελέσει μια συνειδητή ρήξη με τον αντικρατισμό του κλασικού αναρχισμού”. Με λίγα λόγια, η απόφαση της CNT να εισέλθει στο κράτος δεν προέκυψε από την έλλειψη ενός προγράμματος ή από μια έμφυτη αναρχική άρνηση προς εξέταση θεμάτων όπως η συντονισμένη στρατιωτική άμυνα. Γιατί ακριβώς και το ότι η ισπανική CNT αποφάσισε να “διαλύσει τα αυτόνομα επαναστατικά της μέσα πάλης”, αποτελεί ένα ζήτημα που χρίζει ιδιαίτερη και προσεκτική εξέταση. Ωστόσο, οι βασικές αιτίες βρίσκονται σε λανθασμένες στρατηγικές αποφάσεις, που λήφθηκαν κάτω από ένα δύσκολο πλαίσιο.
Τέλος, είναι επίσης σημαντικό να κατανοήσουμε τι συνεπάγεται η αναρχική και συνδικαλιστική προοπτική του “ένοπλου λαού”. Η FAI και η CNT (και αργότερα οι Φίλοι Ντουρρούτι) όλοι επέμεναν πως οι ένοπλες δυνάμεις της επανάστασης πρέπει να ελέγχονται από “τα μέσα της αυτοοργάνωσης, όπως τα συμβούλια, οι εργατικές ενώσεις, οι κομμούνες κλπ”. Έτσι οι Φίλοι του Ντουρρούτι δήλωναν πως το Εθνικό Συμβούλιο Άμυνας θα αναλάμβανε την ενασχόληση “της διαχείρισης ενός πολέμου” και “την εποπτεία της επαναστατικής τάξης”, αλλά θα “εκλεγόταν μέσω δημοκρατικών ψηφοφοριών στα εργατικά συνδικάτα” και θα ήταν υπό τον διαρκή έλεγχο “των συνελεύσεων των σωματείων” και θα άφηνε τις “οικονομικές υποθέσεις … στην αποκλειστική αρμοδιότητα των συνδικάτων”. Το κίνημα επέμενε ότι η συντονισμένη στρατιωτική άμυνα βρισκόταν πάντα σε συμφωνία με τους βασικούς στόχους της επανάστασης: αυτοδιαχείριση, κολλεκτιβοποίηση και χειραφέτηση. Δεν ήταν αυτοσκοπός και δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί εις βάρος οποιαδήποτε από αυτές τις βασικές επιδιώξεις. Οι ένοπλες δυνάμεις ήταν τα εργαλεία των μαζών, όχι αφηρημένα, αλλά άμεσα. Δεν υπήρχαν για να γίνουν η βάση για μια νέα εξουσία που θα ασκείται πάνω στις μάζες, είτε από μια φιλόδοξη ομάδα αξιωματικών, είτε από ένα αυτοαποκαλούμενο επαναστατικό κόμμα. Εάν κάτι τέτοιο συνέβαινε, η επανάσταση θα καταστρεφόταν από μέσα, όπως και ασφαλώς και από οποιαδήποτε εξωτερική αντεπανάσταση.
Και πάλι: Εξουσία, Ελευθερία και Αναρχική Επανάσταση
Αυτό το οποίο εννοώ είναι πως το ζήτημα της δημιουργίας και της υπεράσπισης μιας επανάστασης δεν αποτελεί κάτι καινούργιο για το αναρχικό κίνημα. Αντιθέτως το κίνημα έχει μια πλούσια παράδοση σκέψης πάνω σε αυτά τα ζητήματα, όπως και μιας πρώτης τάξεως πρακτικής εμπειρίας, η οποία έχει να προσφέρει πολλά. Όπως έχω δείξει, η κύρια τάση του αναρχισμού έχει υποστηρίξει τη μετάβαση από την αντίσταση σε μια επαναστατική ρήξη, μια “κοινωνική επανάσταση” που περιλαμβάνει βίαιη αντικατάσταση της υπάρχουσας κοινωνίας με μια νέα και περιλαμβάνει την ένοπλη υπεράσπιση της επανάστασης.
Για παράδειγμα δεν υπάρχει κάτι “το δύσκολο προς κατανόηση” στη θεώρηση του Μπακούνιν για την παρισινή κομμούνα ως “μια πραγμάτωση” του οράματός του. Ο αναρχισμός δεν είναι ενάντια στην δημοκρατική εξουσία του λαού και βέβαια ούτε στον καθοριστικό αγώνα εναντίον της αντεπανάστασης. Προφανώς και “όταν τα κοινωνικά κινήματα είναι αρκετά δυνατά για να υποδείξουν μια πραγματική εναλλακτική στο υπάρχον στάτους κβο, τα κράτη θα παρέμβουν με σκοπό την καταστολή τους” . Αλλά προφανώς ποιος αναρχικός θα αρνιόταν κάτι τέτοιο; Ο αναρχικός αντικρατισμός προέρχεται ακριβώς από την αναρχική αναγνώριση του βαθιά αντιλαϊκού χαρακτήρα της κρατικής μηχανής. Όμως ακριβώς αυτή η αναγνώριση συνεπάγεται την άρνηση της χρήσης του μηχανισμού του κράτους ως μέσω της υπεράσπισης της επανάστασης. Ο Μπακούνιν επέμενε πως η πραγματική δημοκρατία ήταν εξορισμού ασύμβατη με το κράτος, το οποίο οι αναρχικοί ορίζουν ως ένα συγκεντρωτικό και ιεραρχικό μηχανισμό που λειτουργεί από τα πάνω προς τα κάτω από και για το όφελος της άρχουσας τάξης, ως ένα θεσμό κυριαρχίας “όπου όλες οι πραγματικές προσδοκίες, όλες οι ζωντανές δυνάμεις μια χώρας εισάγονται απλόχερα και με χαρά” μόνο “για να σφαχτούν και να ενταφιαστούν”.
