Εισαγωγή της Πρωτοβουλίας Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού στην πρόσφατη έκδοση της “Πλατφόρμας”

Εισαγωγή της Πρωτοβουλίας Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού στο βιβλίο “Η Πλατφόρμα της Γενικής Ένωσης Αναρχικών και ο διάλογος πάνω σε αυτήν”.

Η δημοσιοποίηση του σχεδίου της οργανωτικής πλατφόρμας από τα μέλη της εκδοτικής ομάδας της Delo Truda, πυροδότησε ένα ζωντανό διάλογο που έλαβε χώρα κατά τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής της, από το 1926 έως και το 1930. Η ιστορικότητα και το πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξήχθη αυτός ο δημόσιος διάλογος, ο οποίος σε ορισμένες περιπτώσεις έλαβε τον χαρακτήρα πολεμικής, αναλύθηκε επαρκώς στην αρχική εισαγωγή από τον σύντροφο Δ. Τρωαδίτη. Εμείς με την σειρά μας θα θέλαμε να σταθούμε περισσότερο στο περιεχόμενο και στα κομβικά ζητήματα που αφορούν την οργανωτική προοπτική των αναρχικών δυνάμεων, καθώς και σε πλευρές της αναρχικής κοσμοθεωρίας που αναδείχθηκαν μέσα από τις αλληλογραφίες, τα άρθρα και τις ανταπαντήσεις πάνω στο αρχικό κείμενο της «Πλατφόρμας». Ένα είναι σίγουρο. Το κείμενο της «Πλατφόρμας» αποτέλεσε μια καμπή, ένα κείμενο αναφοράς που σημάδεψε την ιστορία του αναρχικού κινήματος και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης αλλά και πηγή συγκρούσεων εντός του, μέχρι και τις ημέρες μας.

Αναμφίβολα, στον εν Ελλάδι αναρχικό χώρο δεν είναι ευρέως και επαρκώς διαδεδομένες και μελετημένες οι οργανωτικές, ιδεολογικές, θεωρητικές και τακτικές αιχμές που τέθηκαν στην «Πλατφόρμα», όπως και αυτές που ανέκυψαν μέσα από τον διάλογο πάνω σ΄ αυτή. Με αυτή την έκδοση, φιλοδοξούμε από την πλευρά μας, να συμβάλουμε στην πλατύτερη ανάγνωση και στον προβληματισμό πάνω σ’ αυτά τα κομβικά ζητήματα που αναδείχθηκαν. Η γνώση της ιστορίας του αναρχικού κινήματος και των θέσεων που έχουν υποστηριχθεί μέσα στην πλούσια ιστορία του, είναι απαραίτητα εργαλεία και γνωσιακά εφόδια για την ζώσα πραγματικότητα και την ιστορική προοπτική των αναρχικών δυνάμεων μέσα σ’ αυτή στο εδώ και το τώρα. Ακόμη πιο απαραίτητη, την καθιστά αυτή την γνώση, το γεγονός ότι όλο και περισσότερο στα σύγχρονα αναρχικά κινήματα εκτοπίζονται οι θεωρητικοί εκπρόσωποι, οι ιστορικοί σταθμοί, τα επαναστατικά και ταξικά χαρακτηριστικά της αναρχικής παράδοσης και αντικαθίστανται από σχολές σκέψης εξωγενείς, με αποτέλεσμα, όλο και πιο πολύ να ριζώνεται ένας «αναρχισμός χωρίς αναρχικούς» [1] και ένας αναρχισμός χωρίς ταυτότητα και γνώση της ίδιας της ιστορικής του ύπαρξης και συνέχειας.

Περνώντας στο προκείμενο, όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό και από την διάρθρωση που έχουμε κάνει στα περιεχόμενα της έκδοσης, ο διάλογος που ξεδιπλώθηκε από το 1926 έως το 1930 πάνω στο σχέδιο της οργανωτικής πλατφόρμας μπορεί να χωριστεί σε τρία μέρη: την αντιπαράθεση με τους συνθετιστές, την αλληλογραφία με την Μαρία Ισιντίν και την αλληλογραφία με τον Ερρίκο Μαλατέστα.

Ξεκινώντας από την αντιπαράθεση μεταξύ των συντακτών της «Πλατφόρμας» και των «συνθετιστών», οι οποίοι στον διάλογο αυτόν αντιπροσωπεύονται από διάφορους Ρώσους αναρχικούς που συνέταξαν το κείμενο «Μια απάντηση στην Πλατφόρμα», είναι φανερό εξετάζοντας τα κατατεθειμένα γραφόμενα των δύο πλευρών, ότι πρόκειται για δύο εντελώς αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις και αντιλήψεις, για δύο διαφορετικά κοσμοθεωρητικά σύμπαντα, θα μπορούσαμε να πούμε. Οι διαφορές αυτές εντοπίζονται τόσο στην αντίληψη της ίδιας της έννοιας της αναρχικής οργάνωσης, του τρόπου και της μεθόδου συγκρότησής της, αλλά και συγχρόνως εντοπίζουμε μεγάλα ιδεολογικά και θεωρητικά χάσματα μεταξύ των δύο πλευρών, τα οποία θεωρούμε ότι δεν είναι ασύνδετα και ως προς τα αντιτιθέμενα συμπεράσματα για τις οργανωτικές αρχές και τις αλληλοσυγκρουόμενες οργανωτικές προτάσεις που προβάλλουν.

Όσον αφορά το οργανωτικό ζήτημα, η ομάδα της Delo Truda είχε ασκήσει κριτική στην οργανωτική πρόταση της «σύνθεσης» ήδη πριν την δημοσιοποίηση του «Σχεδίου της Πλατφόρμας» με το άρθρο της «Το πρόβλημα της οργάνωσης και η έννοια της σύνθεσης», το οποίο, εάν και πρωθύστερο, είναι το πρώτο άρθρο που έχουμε συμπεριλάβει στην παρούσα έκδοση στην ενότητα της αντιπαράθεσης με τους συνθετιστές, αναγνωρίζοντας την πολιτική αξία του, αλλά και την συνάφεια των θέσεων του με αυτές που τρεις μήνες αργότερα σχηματοποιήθηκαν ακριβέστερα στο κείμενο της «Πλατφόρμας». Με το άρθρο τους αυτό, οι συγγραφείς της «Πλατφόρμας» ασκούν την κριτική τους στην οργανωτική πρόταση της «σύνθεσης» βάσει της οποίας οι αναρχικοί που εκπροσωπούν τις τρεις «κλασικές τάσεις του αναρχισμού» –δηλαδή τον αναρχοκομμουνισμό, τον αναρχοσυνδικαλισμό και τον αναρχοατομικισμό– θα πρέπει (και μπορούν) να συγχωνευτούν σε «μια μεγάλη οικογένεια», σε ένα οργανωτικό σχήμα που θα αντιπροσωπεύει και τις τρεις αυτές τάσεις, επιτυγχάνοντας μια θεωρητική και φιλοσοφική σύνθεση μεταξύ τους.