Δεν υπάρχει απολύτως καμία αντίφαση μεταξύ της επιθυμίας των αναρχικών για επανάσταση και της εναντίωσής του στον εξουσιασμό. Οι αναρχικοί αντιτίθενται στην ιεραρχική βία και καταναγκασμό που υποστηρίζονται από την εκμετάλλευση και την κυριαρχία, ενώ (γενικά) παραδέχονται την αναγκαιότητα του αναγκασμού και της βίας για να αντισταθούν σε αυτές . Οι αναρχικοί τάχθηκαν πάντα υπέρ της λαϊκής αντίστασης ενάντια στην καταπίεση, που ακόμα και με την πλέον ήπια μορφή της, περιλαμβάνει πάντα κάποια εξαναγκασμό από τον καταπιεστή, η αντίσταση σε αυτόν τον καταναγκασμό, δεν αποτελεί καταπίεση, αλλά ακριβώς την άρνηση του. Η χειραφέτηση δεν μπορεί να δεχθεί κάποιο βέτο από την άρχουσα μειοψηφία. Ο Ένγκελς νομίζω, πως παρανοεί την αναρχική θέση πάνω σε αυτά τα ζητήματα όταν ισχυρίζεται πως η αναρχική “αντιεξουσία” είναι αντιφατική.
Τώρα, μπορούμε να ανοίξουμε ένα ωφέλιμο διάλογο σχετικά με την επάρκεια των πολλών αναρχικών και συνδικαλιστικών εμπειριών στην ένοπλη επαναστατική υπεράσπιση, θα πρέπει επίσης να συζητήσουμε τα θέματα των συμμαχιών, της χρηματοδότησης, των στρατιωτική τεχνικών κλπ. Υπάρχει πάντα η ανάγκη άντλησης διδαγμάτων από όλες τις προηγούμενες εμπειρίες, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών, κάτι που το αναρχικό κίνημα έχει κάνει επανειλημμένα. Αλλά αυτό δεν είναι δυνατόν, αν θεωρήσουμε, βασισμένοι σε προδήλως εσφαλμένους ισχυρισμούς, πως η ευρύτερη αναρχική παράδοση αγνοεί την ανάγκη για μια συντονισμένη στρατιωτική εναντίωση στην αντεπανάσταση. Αναφέρομαι διαρκώς στην κύρια τάση του αναρχισμού, μιας και είναι σημαντικό να δηλώσουμε πως έχουν υπάρξει και αναρχικοί και συνδικαλιστές με μια αναμφισβήτητα αφελή πίστη στη δυνατότητα μιας “αναίμακτης επανάστασης”. Σε ένα κάποιο βαθμό αυτό το παρατηρούμε και στη διάσημη συνδικαλιστική ένωση “Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου” (Industrial Workers of the World – ΙWW). Συνδικάτα όπως η IWW δεν αγνόησαν το κράτος, απλώς έτειναν να πιστεύουν πως οι καταλήψεις στους χώρους εργασίας θα έκοβαν τις γραμμές προμήθειας του στρατού, και πως οι απλοί στρατιώτες θα έπαιρναν το μέρος του λαού.
Είναι αλήθεια πως αρκετοί αναρχικοί και συνδικαλιστές σήμερα δεν έχουν σκεφτεί αρκετά το ζήτημα των επαναστατικών πρακτικών, εν μέρει λόγω της βαθιάς και σημαντικής ενασχόλησης τους με τους σημερινούς αγώνες, σε συνδυασμό με την ανεπαρκή ενασχόληση και προβληματισμό σχετικά με ζητήματα που φαίνονται λιγότερο πιεστικά (και κοντινά). Υπάρχει επίσης μια μακροχρόνια και συνεχής εννοιολογική σύγχυση γύρω από το ζήτημα της “κατάληψης της εξουσίας” μέσα σε μερικά τμήματα του κινήματος: συχνά μια υγιής αντίθεση στην υποκατάσταση (substitutionism) (από μια επαναστατική μειοψηφία, αναρχικής ή μη, που καταλαμβάνει την εξουσία πάνω από όλους τους άλλους) συγχέεται με κάτι εντελώς διαφορετικό (οι καταπιεσμένοι ως σύνολο ανατρέπουν το υπάρχον σύστημα, και δημιουργούν και υπερασπίζονται ένα νέο). Αυτό οδηγεί σε μερικούς εσφαλμένες αναρχικές πεποιθήσεις, όπως την κάθετη άρνηση σε οποιαδήποτε προσπάθεια “κατάληψης της εξουσίας”.