Απέναντι σ’ αυτή την πρόταση, οι συντάκτες της «Πλατφόρμας» αντιπαραβάλλουν την οργάνωση της τάσης και συγκεκριμένα την οργάνωση της αναρχικής κομμουνιστικής τάσης σε μια ενιαία οργάνωση με σαφώς καθορισμένες θεωρητικές, τακτικές και στρατηγικές θέσεις. Η διαδρομή που προτείνουν για την συγκρότηση μιας τέτοιας οργάνωσης πάει, όπως αναφέρουν και οι ίδιοι στο άρθρο τους, «χέρι– χέρι με την επεξεργασία των θεωρητικών και τακτικών θέσεων που θα συγκροτήσουν τη βάση, την πλατφόρμα, για αυτή την οργάνωση». Συγκεκριμένα, αρχικά θεωρούν ότι πρέπει να δοθεί μια σαφή διατύπωση όσον αφορά αυτές τις θεωρητικές και τακτικές θέσεις αρχής, εν συνεχεία αυτές να τεθούν σε μια οργανωτική πλατφόρμα η οποία θα αποτελέσει την βάση για την οργανική συνένωση ομάδων και μαχητών σε μια κοινή οργάνωση, η οποία θα μπορέσει να προσελκύσει ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεων του αναρχικού κινήματος. Σ’ αυτό το σημείο είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι οι συντάκτες της «Πλατφόρμας» δεν υποστηρίζουν πως η σχηματοποίηση αυτών των θεωρητικών και τακτικών θέσεων πρέπει να γίνει ούτε εκ του μηδενός ούτε σε ένα κενό χρόνου. Όπως γράφουν και οι ίδιοι στο προαναφερθέν άρθρο τους: «Δεν είναι πρόθεσή μας να συνεχίσουμε σ’ αυτήν την περίπτωση σε μια συνολική αναθεώρηση των αξιών ή την επεξεργασία οποιονδήποτε νέων θέσεων. Η άποψή μας είναι πως οτιδήποτε απαραίτητο για την συγκρότηση μιας οργάνωσης που ιδρύεται πάνω σε μια δεδομένη πλατφόρμα μπορεί να βρεθεί στον Αναρχικό Κομμουνισμό, ο οποίος παντρεύει την ταξική πάλη, την ισότητα και την ελευθερία κάθε εργαζομένου, και πραγματοποιείται στην Αναρχική Κομμούνα.»

Την παραπάνω διαδρομή επιχείρησε να ακολουθήσει η ομάδα των Ρώσων εξόριστων στο εξωτερικό (Delo Truda) με την κατάθεση της «Οργανωτικής Πλατφόρμας της Γενικής Ένωσης Αναρχικών», ένα προσχέδιο για την συγκρότηση της οργάνωσης που προωθούσαν, το οποίο όμως σε καμία περίπτωση δεν περιορίστηκε μονάχα σε μια μηχανιστική φόρμουλα δημιουργίας οργάνωσης. Μπορεί η «Πλατφόρμα» να είναι περισσότερο γνωστή όσον αφορά τις θέσεις της που κατατέθηκαν στην ενότητά της «Οργανωτικός Τομέας», όπου εισάγει τα τέσσερα βασικά οργανωτικά σημεία πάνω στα οποία προτείνει να συσταθεί η Γενική Ένωση Αναρχικών: την θεωρητική ενότητα, την τακτική ενότητα, την συλλογική υπευθυνότητα και την ομοσπονδιοποίηση. Επιπλέον, ο διάλογος που πραγματοποιήθηκε πάνω στην «Πλατφόρμα», ειδικά με τον Ερρίκο Μαλατέστα, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, επικεντρώθηκε πάνω στις θέσεις και τις προτάσεις που εκτίθενται στον «Οργανωτικό Τομέα». Παρ’ όλα αυτά, το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου της «Πλατφόρμας» καταλαμβάνουν οι ενότητες «Γενικός Τομέας» και «Δημιουργικός Τομέας», στις οποίες οι συγγραφείς καταγράφουν τις ιδεολογικές, στρατηγικές, τακτικές και προγραμματικές θέσεις τους σε μια σειρά από κομβικά ζητήματα για τον αναρχισμό, όπως μεταξύ άλλων η ιδεολογική και ιστορική θεμελίωση του αναρχισμού, η ταξική πάλη ως κινητήριος μοχλός της ιστορίας, η σχέση μεταξύ κοινωνίας και ατόμου, το επαναστατικό υποκείμενο, η κριτική στο σοσιαλιστικό κράτος των μπολσεβίκων, οι μεταπαναστατικές προτάσεις για την αταξική – ακρατική κοινωνία όσον αφορά την παραγωγή και την διανομή, καθώς και σχετικά με τον καταλυτικό ρόλο της εμπροσθοφυλακής των οργανωμένων δυνάμεων του αναρχισμού μέσα στις ενώσεις και τις οργανώσεις των εργαζομένων, προωθώντας την τακτική του οργανωτικού δυισμού και της κοινωνικής εισχώρησης, η οποία σχηματοποιήθηκε επαρκέστερα από το ρεύμα του εσπεσιφισμού τις επόμενες δεκαετίες.