Το αναρχικό πρόγραμμα είναι σίγουρα πολύ καλύτερα διατυπωμένο, όταν εκφράζει ότι οι αναρχικοί επιζητούν την εξουσία, όχι για τον εαυτό τους, αλλά για όλους, πράγμα που απαιτεί την εξουσία να βρίσκεται στα χέρια του λαού ως σύνολο, μέσω “των δικών του οργάνων για αυτοοργάνωση, όπως τα συμβούλια, τα συνδικάτα, οι κομμούνες κλπ.” και όχι στα χέρια ενός συγκεκριμένου κόμματος. Και αυτό, όπως ανέφερα παραπάνω, θεωρήθηκε από την πλειοψηφία των αναρχικών, πως απαιτεί την συντονισμένη, στρατιωτική υπεράσπιση ενάντια στην αντεπανάσταση. Αυτή η αντίληψη της κύριας αναρχικής τάσης είναι πραγματικά αντίθετη από την άποψη του John Holloway, για την “αλλαγή του κόσμου χωρίς την κατάληψη της εξουσίας”, η οποία θεωρεί πως το κράτος και το κεφάλαιο θα υπονομευτούν αργά αλλά αποτελεσματικά μέσω εναλλακτικών θεσμών. Υποθέτει ότι η ειρηνική και σταδιακή μετάβαση σε μια νέα κοινωνία είναι εφικτή, λες και το κράτος θα κάνει πίσω και θα επιτρέψει σε κάτι τέτοιο να συμβεί, προφανώς και όχι. Δεδομένου ότι, σε κάθε περίπτωση, το κράτος και το κεφάλαιο συγκεντρώνουν τα σημαντικότερα μέσα διοίκησης, και εξαναγκασμού στα χέρια της άρχουσας τάξης, δεν είναι και πολύ σαφές πώς οι εναλλακτικοί θεσμοί θα σπάσουν αυτό το μονοπώλιο, χωρίς αντιπαραθέσεις και μια αποφασιστική επαναστατική ρήξη.
Μαύρη Φλόγα, συζητήσεις εντός του αναρχισμού και του συνδικαλισμού και το ζήτημα της ειδικής αναρχικής πολιτικής οργάνωσης
Έχοντας ήδη αναφερθεί στην FAI, θα απαντήσω στον ισχυρισμό του Paul, σύμφωνα με τον οποίο οι αναρχικοί αρνούνται την ανάγκη ύπαρξης μιας συγκεκριμένης πολιτικής οργάνωσης, η οποία μπορεί να παρέμβει εντός του ταξικού αγώνα. Εδώ ο Paul χρησιμοποιεί ως πηγή τον Λένιν, ο οποίος και ισχυρίζεται, πως οι αναρχικοί βασίζονται σε μια εσφαλμένη γενίκευση, σύμφωνα με την οποία οι αναρχικοί λόγω της κριτικής τους στις πρακτικές των ρεφορμιστικών πολιτικών κομμάτων προχωρούν σε μια γενικότερη απόρριψη οποιασδήποτε προσπάθειας δημιουργίας πολιτικών οργανώσεων . Τέτοιες προσπάθειες, θεωρεί (ο Λένιν), πως είναι απαραίτητες για την σύνδεση των ταξικών αγώνων και του αγώνα για ιδεολογική αποσαφήνιση και για ένα επαναστατικό σχέδιο.
Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι αναρχικοί και οι συνδικαλιστές δεν είναι “με κανέναν τρόπο αντίθετοι στον πολιτικό αγώνα”, αλλά απλώς διευκρινίζουν πως ο αγώνας αυτός “πρέπει να έχει την μορφή της άμεσης δράσης” με επίκεντρο τα συνδικάτα. Ποτέ δεν αρνήθηκαν τους πολιτικούς αγώνες, όπως τους αγώνες ενάντια στις πολιτικές του κράτους προς τις κοινωνικές και πολιτικές ελευθερίες. Αρνήθηκαν την “πολιτική δράση” υπό την συγκεκριμένη έννοια της χρήσης πολιτικών κομμάτων και του κρατικού μηχανισμού για την χειραφέτηση. Στη θέση της “πολιτικής δράσης”, τόνισαν και πρότειναν την αυτενέργεια και τον αγώνα από τα κάτω ενάντια στην άρχουσα τάξη. Η πρακτική των πολιτικών κομμάτων ήταν αναποτελεσματική, και προκαλούσε διαφθορά καθώς και ιδεολογική σύγχυση. Οι “λαοί οφείλουν να έχουν όλα τα πολιτικά δικαιώματα και προνόμια” που απολαμβάνουν “όχι κάτω από την καλή θέληση των κυβερνήσεών τους, αλλά μέσα από τις δικές τους δυνάμεις”.
Όλοι οι αναρχικοί και οι συνδικαλιστές τονίζουν την σημασία των επαναστατικών ιδεών ως βάση για ένα επαναστατικό κίνημα, μιλώντας για την ανάγκη για έναν “ριζικό μετασχηματισμό των αξιών”, και μια “επαναστατική φαντασία”. Οι “υλικές προϋποθέσεις” και οι “ανάγκες” του λαού δημιούργησαν, σύμφωνα με τον Μπακούνιν, έναν θεμελιώδη ανταγωνισμό στον καπιταλισμό, τη φεουδαρχία και το κράτος, και μια επιθυμία για “υλική ευημερία” και “μια ατμόσφαιρα ελευθερίας”. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό, μιας και η μιζέρια δεν οδηγεί στην επανάσταση. Ο λαός είναι “απογοητευμένος και μαστιγωμένος από την φτώχεια”, όμως ακόμα και στα βάθη της “απόλυτης φτώχειας” συχνά “αδυνατούμε να δούμε σημάδια αντίδρασης και μαχητικότητας”, και ακόμα και αν αυτά υπάρξουν, πολύ σπάνια έχουν ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση από την υπάρχουσα τάξη.