Θεωρούμε ότι οι θέσεις που καταγράφηκαν στην «Πλατφόρμα» όσον αφορά τα παραπάνω, εάν και η ανάλυσή τους περιορίζεται λόγω της φύσης του κειμένου (αποτελεί ένα αρχικό προσχέδιο πλατφόρμας για οργάνωση), είναι σημαντικό να μελετηθούν εξίσου με το οργανωτικό τμήμα της, καθώς πέρα από τη σημασία τους -η οποία ιστορικά έχει σε έναν βαθμό παραγκωνιστεί- βρίσκονται σε μια οργανική σύνδεση με τις βασικές οργανωτικές αρχές που υποστηρίζονται ως το ενστάλλαγμα της θεωρητικής και τακτικής πραγμάτευσης στο τέλος του κειμένου. Η οργανική σύνδεση μεταξύ θεωρίας και οργάνωσης εντοπίζεται και στα αίτια που αποδίδουν οι συγγραφείς της «Πλατφόρμας» την αδυναμία του αναρχικού κινήματος. Το βασικό αίτιο που τοποθετούν είναι, όπως γράφουν χαρακτηριστικά, «η χρόνια αποδιοργάνωση» την οποία όμως συνδέουν και αποδίδουν σε «μερικά σφάλματα στην θεωρία και κυρίως σε μια λανθασμένη εκτίμηση της αρχής της ατομικότητας στον αναρχισμό». Και υπό αυτό το πρίσμα, με βάση την ιστορική και θεωρητική θεμελίωση του αναρχισμού ως ενός σαφώς ορισμένου πολιτικού ρεύματος με στρατηγικό στόχο την Κοινωνική Επανάσταση, η αναγκαιότητα της οργάνωσης που προτείνουν προβάλλεται ως το μέσο, και όχι ως μια πανάκεια σε όλα τα προβλήματα, όπως τους κατηγορούν οι «συνθετιστές», για την επίτευξη του στρατηγικού στόχου. Το παρακάτω απόσπασμα από την εισαγωγή της «Πλατφόρμας» θεωρούμε πως είναι διαφωτιστικό σε σχέση με το παραπάνω:

«Ο αναρχισμός δεν είναι μια θαυμάσια ουτοπία, ούτε μια αφηρημένη φιλοσοφική ιδέα. Είναι ένα κοινωνικό κίνημα του εργαζόμενου λαού. Για αυτό τον λόγο, πρέπει να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του σε μια οργάνωση, συνεχώς δρώσα, όπως αυτό απαιτείται από την πραγματικότητα και την στρατηγική της ταξικής πάλης».

Το κείμενο της «Πλατφόρμας» έγινε αποδέκτης κριτικής με βάση το επιχείρημα ότι παρεκβαίνει τις αναρχικές αρχές ή ακόμη ότι ρέπει προς τον μπολσεβικισμό. Την κριτική αυτή, όσον αφορά τους ατομικιστές αλλά και εν μέρει, με τον τρόπο που κατατέθηκε από τους «συνθετιστές», των οποίων οι αναφορές είναι ξεκάθαρα επηρεασμένες από τους πρώτους, οι συντάκτες της, την είχαν προβλέψει ήδη από την κατάθεση του αρχικού σχεδίου της «Πλατφόρμας», στο οποίο γράφουν χαρακτηριστικά: «Προβλέπουμε ότι αρκετοί αντιπρόσωποι του λεγόμενου self–styled ατομικισμού καθώς και του χαοτικού αναρχισμού, θα μας επιτεθούν με αφρισμένο στόμα και θα μας κατηγορήσουν ότι παραβαίνουμε τις αναρχικές αρχές. Πάντως, γνωρίζουμε ότι τα ατομικιστικά και χαοτικά στοιχεία καταλαβαίνουν και εκλαμβάνουν τις «αναρχικές αρχές» ως πολιτική αδιαφορία, αμέλεια και απουσία κάθε υπευθυνότητας, κάτι που έχει προκαλέσει στο κίνημά μας σχεδόν αθεράπευτες διασπάσεις, εναντίον των οποίων αγωνιζόμαστε με όλη μας την ενεργητικότητα και το πάθος».

Με βάση το παραπάνω, ανακύπτει το ζήτημα των βασικών ιδεολογικών και θεωρητικών χασμάτων των συντακτών της «Πλατφόρμας» με τους «συνθετιστές» στα οποία αναφερθήκαμε και παραπάνω. Στην παρούσα εισαγωγή θα θέλαμε να σταθούμε ειδικά σε ένα από αυτά, το οποίο είναι ο ορισμός της «ατομικότητας» και η πρόσληψη του ατόμου μέσα στην αναρχική θεωρία. Επ’ αυτού, θα επανέλθουμε και στο Επίμετρο. Οι «συνθετιστές», επιχειρώντας να συνθέσουν τον αναρχοκομμουνισμό με τον ατομικισμό, προσπαθούν να συνθέσουν παράλληλα τον ταξικό χαρακτήρα του αναρχισμού με την φιλελεύθερη αντίληψη περί ατόμου. Αυτήν τη σύνθεση, η οποία παραπέμπει σε ένα ιδεολογικά αντικρουόμενο συνονθύλευμα, την παρατηρούμε ειδικά στο κείμενο της «Κριτικής της «Πλατφόρμας» από τους «συνθετιστές», όπου ασκώντας κριτική στη θέση της «Πλατφόρμας» για τον ταξικό χαρακτήρα του αναρχισμού ως βάσης συγκρότησής του, υποστηρίζουν την αναγκαιότητα σύνθεσης του ταξικού χαρακτήρα του αναρχισμού με έναν αφαιρετικά ανθρωπιστικό χαρακτήρα, ενώ παράλληλα σε όλη την ανάλυσή τους υπεραμύνονται της αρχής της «ατομικότητας».

Μπροστά σ’ αυτή την κριτική, οι συντάκτες της «Πλατφόρμας» θέτουν δύο βασικά ερωτήματα, τα οποία θεωρούμε ότι είναι ιδιαίτερα δόκιμα και στο σήμερα και πρέπει να μας προβληματίσουν ως προς τις φιλελεύθερες αντιλήψεις που έχουν παρεισφρήσει και στις μέρες μας μέσα στο αναρχικό κίνημα: πρώτον, ποια είναι αυτή η «ατομικότητα»; Είναι η ατομικότητα γενικά ή η καταπιεσμένη και ταξικά προσδιορισμένη αντικειμενικά «ατομικότητα» του εργαζομένου; Και, δεύτερον, ποια είναι αυτή η ανθρωπότητα που έχει την αναφορά του ο αναρχισμός; Υπάρχει ενιαία ανθρωπότητα; Η απάντηση που δίνουν και στα δύο αυτά ερωτήματα στηρίζεται πάνω στις θεμελιακές αρχές του αναρχισμού. Όσον αφορά την «ατομικότητα» απαντούν ότι «δεν υπάρχει κανένα τέτοιο πράγμα όπως «η ατομικότητα γενικά», επειδή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κάθε άτομο βρίσκεται αντικειμενικά ή υποκειμενικά είτε στη σφαίρα της εργασίας, είτε αλλιώς στη σφαίρα του κεφαλαίου». Όσον αφορά την έννοια της ανθρωπότητας από την αρχή της «οργανωτικής τους Πλατφόρμας» κάνουν μια βασική παραδοχή: «Δεν υπάρχει μια και μόνη ανθρωπότητα. Υπάρχει η ανθρωπότητα των τάξεων. Σκλάβοι και αφέντες». Απέναντι στους «εραστές του ισχυρισμού του εγώ» οι «πλατφορμιστές» αντιπαραβάλλουν την πραγματική ελευθερία του ατόμου, ιδωμένη από αναρχική σκοπιά, η οποία μπορεί να βρει το πραγματικό της αντίκρισμα μόνο στην αναρχική κοινωνία, σε μια κοινωνία ίσων μεταξύ ίσων και ελεύθερων μεταξύ ελεύθερων. Ακολουθούν τη βασική μπακουνική θέση σύμφωνα με την οποία η ελευθερία του ενός είναι προϋπόθεση για την ελευθερία του άλλου και αυτή η ελευθερία μπορεί να επεκταθεί μόνο στο πλαίσιο της αναρχικής κομμουνιστικής κοινωνίας, όπου η κοινωνική ελευθερία και η ελευθερία του ατόμου θα βρουν την πλήρη αρμονία τους.

Για να κλείσουμε με την εισαγωγική μας πραγμάτευση όσον αφορά την αντιπαράθεση με τους «συνθετιστές», στην οποία θα επανέλθουμε στο Επίμετρο, τα κείμενα που ακολουθούν στην παρούσα έκδοση πάνω στον διάλογο των συντακτών της «Πλατφόρμας» και των «συνθετιστών» κρίνουμε ότι μέσα από τις αντιπαρατιθέμενες θέσεις που αναπτύσσουν -τις οποίες μόνο μερικώς σχολιάσαμε στην παρούσα εισαγωγή πραγματεύονται ζητήματα που αποτελούν σημεία προβληματισμού, σκέψης και αντιπαραθέσεων που κατατρύχουν μέχρι και τις ημέρες μας το αναρχικό κίνημα διεθνώς. Αυτός είναι σίγουρα για εμάς, ένας βασικός λόγος για τον οποίο αξίζει η μελέτη τους και η εξαγωγή συμπερασμάτων πάνω σ’ αυτά.

Το σχέδιο της Οργανωτικής Πλατφόρμας της Γενικής Ένωσης Αναρχικών αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής και από την πλευρά του Ερρίκο Μαλατέστα. Με έναυσμα την αρχική κριτική του Μαλατέστα με το κείμενό του «Ένα σχέδιο αναρχικής οργάνωσης», εκτυλίχθηκε μέσα σε διάστημα τριών χρόνων μια αλληλογραφία, με απαντήσεις και ανταπαντήσεις του Νέστορα Μαχνό και του Πίοτρ Αρσίνοφ ως μελών της Delo Truda, από την μία πλευρά, και του Ερρίκο Μαλατέστα, από την άλλη πλευρά. Τα πέντε συνολικά κείμενα αυτής της αλληλογραφίας εκτίθενται στην παρούσα έκδοση.

Στην περίπτωση της κριτικής του Μαλατέστα προς την «Πλατφόρμα» έχουμε να κάνουμε με ένα αρκετά διαφορετικό παράδειγμα σε σχέση με αυτό των «συνθετιστών» που αναλύσαμε παραπάνω. Κι αυτό, διότι ο Μαλατέστα πρόκειται για έναν αναρχικό αγωνιστή που με βάση τα γραπτά και την δράση του μπορούμε να τον συγκαταλέξουμε εντός της ίδιας τάσης που εκπροσωπούν οι συντάκτες της «Πλατφόρμας», αυτής του αναρχοκομμουνισμού. Συγχρόνως, ο Μαλατέστα καθ’ όλη την διάρκεια της αγωνιστικής του ζωής υπεραμύνθηκε της αναγκαιότητας της οργάνωσης, αναγνωρίζοντάς την ως σύμφυτο στοιχείο τόσο του αναρχισμού όσο και της ίδιας της κοινωνίας και επιχειρώντας, ατελώς ή μη, να σχηματοποίησει τον καταλληλότερο τρόπο που αυτή μπορεί να επιτευχθεί ώστε να εξυπηρετήσει τον στρατηγικό στόχο της Κοινωνικής Επανάστασης. Η γνωστή ρήση του Μαλατέστα σύμφωνα με την οποία «από το να οργανωθούμε πάνω σε λάθος βάση, καλύτερα να μην οργανωθούμε καθόλου» φανερώνει ότι αναγνωρίζει πως πρέπει να υπάρχουν κάποιες κοινές αρχές που θα αποτελέσουν μια βάση για την οικοδόμηση μιας αναρχικής οργάνωσης που θα μπορεί να είναι αποτελεσματική. Είναι εμφανές ότι η άποψη του Μαλατέστα επ΄ ουδενί δεν γειτνιάζει, με αυτή των «συνθετιστών».

Πράγματι, οι συγκλίσεις αυτές μπορούν να εντοπιστούν στην αρχή του πρώτου προαναφερθέντος κειμένου που ο Μαλατέστα κατέθεσε σχετικά με την «Πλατφόρμα», αφού σε αυτό εκκινεί από τη συμφωνία του πάνω στην κύρια αιτία που αποτρέπει το αναρχικό κίνημα να διαδραματίσει έναν καταλυτικό ρόλο μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα, τοποθετώντας την και αυτός «στην απουσία μιας μεγάλης, σοβαρής και ενεργού οργάνωσης». Συγχρόνως, χαρακτηρίζει τις προθέσεις των συγγραφέων της «Πλατφόρμας» ως εξαιρετικές και καταγράφει κοινές θέσεις όσον αφορά τον ταξικό χαρακτήρα του αναρχισμού, την σημασία του συνδικαλισμού ως ένα μέσο του αγώνα της ταξικής πάλης στο οποίο οι αναρχικοί πρέπει να έχουν ενεργό ρόλο, αλλά παράλληλα θέτει κι αυτός επίσης, τα όρια του, προβάλλοντας ορθά την αναγκαιότητα για συγκρότηση ειδικών αναρχικών οργανώσεων όσο το δυνατόν καλύτερα οργανωμένων ώστε να παλέψουν συγκροτημένα για την ηγεμονία των ιδεών μέσα στις μάζες των εργαζομένων στον δρόμο για την κοινωνική απελευθέρωση από τα δεσμά του κράτους και της άρχουσας τάξης.