Αυτό το οποίο λείπει είναι “μια νέα κοινωνική φιλοσοφία”, μια “νέα πίστη” στην πιθανότητα μιας νέας κοινωνίας και στην ικανότητα των απλών ανθρώπων να δημιουργήσουν μια τέτοια κοινωνία. Μια επαναστατική αντικουλτούρα που να ενσαρκώνει αυτή την “νέα πίστη”, και να ξεχωρίζει τις επαναστάσεις από τα σποραδικά ξεσπάσματα και εξεγέρσεις. Οι επαναστάσεις ενσαρκώνουν, επέμενε ο Κροπότκιν, “την γέννηση εντελώς νέων ιδεών, σχετικά με τις πολλαπλές συνδέσεις και συσχετισμούς εντός της κοινωνίας, αντιλήψεις που γίνονται σύντομα πραγματικότητα, και στη συνέχεια αρχίζουν να εξαπλώνονται μεταξύ των γειτονικών λαών, συνταράζοντας τον κόσμο και δίνοντας στην επόμενη γενιά τα σύνθημά της, τα προβλήματά της, την επιστήμη της, τις γραμμές της οικονομικής, πολιτικής και ηθικής ανάπτυξης”.
Ο αναρχισμός και ο συνδικαλισμός, συνεπώς, δεν μιλάνε για κάποιου είδους αριστερό οικονομισμό, ούτε πιστεύουν πως οι επαναστάσεις συμβαίνουν αυτόματα χωρίς συνειδητές παρεμβάσεις. Η βασική ερώτηση που απασχολεί το κίνημα είναι το πώς μπορούμε να πολεμήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην μάχη των ιδεολογιών, καθιστώντας τον αναρχισμό “σύνθημα” μιας νέας εποχής, με έναν τρόπο που να εμποδίζει την μαχόμενη μειοψηφία των συνειδητών επαναστατών να μετατραπούν ή να συμμετάσχουν στην υποκατάσταση και/ή στην δικτατορία του λαού. Όλα αυτά, φυσικά, δημιουργούν το ερώτημα του εάν μια ειδική αναρχική/ συνδικαλιστική πολιτική οργάνωση είναι αναγκαία, και αν ναι, πως θα έπρεπε να δομηθεί. Ο Paul έχει δίκιο στο ότι υπάρχει μια τάση εντός του αναρχισμού που διαφωνεί με την ανάγκη ύπαρξης οποιασδήποτε ειδικής πολιτικής οργάνωσης, όμως αυτό δεν σημαίνει πως αυτή η άποψη πρέπει να θεωρηθεί πως εκφράζει τον αναρχισμό και τον συνδικαλισμό ως σύνολο. Ο Paul αναφέρεται σε μια θέση πάνω σε ένα σύνθετο ζήτημα και διάλογο, την οποία και παρουσιάζει ως την οριστική και απόλυτη αναρχική θέση πάνω σε αυτό το ζήτημα, πράγμα το οποίο δεν ισχύει προφανώς. Πολλοί (όπως ο Serge) πιστεύουν πως η προπαγάνδα είναι αρκετή για να κερδίσουμε τις μάζες, και πως δεν υπάρχει ανάγκη για την ύπαρξη ειδικής ελευθεριακής πολιτικής οργάνωσης για την εκπλήρωση αυτού του στόχου, θα μπορούσε να υπάρχει κάποια συνεργασία, αλλά μόνο μέσω ανεπίσημων διαδικασιών. Τα προβλήματα της άτυπης οργάνωσης ή του “αντιοργανωτισμού” είναι αρκετά γνωστά, και δεν θα τα επαναλάβω εδώ.
Μια άλλη θέση, η οποία συνήθως υποστηρίζεται από ένα μέρος των συνδικαλιστών, είναι πως δεν υπάρχει ανάγκη για μια ειδική ελευθεριακή πολιτική οργάνωση, γιατί η ιδεολογική μάχη μπορεί να επιτευχθεί από τα συνδικάτα και άλλα μαζικά κινήματα. Δεν αρνούνται την ανάγκη για πολιτική δράση, ούτε αγνοούν το κράτος όπως έχουν κατηγορηθεί από μερικούς . Αντιθέτως, επιμένουν πως τα επαναστατικά συνδικάτα πρέπει να λάβουν μέρος στα ευρύτερα λαϊκά κινήματα και στις αντικουλτούρες, πως πρέπει να συνδεθούν με άλλες οργανωμένες λαϊκές ομάδες, και να ασχοληθούν με ζητήματα εκτός του χώρου εργασίας καθώς και πως πρέπει να δημιουργήσουν επαναστατική προπαγάνδα μέσω μαζικών εντύπων, θεάτρων, σχολείων και άλλων μέσων. Προσωπικά δεν θεωρώ πειστικό το επιχείρημα πως τα συνδικάτα είναι από μόνα τους ικανά για να επιτύχουν τα παραπάνω. Κυρίως επειδή τα συνδικάτα δεν μπορεί να είναι πολιτικά ομοιογενή, γεγονός που καθιστά απαραίτητο να υπάρχει μια ειδική αναρχική ή συνδικαλιστική πολιτική οργάνωση που αγωνίζεται για τον συνδικαλισμό.