Πέρα από αυτές τις αρχικές συμφωνίες, η κριτική του Μαλατέστα επικεντρώνεται στην ενότητα του «Οργανωτικού Τομέα» της «Πλατφόρμας» και, συγκεκριμένα, πάνω σε τρία βασικά σημεία που εκτίθενται σ΄ αυτή που αφορούν κατά κύριο λόγο την δομή και την εσωτερική λειτουργία και συγκρότηση της οργάνωσης που προτείνεται. Τα τρία αυτά σημεία, τα οποία αποτέλεσαν εν συνεχεία και το κύριο θεματικό κέντρο της αλληλογραφίας μεταξύ των δύο πλευρών, είναι: η συλλογική υπευθυνότητα, ο ενιαίος χαρακτήρας της οργάνωσης και ο ρόλος της Εκτελεστικής Επιτροπής. Με την κριτική του πάνω σ’ αυτά ο Μαλατέστα υποστήριξε ότι η «Πλατφόρμα» ουσιαστικά προτάσσει έναν εξουσιαστικό και συγκεντρωτικό τρόπο και μέθοδο οργάνωσης. Προτού περάσουμε, στην ανάλυση των επιχειρημάτων και αντιεπιχειρημάτων για τα παραπάνω, είναι σημαντικό να πούμε ότι ο Μαλατέστα με την επικέντρωση της κριτικής του μονάχα στον «Οργανωτικό Τομέα» της «Πλατφόρμας», φαίνεται σαν να μην λαμβάνει υπόψη του τις θέσεις που εκτίθενται στον «Γενικό και Δημιουργικό Τομέα», καταλήγοντας να χάνει στο συλλογισμό και τα συμπεράσματά του την οργανική σύνδεση την οποία επεξηγήσαμε και παραπάνω, αυτής μεταξύ των ιδεολογικών, τακτικών στρατηγικών και προγραμματικών θέσεων της «Πλατφόρμας» και των οργανωτικών θέσεων στις οποίες καταλήγει ως απότοκο τον πρώτων. Την παραπάνω παράλειψη εντόπισε και ο Π. Αρσίνοφ, γράφοντας χαρακτηριστικά στην απάντηση του υπό τον τίτλο «Το παλιό και το νέο στον αναρχισμό»:

«Επιτρέψτε μας να του καταλογίσουμε μια σοβαρότατη παράλειψη: δεν ασχολείται καθόλου με τη θεωρητική βάση ούτε με τον εποικοδομητικό τομέα της «Πλατφόρμας», αλλά μόνο με το σχέδιο οργάνωσης. Το κείμενό μας δεν αντικρούει απλώς την ιδέα της Σύνθεσης, όπως και την ιδέα του αναρχοσυνδικαλισμού, ως ανεφάρμοστη και χρεοκοπημένη• προωθεί ακόμη το σχέδιο της ομαδοποίησης ενεργών αναρχικών αγωνιστών επί τη βάσει ενός, λίγο – πολύ, ομοιογενούς προγράμματος. Ο σύντροφος Μαλατέστα όφειλε να επιμείνει συγκεκριμένα σε αυτή τη μέθοδο• παρ’ όλα αυτά, σιωπηλά την παρέλειψε, όπως και τον εποικοδομητικό τομέα, καίτοι τα συμπεράσματά του πρόσκεινται εμφανώς στο σύνολο της Πλατφόρμας. Αυτό προσδίδει στο άρθρο του έναν αντιφατικό και ασταθή χαρακτήρα.»

Περνώντας στα σημεία της κριτικής, όσον αφορά την ενιαία οργάνωση, την πρόταση δηλαδή της συσπείρωσης των αναρχικών δυνάμεων σε μια Γενική Ένωση, θεωρούμε ότι ο Μαλατέστα υποπίπτει αρχικά σε μια λανθασμένη ερμηνεία της έννοιας της μιας ισχυρής οργάνωσης που προτάσσουν οι συντάκτες της «Πλατφόρμας». Όπως προαναφέραμε, οι συγγραφείς της «Πλατφόρμας» προτάσσουν την οργάνωση της αναρχοκομμουνιστικής τάσης με βάση ένα πλαίσιο αποδεκτών και κοινά συμφωνημένων ιδεολογικών αρχών και τακτικών, στρατηγικών και προγραμματικών στόχων, πρόταση η οποία δεν παραπέμπει ούτε στον καταναγκασμό της συμμετοχής των διαφωνούντων σ΄ αυτή την οργάνωση, ούτε και στην αποτροπή από το να οργανωθούν με τον τρόπο που αυτοί θα επιλέξουν. Αυτό το σημείο διευκρινίζει ο Αρσίνοφ στην απάντηση του, γράφοντας ότι «είναι ολοφάνερο πως καλώντας τους αναρχικούς να οργανωθούν βάσει ενός ρητού προγράμματος, δεν αφαιρούμε το ίδιο δικαίωμα των αναρχικών άλλων τάσεων να οργανωθούν όπως εκείνοι νομίζουν ότι πρέπει. Ωστόσο, είμαστε πεπεισμένοι ότι, από την στιγμή που οι αναρχικοί θα δημιουργήσουν μια σημαντική οργάνωση, η κενότητα και η ματαιότητα των παραδοσιακών οργανώσεων θα αποκαλυφθούν». Ο σκοπός, λοιπόν, δεν είναι η εξουσιαστική προσπάθεια συνένωσης κάτω από μια Ένωση, μια πρόταση που θα ταίριαζε περισσότερο στους «συνθετιστές» οι οποίοι με τη μηχανιστική συνένωση που επιχειρούν, στην πραγματικότητα οδηγούν στην καταπάτηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε τάσης, αλλά η εθελοντική συνοργάνωση, που με τη δυναμική και τη στιβαρότητα που θα επιδείξει στο πλαίσιο των ιδεών και της δράσης, θα αποτελέσει ένα πόλο που θα ελκύσει μεγάλο μέρος των αναρχικών δυνάμεων στην βάση της κοινής ιδεολογικής συμφωνίας και της τακτικής ενότητας.

Ένα ακόμη σημαντικό επιχείρημα που εκθέτει ο Αρσίνοφ στο κείμενό του «Το παλιό και το νέο στον αναρχισμό» όσον αφορά την αναγκαιότητα της συγκρότησης μιας ενιαίας οργάνωσης –με βάση την αρχή της ομοσπονδιοποίσης– είναι ότι αυτή θα μπορέσει να αποτελέσει τον ικανό φορέα για την δημιουργία ενός «γενικού ομοιογενούς προγράμματος», η απουσία του οποίου όπως αναφέρει «υπήρξε πάντοτε μια ιδιαίτερα αξιοσημείωτη αποτυχία στο αναρχικό κίνημα». Την αδυναμία αυτή ο Ρώσος αναρχικός την αποδίδει σε ένα αίτιο ιδιαίτερα γνώριμο, που το παρατηρούμε κατά κόρον και στα σημερινά δεδομένα του αναρχικού κινήματος στον ελλαδικό χώρο: την ύπαρξη κατακερματισμένων και αυτόνομων μεταξύ τους ομάδων που δρουν σύμφωνα με τις δικές τους υποκειμενικές προτεραιότητες, παράγοντας ξεκομμένα, μια αποσπασματική και αντιφατική προπαγάνδα. Αυτή η επικρατούσα συνθήκη ήταν, κατά τον Αρσίνοφ, ένα από τα βασικά αίτια της ήττας του αναρχικού κινήματος κατά την Ρωσική Επανάσταση, καθώς όντας οργανωμένοι κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι αναρχικοί δεν μπόρεσαν να περάσουν από το στάδιο της διακήρυξης των, ορθών μεν, προταγμάτων τους (π.χ. την αρχή «από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του»), στην πρακτική εφαρμογή αυτών με την κατάθεση ενός δομημένου προγράμματος που θα γείωνε, μέσω μιας συγκροτημένης στρατηγικής, τις αναρχικές προτάσεις στην κοινωνική πραγματικότητα και θα έπειθε παράλληλα τις εργαζόμενες μάζες και τη φτωχή αγροτιά για την εφαρμοστικότητά τους. Καταληκτικά, σε σχέση τα παραπάνω, θα θέλαμε να κάνουμε μια σημείωση. Ο βαθμός αυτονομίας πάνω στην τακτική δράση του καθενός πυρήνα μιας τέτοιας ενιαίας οργάνωσης που προτείνεται στην «Πλατφόρμα», θεωρούμε ότι είναι πράγματι ένα σημαντικό σημείο προς συζήτηση και διερεύνηση για κάθε οργανωτική προσπάθεια που επιχειρεί να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο. Άλλωστε, στο πρόσφατο παρελθόν σε ό,τι αφορά τα καθ’ ημάς, δηλαδή τον εν Ελλάδι αναρχικό χώρο, η διαφωνία αναφορικά με τον βαθμό αυτονομίας των επί μέρους πυρήνων μιας οργάνωσης οδήγησε σε διάσπαση της ομοσπονδιακής προσπάθειας που εκκίνησαν το 2013 τέσσερις αναρχικές συλλογικότητες. Βέβαια, στο παράδειγμα αυτό, λόγω του μοντέλου οργάνωσης που επιλέχθηκε (ομοσπονδία συλλογικοτήτων) το ερώτημα ήταν στην πραγματικότητα διττό: από την μία, ποιος θα είναι ο βαθμός αυτονομίας των τοπικών περιφερειών από το κεντρικό όργανο της οργάνωσης και από την άλλη, ποιος o βαθμός αυτονομίας της κάθε συλλογικότητας έξω από την οργάνωση.

Το δεύτερο κύριο σημείο πάνω στο οποίο ο Μαλατέστα ασκεί κριτική στο κείμενο της «Πλατφόρμας» σχετίζεται με την έννοια της «συλλογικής υπευθυνότητας» το οποίο οι συγγραφείς της το τοποθετούν ως ένα από τα συστατικά στοιχεία της οργάνωσης που προτείνουν. Για τους συντάκτες της «Πλατφόρμας» η έννοια της «συλλογικής υπευθυνότητας» μετουσιώνει το νόημά της στην εξής αρχή: «ολόκληρη η Ένωση (δηλαδή, η οργάνωση) θα είναι υπεύθυνη για την πολιτική και επαναστατική δραστηριότητα κάθε μέλους και κατά τον ίδιο τρόπο, κάθε μέλος θα είναι υπεύθυνο για την πολιτική και επαναστατική δραστηριότητα της Ένωσης». Από την παραπάνω οπτική, η συλλογική υπευθυνότητα παρουσιάζεται ως το αντίδοτο ενάντια στην «τακτική του ανεύθυνου ατομικισμού», ενώ από την πλευρά του Μαλατέστα παρουσιάζεται ως «η απόλυτη άρνηση κάθε ατομικής ανεξαρτησίας». Εκείνο το οποίο παραβλέπει ή παρερμηνεύει ο σπουδαίος σύντροφος Μαλατέστα σ΄ αυτήν την απόφανσή του, έγκειται στην εθελοντική αποδοχή των ιδεολογικών και τακτικών αρχών της οργάνωσης από κάθε μέλος, καθώς επίσης και τον κοινό προαπαιτούμενο ακριβή καθορισμό αυτών των αρχών από τα ίδια τα μέλη με βάση την ελεύθερη συμφωνία. Η προϋπόθεση αυτή για την εφαρμογή της συλλογικής υπευθυνότητας υποστηρίζεται με σαφήνεια από τον Π. Αρσίνοφ στην απάντησή του προς τον Μαλατέστα, γράφοντας: «Στο μέτρο που την αποδέχονται, αυτή η πλατφόρμα πρέπει να γίνει υποχρεωτική για όλους. Εκείνοι που δεν αναγνωρίζουν αυτές τις βασικές αρχές δεν μπορούν –και άλλωστε δεν θα ήθελαν και οι ίδιοι– να γίνουν μέλη της οργάνωσης». Και συμπληρώνει παρακάτω σχετικά με το ποια είναι η βάση πάνω στην οποία θεμελιώνεται η έννοια της δέσμευσης: «Ταυτόχρονα, κάθε μέλος είναι απόλυτα υπεύθυνο για ολόκληρη την Ένωση, με την δέσμευση ότι η δραστηριότητά του δεν θα αντίκειται στην συμφωνημένη από όλα τα μέλη δραστηριότητα». Εν κατακλείδι, πιστεύουμε ότι η αρχή της συλλογικής υπευθυνότητας βρίσκεται σε απόλυτη συνάρτηση με την ίδια την ουσία της αναρχικής οργάνωσης, φέρνοντας στο προσκήνιο τη διαλεκτική σχέση μεταξύ ατόμου και οργάνωσης, βασισμένη πάνω στη θεμελιακή σχέση κοινωνικής ελευθερίας και ατόμου, ως μια θέση αρχής για τους συντάκτες της «Πλατφόρμας», απευθείας συναγόμενη από τον Μπακούνιν, όπως επισημάναμε και παραπάνω. Τίποτα το εξουσιαστικό και συγκεντρωτικό δεν μπορούμε να βρούμε στην συλλογική υπευθυνότητα στο πλαίσιο της αναρχικής οργάνωσης, όπως τίποτα το εξουσιαστικό και το συγκεντρωτικό δεν μπορούμε να βρούμε στις έννοιες της εθελοντικής δέσμευσης και του αγωνιστικού καθήκοντος που εισάγονται από τους συντάκτες της «Πλατφόρμας». Αντιθέτως, η πίστη και η στράτευση στην υπόθεση υπό το πρίσμα της υπευθυνότητας και της δέσμευσης σ΄ αυτόν τον σκοπό, χωρίς έξωθεν επιβολές (ιεραρχία) και διαχωρισμένα όργανα λήψης αποφάσεων, θεωρούμε ότι αποτελούν την πεμπτουσία της ελευθεριακότητας και της αγωνιστικής στράτευσης, απαραίτητα συστατικά για τον θρίαμβο του αναρχισμού.