Η τρίτη θέση είναι αυτή του οργανωτικού δυϊσμού: οι περισσότεροι αναρχικοί και συνδικαλιστές είναι αρκετά σαφής στην υποστήριξη της ανάγκης για οργανωμένες, ειδικές αναρχικές, μαχητικές μειοψηφίες, που οργανώνονται σε πολιτικές οργανώσεις, και λειτουργούν σε συνεργασία με τις μαζικές οργανώσεις. Όπως τόνισε ο Μεξικανός αναρχικός Flores Magón, πρέπει να υπάρχει “μια ενεργή μειοψηφία, μια θαρραλέα μειοψηφία ελευθεριακών”, η οποία θα “κινήσει τις μάζες … παρά τις αμφιβολίες των δύσπιστων, τις δυσοίωνες προφητείες των απαισιόδοξων και τις προειδοποιήσεις των ραδιούργων και των δειλών”. Ο κύριος διάλογος έχει να κάνει με τον τρόπο που αυτές οι οργανώσεις θα δομούνται και θα λειτουργούν, και αποτελείται από δύο βασικούς πόλους. Μια “συνθετική” θέση, την οποία υποστήριξαν αναρχικοί όπως οι Emma Goldman, Hatta Shūzō και Voline (Vsevolod Eichenbaum) και υποστηρίζει μια χαλαρή οργάνωση, σύμφωνα με την οποία όλες οι τάσεις του αναρχισμού και του συνδικαλισμού πρέπει να ενωθούν και να παραβλέψουν τις διαφορές τους. Το προφανές πρόβλημα είναι πως τέτοιες ομάδες θα στερούνται οποιασδήποτε θεωρητικής συνοχής και κοινών δραστηριοτήτων, θα έχουν ιδιαίτερη δυσκολία στην συγκέντρωση ή στην προτεραιότητα των μέσων και θα έχουν περιορισμένες δυνατότητες [88]. Εν αντιθέσει αναρχικοί όπως οι Μπακούνιν, Kρoπoτκiν, Mαλατέστα, Makhno, Oiticica, Shifu, και άλλοι ήταν υπέρ μιας “οργάνωσης των τάσεων” που στηριζόταν στην κοντινή πολιτική ενότητα και στην συλλογική πειθαρχία [89]. Ο Μπακούνιν υποστήριζε την οργάνωση βάση της κοινής ανάλυσης και αρχών και των συμφωνημένων στρατηγικών που πρέπει να υφίστανται “ανά πάσα στιγμή, και με προσεκτική τήρηση”.
Οι Μπακούνιν, Kρoπoτκiν και Mαλατέστα υπήρξαν όλοι μέλη της αναρχικής διεθνούς συμμαχίας της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, που είχε μια ξεκάθαρη πλατφόρμα και ήταν ενεργή στην Πρώτη Διεθνή [91]. Χωρίς να θέλω να ανοίξω την συζήτηση πάνω στη σύγκρουση Μπακούνιν-Μαρξ, κάτι το οποίο θα απαιτούσε ένα ακόμα κείμενο, πρέπει να αναφέρω πως η συμμαχία δεν ήταν η απαίσια επαναστατική συνωμοσία που ο Μαρξ, ο Draper και άλλοι θα ισχυρίζονταν. Τα μέλη της προσπαθούσαν να ενεργούν, σύμφωνα με τα λόγια του Μπακούνιν, “ως μεσάζοντες μεταξύ της επαναστατικής ιδέας και των ενστίκτων του λαού”, απορρίπτοντας “κάθε ιδέα της δικτατορίας και εξουσίας ελέγχου και οδηγιών”. Για τον Κροπότκιν ήταν απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα “κόμμα” με “επαναστατική προπαγάνδα”, “πνεύμα και τόλμη”, για να “παρελαύνει στην πρώτη γραμμή, ώστε να πραγματώσει την επανάσταση”[94] και επέμενε πως τα συνδικάτα συμπληρώνονται από το αναρχικό “κόμμα” [95], όπως και ο Μαλατέστα.
Η ελευθεριακή “οργάνωση των τάσεων” αποτέλεσε ένα σύνηθες χαρακτηριστικό της αναρχικής και της συνδικαλιστικής ιστορίας, αν και όροι όπως “κόμμα” έχουν απορριφτεί. Στην Ισπανία την Συμμαχία διαδέχθηκε η αναρχική οργάνωση της ισπανικής περιοχής, η Εθνική Ομοσπονδία Αναρχικών Ομάδων και η FAI. Στο Μεξικό υπήρξαν οι La Social, Luz, Lucha και οι Grupo Luz, στην Κίνα η Ομάδα του Shifu των Αναρχοκομμουνιστών Συντρόφων, που ήταν ενεργοί στα συνδικάτα, στην Ρωσία η ομάδα του Maximoff ΚRAS που λειτουργούσε στα σοβιέτ και στις εργοστασιακές επιτροπές, στην Ιαπωνία η Μαύρη Λίγκα Νέων στην Εθνική Ελευθεριακή Ομοσπονδία των Εργατικών Συνδικάτων (Zenkoku Jiren) στην δεκαετία του 1920 και 1930, και επίσης η Αναρχική Ομοσπονδία της Ουρουγούαης (FAU) που αποτελεί ένα αξιοσημείωτο μεταπολεμικό παράδειγμα και είναι ενεργή από το 1950 έως και σήμερα.
Μερικές Διευκρινίσεις: Η σχέση του αναρχισμού και του συνδικαλισμού με την “αληθινή δημοκρατία”
Ως μέρος των επιχειρημάτων του σχετικά με τον αναρχισμό και την πολιτική, ο Paul ισχυρίζεται ότι ο αναρχισμός αρνείται “την πιθανότητα μιας πραγματικής δημοκρατίας”, προσθέτοντας πως ο Μπακούνιν είχε “μια πολύ πιο γενική απόρριψη της δυνατότητας, πως η κοινωνία θα μπορούσε να εκδημοκρατιστεί”. Πόσο αληθινός είναι αυτός ο ισχυρισμός; Προφανώς, εξαρτάται από το τι σημαίνει η φράση “πραγματική δημοκρατία”, ο Μπακούνιν, ο Κροπότκιν καθώς και άλλοι αναρχικοί άσκησαν κριτική στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, καταδεικνύοντας την ως “μη δημοκρατική”. Ο Μαλατέστα δήλωσε πως “η κυβέρνηση όλων δεν είναι πλέον μια κυβέρνηση με την εξουσιαστική, ιστορική και πρακτική σημασία της λέξης”. Αντί να αρνείται (ο αναρχισμός) “την δυνατότητα της πραγματικής δημοκρατίας” -εφόσον με τον όρο “δημοκρατία” εννοούμε την κυβέρνηση του λαού- αποσκοπεί σε αυτή, απορρίπτοντας την “δημοκρατία” του κοινοβουλίου.
Ο Paul αναφέρει πως η “αναρχική εναλλακτική” της “δημοκρατίας” είναι “η επίτευξη της ομοφωνίας”. Συμφωνώ με τον Paul στο ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων στην βάση της ομοφωνίας πασχίζει να αντιμετωπίσει αρκετές διαιρέσεις. Όμως δεν μπορώ να δεχτώ σε καμία περίπτωση την άποψη του πως η “επίτευξη της ομοφωνίας” είναι σε οποιαδήποτε περίπτωση μια “εναλλακτική” στην “δημοκρατία”, μιας και είναι, στην πραγματικότητα, μια προσπάθεια μεγιστοποίησης της δημοκρατίας. Η προσέλκυση μερικών αναρχικών από την διαδικασία λήψης αποφάσεων στην βάση της ομοφωνίας είναι ακριβώς αυτό που –όπως η Ruth Kinna, την οποία χρησιμοποιεί ως πηγή ο Paul σημειώνει-, φαίνεται σε αυτούς τους αναρχικούς ως το καλύτερο από τα “συστήματα δημοκρατίας”.
Η υπόθεση πως υπάρχει μια αναρχική ομοφωνία στην χρήση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στην βάση της ομοφωνίας είναι λάθος. Οι Μπακούνιν, Κροπότκιν, και Μαλατέστα δεν έκαναν καμία αναφορά σε αυτό, ενώ οι μεγαλύτερες οργανώσεις στην ευρύτερη αναρχική παράδοση-όπως οι συνδικαλιστικές ενώσεις-, όλες χρησιμοποίησαν την αρχή της πλειοψηφίας, και με τον ίδιο τρόπο έπραξαν και όλα τα μεγάλα συνέδρια αναρχικών. Αυτό συμβαίνει εν μέρει επειδή υπάρχουν σοβαρά προβλήματα με τη λήψη αποφάσεων βάση ομοφωνίας από δημοκρατική σκοπιά. Ο Paul σημειώνει πως η Kinna είναι πραγματικά επικριτική στο σύστημα λήψης αποφάσεων στην βάση της ομοφωνίας, και το ίδιο και η Μαύρη Φλόγα. Ακόμα και ο Uri Gordon, ο οποίος περιγράφεται από τον Paul ως “αναρχικός θεωρητικός” υπέρμαχος της ομοφωνίας, τονίζει πως η αρχής της ομοφωνίας ήταν “αρκετά ξένη” στους αναρχικούς μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, και ακόμα και τώρα, πολλοί προτιμούν “την μορφή του διαλόγου και της ψηφοφορίας”. Βέβαια, όπως σημειώνει ο Paul, ο Gordon δηλώνει κατηγορηματικά ότι ο αναρχισμός δεν είναι “δημοκρατικός”. Όμως εννοεί ο Gordon αυτό που νομίζει ο Paul; Ο Gordon υποστηρίζει (σε πολύ ασταθείς βάσεις) ότι η δημοκρατία αποσκοπεί στις “συλλογικά δεσμευτικές” αποφάσεις, “υποχρεωτικές” για όλους, ενώ ο αναρχισμός στοχεύει σε κάποιο είδος “μη εξαναγκασμού”. Πράγμα που σημαίνει, πως δεν είναι καθόλου αντίθετος στην κυβέρνηση του λαού, αλλά το ενδιαφέρον του μάλλον επικεντρώνεται στην προστασία όσων διαφωνούν με τις αποφάσεις, των οποίων τα δικαιώματα οι ίδιοι νοιώθουν να παραβιάζονται αν αναγκαστούν να εφαρμόσουν τις αποφάσεις στις οποίες έχουν αντιταχθεί σθεναρά. Αυτό πρόκειται για μια υπεράσπιση των αντιρρησιών, η οποία βασίζεται σε μια βαθιά δημοκρατική ώθηση. Ο Paul παραθέτει τη γνωστή δήλωση του Woodcock, ότι ο αναρχισμός είναι εναντίον της “δημοκρατίας”, επειδή αυτή μπορεί να παραβιάσει “την κυριαρχία του ατόμου”, όμως και αυτή η δήλωση ακολουθεί την ίδια λογική. Με λίγα λόγια και οι δυο (Woodcock και Gordon) χρησιμοποιούν τον όρο “δημοκρατία” αναφερόμενοι μόνο σε μια πιθανή δημοκρατική μορφή, την οποία κριτικάρουν μέσω μιας (ελαττωματικής) γραμμής δημοκρατικών επιχειρημάτων, πως οι “συλλογικά δεσμευτικές αποφάσεις” είναι εξαναγκαστικές για αυτούς που αποτελούν την μειοψηφία, και ότι ο εν λόγω εξαναγκασμός είναι πάντα ηθικά λάθος.