Στα γραφόμενα του Μαλατέστα, πέρα από το κομμάτι της παρερμηνείας, μπορούμε να εντοπίσουμε και ορισμένες αντιφάσεις στην συλλογιστική του. Ενώ ο ίδιος ασκεί κριτική στην αρχή της συλλογικής υπευθυνότητας, κρίνοντάς της ως εξουσιαστική, παράλληλα στο αρχικό του κείμενο αναγνωρίζει την αναγκαιότητα αυτής της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ οργάνωσης και μελών ώστε τα τελευταία να αποδέχονται «τα ηθικά καθήκοντα για να καταλάβουν πλήρως τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν και να μην κάνουν τίποτα που μπορεί να αντιπαρατίθεται με το αποδεκτό πρόγραμμα». Επιπλέον, μέσα στην πορεία της αλληλογραφίας του με τον Ν. Μαχνό παρατηρούμε μια «μετακίνηση» και μια μεγαλύτερη κατανόηση σε σχέση με την αρχική του κριτική. Συγκεκριμένα, στην επιστολή του προς τον Ν. Μαχνό υπό τον τίτλο «Απάντηση στο σχετικά με την Πλατφόρμα» γράφει:

«Αναμφίβολα αποδέχομαι και υποστηρίζω την άποψη ότι ο καθένας που συνδέεται και συνεργάζεται με άλλους για έναν κοινό σκοπό πρέπει να νιώθει την ανάγκη να συντονίσει τις δράσεις τους με αυτές των συντρόφων τους και να μην κάνει οτιδήποτε μπορεί να βλάψει τη δουλειά των άλλων και, έτσι, τον κοινό σκοπό• και σέβεται τις συμφωνίες οι οποίες έχουν γίνει –εκτός από όταν επιθυμεί να εγκαταλείψει την συνεργασία όταν προκύπτουν διαφορές απόψεων ή αλλάζουν οι περιστάσεις ή συγκρούσεις πάνω στις προτιμώμενες μεθόδους κάνουν την συνεργασία αδύνατη ή αναποτελεσματική. Ακριβώς όπως υποστηρίζω ότι αυτοί που δεν νιώθουν και δεν εφαρμόζουν αυτό το καθήκον θα πρέπει να πεταχτούν από την συνεργασία.

Ίσως, μιλώντας για τη συλλογική ευθύνη, εννοείς ακριβώς αυτή την αρμονία και αλληλεγγύη που πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στα μέλη μιας συνεργασίας. Και αν αυτό είναι όλο, η έκφρασή σου αντιστοιχεί, κατά τη γνώμη μου, σε λάθος χρήση της γλώσσας, αλλά βασικά θα ήταν μόνο μια ασήμαντη φρασεολογική ερώτηση και η συμφωνία σύντομα θα επιτευχθεί.»

Πέραν αυτού, όμως, σε σχέση με την ερμηνεία του όρου, κρίνουμε δόκιμη την κριτική επισήμανση του Π. Αρσίνοφ στο άρθρο του «Το παλιό και το νέο στον αναρχισμό», σύμφωνα με την οποία η αρχή της υπευθυνότητας κατανοήθηκε από τον Μαλατέστα με την έννοια «μιας ηθικής ευθύνης ατόμων και ομάδων». Πράγματι, ο Μαλατέστα τοποθετεί την έννοια της υπευθυνότητας περισσότερο στο κομμάτι της ελεύθερης έκφρασης απόψεων από τα μέλη της οργάνωσης και στο πλαίσιο της δυνατότητας μιας αυτόνομης αφαιρετικής δράσης μη προσανατολισμένης προς κάποιο σαφή στόχο. Δεν εξετάζει την συλλογική υπευθυνότητα υπό το πρίσμα της συλλογικής μεθόδου δράσης (τακτική ενότητα) μιας οργάνωσης μέσα στο καμίνι της ταξικής και κοινωνικής πάλης, εκεί που βρίσκεται αντιμέτωπη με την επίτευξη καθορισμένων τακτικών και στρατηγικών στόχων. Όπως γράφει και ο Αρσίνοφ: «Αυτός είναι ο λόγος που απλώς αποδίδει στις συνελεύσεις και τα αποτελέσματά τους τον ρόλο ενός είδους συζήτησης μεταξύ φίλων, οι οποίοι τελικά εκφράζουν μόνο πλατωνικές επιθυμίες».