Αυτού του είδους οι σκέψεις έχουν μακρά ιστορία στον αναρχισμό, ο Μαλατέστα συνήθιζε να χρησιμοποιεί τέτοιου είδους επιχειρήματα. Πάραυτα, ο Paul θα έπρεπε να σημειώσει πως πρόκειται μόνο για μια πλευρά ενός ευρύτερου κινηματικού διαλόγου σχετικά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο πραγμάτωσης της “αληθινής δημοκρατίας” και, στην πραγματικότητα, με κανένα τρόπο της κυρίαρχης άποψης. Πολλοί, ίσως οι περισσότεροι, αναρχικοί θα είχαν ιδιαίτερες ενστάσεις με τις θέσεις των Gordon/ Woodcock, όπως δείξαμε στην Μαύρη Φλόγα. Δεδομένου ότι κάθε εθελοντική οργάνωση στηρίζεται σε κάποια βασικά σημεία συμφωνίας, ρητά ή κάπως αλλιώς διατυπωμένα, έχει εκ των προτέρων ως αρχή την “συλλογική δεσμευτική απόφαση”. Αυτοί οι οποίοι εισήλθαν στην οργάνωση έχουν εκ των προτέρων δεχθεί το γεγονός των “δεσμευτικών αποφάσεων”, αφαιρώντας οποιαδήποτε λογική βάση, για να δημιουργήσουν αργότερα μια αρχή “μη εξαναγκασμού”.
Αναρχικοί όπως ο Μπακούνιν και ο Κροπότκιν, επίσης επέμειναν πως οι αυστηρώς εξουσιοδοτημένες εντολές και η συνεχής λογοδοσία, και όχι η άρνηση της ευθύνης, είναι οι βασικές αρχές των ελεύθερων συμφωνιών και της δημοκρατικής πρακτικής. Η ελευθερία μπορεί να υπάρξει μόνο εντός και μέσω μιας δημοκρατικής κοινωνίας: “Η κοινωνία αντί να μειώνει … την ελευθερία, δημιουργεί την ατομική ελευθερία όλων των ανθρώπων”. Έτσι ο Μπακούνιν ήταν πάντα “πολέμιος των ατομικιστών” που ισχυριζόντουσαν πως η ελευθερία σήμαινε απελευθέρωση από την κοινωνία και την ευθύνη [109], μια άποψη την οποία ο Κροπότκιν χαρακτήρισε ως “μισανθρωπικό αστικό ατομικισμό”. Αντίθετα, η “πραγματική ατομικότητα” μπορεί μόνο να αναπτυχθεί “μέσω της πραγμάτωσης της μέγιστης κομμουνιστικής κοινωνικότητας” , η οποία καθίσταται δυνατή από μια κοινωνία που μεγιστοποιεί την ελευθερία όλων μέσω της συλλογικής ιδιοκτησίας, της εθελοντικής συνεργασίας και της αυτοδιαχείρισης.
Η ελεύθερη ένωση και η εθελοντική συνεργασία είναι εφικτές μόνο όταν οι άνθρωποι λαμβάνουν αποφάσεις τις οποίες και πραγματοποιούν, συμπεριλαμβανόμενης της ανάληψης άμεσης ευθύνης για την παροχή της εργασίας που απαιτείται για την εξασφάλιση της αναπαραγωγής των υλικών και πολιτισμικών συνθηκών για την “ατομική ελευθερία όλων των ανθρώπων”. Αυτή σημαίνει πως η δουλεία είναι το βασικό τίμημα που όλοι μας πληρώνουμε για την συμμετοχή στην νέα κοινωνία. Με άλλα λόγια, o Μπακούνιν και ο Κροπότκιν επέμειναν πως τα δικαιώματα είναι άρρηκτα δεμένα με τις υποχρεώσεις, όντας “αναγκαίο” για όλους να συνεισφέρουν στην “κοινή ευημερία, στο μέγιστο βαθμό των δυνατοτήτων τους”. Αυτό το κοινωνικό όραμα της ελευθερίας συνεπάγεται ακριβώς τη διατύπωση, την οποία οι αναρχικοί είχαν από τους ουτοπιστές “από τον καθένα με βάση της δυνατότητες του, στον καθένα με βάση τις ανάγκες του”, η αλληλοβοήθεια είναι η βασική αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης, έτσι συνεπάγεται και το σύνθημα “κανένα δικαίωμα χωρίς καθήκοντα – κανένα καθήκον χωρίς δικαιώματα”.
Βέβαια σε μερικές περιπτώσεις, είναι δυνατό η μειοψηφία να είναι σε θέση να απέχει από την υλοποίηση μιας συλλογικής απόφασης, χωρίς να βλάψει την πλειοψηφία. Σε πολλές περιπτώσεις –ειδικά σε συλλογικές διαδικασίες παραγωγής και κατανάλωσης- η μειοψηφία θα πρέπει να περιορίζεται από τις από τις αποφάσεις της πλειοψηφίας, για να μπορέσει να διατηρηθεί ο δεσμός μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Σε αντίθετη περίπτωση θα δινόταν στην μειοψηφία ο διαρκής έλεγχος των αποφάσεων που αφορούν όλους, κάτι που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί αναρχική αρχή. Η αρχή της ομοφωνίας στις συλλογικές αποφάσεις δεν λύνει αυτό το πρόβλημα, μιας και δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις σοβαρές συγκρούσεις, και δίνει σε μικρές μειοψηφίες τον αποτελεσματικό έλεγχο των αποφάσεων. Με την πλειοψηφική λήψη αποφάσεων η μειοψηφία δεν καταπιέζεται, μιας και τα βασικά της δικαιώματα της δικαιώματα προστατεύονται, και μπορεί ελεύθερα να προσπαθήσει να πάρει την πλειοψηφία με το μέρος της. Μια αναρχική κοινωνία “θα είναι γεμάτη από ζωντανές συζητήσεις και οργάνωση, το οποίο είναι ακριβώς ό,τι σημαίνει η δημοκρατία ως τρόπος ζωής”.
Εάν ο Gordon και ο Woodcock θέλουν να επιχειρηματολογήσουν πως οι ενέργειες που παραβιάζουν την ατομική ελευθερία είναι αντικειμενικά μετρήσιμες και διακριτές, πρέπει αναγκαστικά να υποστηρίξουν τα αντίστοιχα μέτρα για την αποτροπή πράξεων όπως ο φόνος ή η εκμετάλλευση. Αλλά αυτό απλά σημαίνει ότι παραδέχονται ότι η απόλυτη “κυριαρχία του ατόμου” είναι ασύμβατη με τον ίδιο τον αναρχισμό. Σε μια αναρχική κοινωνία κανένα άτομο δεν έχει το δικαίωμα να παραβιάσει τις βασικές πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες κάποιου άλλου, και τέτοιοι περιορισμοί επιβάλλονται αναγκαστικά, όπου αυτό απαιτείται. Περιορισμοί πάνω στην “ατομική ελευθερία” είναι απαραίτητοι ώστε τα ελεύθερα άτομα να μπορούν να ζουν σε μια ελεύθερη κοινωνία. Μια αναρχική κοινωνία αναγκαστικά και πάντα συνεπάγεται περιορισμούς πάνω στην “ατομική κυριαρχία”. Γιαυτό είναι ανόητο να πούμε πως ο αναρχισμός υποστηρίζει την απόλυτη “ατομική κυριαρχία”, στην λήψη αποφάσεων ή οπουδήποτε αλλού.
Για να ολοκληρώσουμε αυτό το μέρος, είναι απαραίτητο να θέσουμε τα επιχειρήματα των Kinna, Gordon και Woodcock, στο ιστορικό τους πλαίσιο και να τα δούμε ως μέρη ενός ευρύτερου διαλόγου εντός του αναρχισμού σχετικά με τα καλύτερα μέσα συνδυασμού των συλλογικών αποφάσεων και της ατομικής ελευθερίας. Ο Gordon και οι υποστηρικτές του παρουσιάζουν μια αναρχική άποψη, όχι την αναρχική άποψη, και ούτε την πιο πειστική αναρχική άποψη. Πολλοί αναρχικοί επιλέγουν, να ασπαστούν την “δημοκρατία”, παρά να την αρνηθούν. Ο αναρχισμός είναι σίγουρα “τίποτα λιγότερο από την πιο ολοκληρωμένη πραγμάτωση της δημοκρατίας, της δημοκρατίας στα χωράφια, στα εργοστάσια και στις γειτονιές, συντονισμένη μέσω ομοσπονδιακών δομών και συμβουλίων από τα κάτω, η δημοκρατία στηρίζεται στην οικονομική και κοινωνική ισότητα” [119]. Σε αυτό θα επαναλάβω τον Μπακούνιν ο οποίος υποστήριξε, πως όταν “όλος ο λαός κυβερνάει” τότε “δεν θα υπάρχει κανείς να κυβερνιέται. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα υπάρξει καμία κυβέρνηση, κανένα κράτος”. Ο Wayne Price υποστηρίζει απερίφραστα: “ο αναρχισμό είναι η δημοκρατία χωρίς το κράτος”.
Αναδημοσίευση από: https://ngnm.vrahokipos.net/