Το τρίτο βασικό σημείο της κριτικής του Μαλατέστα επικεντρώνεται στην δομή της Οργάνωσης που προτάσσεται από τους συντάκτες της «Πλατφόρμας» και συγκεκριμένα στο σημείο της ύπαρξης Εκτελεστικής Επιτροπής. Είναι γεγονός ότι ο ρόλος, ο λόγος ύπαρξης και τα καθήκοντα της συγκεκριμένης Επιτροπής δεν αναλύονται με την επαρκή σαφήνεια και πληρότητα στο αρχικό προσχέδιο της Οργανωτικής Πλατφόρμας της Γενικής Ένωσης Αναρχικών, παρά μόνο σε πολύ αδρές γραμμές σε μια παράγραφο στο τέταρτο σημείο (περί ομοσπονδιοποίησης) του «Οργανωτικού Τομέα». Σ’ αυτό το σημείο, αποδίδεται στην Εκτελεστική Επιτροπή η αρμοδιότητα του συντονισμού των δραστηριοτήτων όλων των οργανώσεων – μελών της Ένωσης, καθώς και μια εκτελεστική αρμοδιότητα με βάση τις αποφάσεις που έχει πάρει η Ένωση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, έως έναν βαθμό, την κριτική του Μαλατέστα σε σχέση με τον από τα πάνω χαρακτήρα αυτής της Επιτροπής μπορεί να την αντισταθμίσουν η υποστήριξη της ομοσπονδιοποίησης, σε αντιπαράθεση με τον συγκεντρωτισμό, ως θέση αρχής της «Πλατφόρμας», καθώς και η εννοιολόγηση της κάθε οργάνωσης που είναι μέλος της Ένωσης ως «ενός ζωτικού πυρήνα του κοινού αυτού οργανισμού». Παρ’ όλα αυτά, τα κενά και τα ερωτήματα σχετικά με την ύπαρξη της Εκτελεστικής Επιτροπής παραμένουν, χωρίς να λάβουν και τις απαραίτητες απαντήσεις στην αλληλογραφία που ακολούθησε. Η συνέχεια του διαλόγου μεταξύ των δύο πλευρών, η οποία δεν επετεύχθη, ή ακόμη και η πρακτική εφαρμογή σε μεγάλη κλίμακα της πρότασης της «Πλατφόρμας» με τις αναγκαίες διασαφηνίσεις και τον πληρέστερο σχεδιασμό που θα απαιτούσε, ίσως να έδιναν τις απαντήσεις σ΄ αυτά τα ερωτήματα.

Κλείνοντας, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο «διάλογος» αυτός μέσω άρθρων και αλληλογραφίας μεταξύ του Μαλατέστα από την μία πλευρά και των Μαχνό και Αρσίνοφ από την άλλη, πραγματοποιήθηκε κάτω από αντίξοες συνθήκες και περιορισμούς, σε μια περίοδο καταστολής κατά του αναρχικού κινήματος. Αυτές τις δυσκολίες επισημαίνει και ο ίδιος ο Μαλατέστα αναφέροντας στην πρώτη απάντηση του προς τον Μαχνό το καθεστώς της λογοκρισίας που επικρατούσε στη φασιστική τότε Ιταλία, το οποίο τον εμπόδιζε να έχει ελεύθερη πρόσβαση στην αλληλογραφία του. Με βάση αυτούς τους αντικειμενικούς περιορισμούς και το καθεστώς απομόνωσης που υφίστατο ο Μαλατέστα από το φασιστικό καθεστώς, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν διάβασε ποτέ την απάντηση στην αρχική του κριτική από τον Αρσίνοφ με τίτλο «Το παλιό και το νέο στον αναρχισμό». Την εκτίμηση ότι το άρθρο του Αρσίνοφ δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του μπορεί να την ισχυροποιήσει και το ότι παρά το γεγονός πως ο Μαλατέστα ανταπάντησε στην επιστολή του Μαχνό δεν απάντησε ή δεν αναφέρθηκε σε κάποιο από τα γραπτά του στο κείμενο του Αρσίνοφ. Πέραν αυτών των συνθηκών, τη συνομιλία μεταξύ των δύο πλευρών δυσχέρανε και το ζήτημα της μετάφρασης από τα ρωσικά στα γαλλικά, γεγονός που επίσης θέτει ο Μαλατέστα, επισημαίνοντας δυσνόητα σημεία στην μεταφραστική απόδοση των γραφομένων.

Είναι βέβαιο ότι ένας ζωντανός δια ζώσης διάλογος μεταξύ των δύο πλευρών θα ήταν σαφέστερος και θα πρόσφερε τη δυνατότητα για μεγαλύτερη διεισδυτικότητα των αναλύσεων και των επιχειρημάτων τους. Παρ’ όλα αυτά, θεωρούμε ότι και υπό την παρούσα μορφή αξίζει σίγουρα να διαβαστεί, έχοντας να προσφέρει σημαντικά σημεία προβληματισμού και συμπερασμάτων όσον αφορά την αναρχική σκέψη και πρακτική. Αυτό ισχύει για το σύνολο των ντοκουμέντων που συμπεριλαμβάνονται στην παρούσα έκδοση. Και για να κλείσουμε, όπως ξεκινήσαμε την εισαγωγή μας πάνω στην έκδοση, η γνώση και η κριτική επισκόπηση των κειμένων αναφοράς του αναρχικού κινήματος και των ιστορικών του ντοκουμέντων, αποτελούν σημαντικά εφόδια για τη σημερινή εποχή και την προοπτική του αναρχισμού μέσα σ’ αυτή. Γιατί, «κίνημα χωρίς μνήμη, είναι κίνημα χωρίς προοπτική» και όσο πιο πολύ το αναρχικό κίνημα απομακρύνεται από τις αρχές και τους επαναστατικούς σκοπούς του, όσο πιο πολύ απογυμνώνεται από τις εξωτερικές σχολές σκέψης που θέλουν να το μετατρέψουν είτε σε εξάρτημα της σοσιαλδημοκρατίας, είτε σε κίνημα ατομικών δικαιωμάτων και «διαμαρτυρίας», τόσο πιο πολύ θα χάνει το ιστορικό του συνεχές, την ταυτότητα του, την προοπτική να αποτελέσει καταλύτη των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων κατά τις επόμενες δεκαετίες.

Πρωτοβουλία Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού

[1] Η φράση ανήκει στον αναρχικό εσπεσιφιστή Fellipe Corea

 

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.