Ο αναρχικός Παναγιώτης Λιβερέτος – Δύο ιστορικά κείμενα και μια συνέντευξη

Παναγιώτης Λιβερέτος – Παλεύοντας με τα κύματα της εξουσίας

«Και τη στιγμή που η δομή, η ύπαρξη της εξουσίας των εκμεταλλευτών στηρίζεται καθαρά πάνω στη βία δεν αναγνωρίζουν σε μας ούτε τη στοιχειώδη αυτοάμυνα. Θέλουν να μας επιβάλουν έναν τρόπο ύπαρξης που αν τον δεχτούμε πιστεύω ότι δεν θα έχουμε κανένα δικαίωμα να λεγόμαστε άνθρωποι. Στη συνέχεια, όποιος αμφισβητεί αυτό το καλούπι κινδυνεύει να βρεθεί στη φυλακή. Χειρότερο πάντως από τη γυμνή βία της εξουσίας είναι η προπαγάνδα της, η ψυχολογική βία, αυτή που θέλει να σε πείσει εσένα τον ίδιο ότι είσαι κατηγορούμενος».

Παναγιώτης Λιβερέτος

Στις 29 Γενάρη του 1977, στο λιμάνι του Ρίο ντε Τζανέιρο, το πλήρωμα του φορτηγού πλοίου M/V AEOLIAN WIND κήρυξε το πλοίο κοινωνική περιουσία των εργαζομένων. Οι ναυτικοί που συμμετέχουν στην εξέγερση παίρνουν τον έλεγχο του πλοίου, αρνούνται την εξουσία του πλοιάρχου και των αρχών, αναλαμβάνουν την διαχείριση της τροφοδοσίας τους και αρχίζουν να αυτοοργανώνονται. Κατεβάζουν την ελληνική σημαία που, ποδοπατημένη και κουρελιασμένη περιέρχεται στα χέρια του πλοιάρχου και στις 31 Γενάρη υψώνουν πανό με το οποίο μετονομάζουν το πλοίο σε M/V ΟΥΛΡΙΚΕ ΜΑΪΝΧΟΦ.

Τα περισσότερα μέλη του πληρώματος που πήραν μέρος στην κατάληψη ναυτολογήθηκαν στον Πειραιά. Το πλοίο, παρά το ότι είχε τα κύρια χαρακτηριστικά του “σκυλοπνίχτη”, πήρε το ο.κ. του λιμεναρχείου Πειραιά και απέπλευσε με μόνη φροντίδα το να λειτουργήσουν οι μηχανές του.

Όμως οι συνθήκες διαβίωσης σ’ όλη την διάρκεια του ταξιδιού (Πειραιάς-Ταραγκόνα-Λάγος-Σάντος-Ρίο ντε Τζανέιρο) μέχρι τη Βραζιλία διατηρήθηκαν στο επίπεδο της εξαθλίωσης, ξεκινώντας από τις τροφές και φτάνοντας στο νερό και την καθαριότητα.

Η εξέγερση του πληρώματος αντιμετωπίστηκε με τη βίαιη επίθεση της στρατιωτικής αστυνομίας της Βραζιλιανής χούντας ενάντια στους εξεγερμένους. Μία επίθεση που πραγματοποιήθηκε μετά από την άδεια που δόθηκε από το κράτος της Ελλάδας μέσω του προξένου Ευστρατίου Δούκα. Για μια ολόκληρη νύχτα τα επίλεκτα σώματα βίας του Βραζιλιανού κράτους επιτίθενται στους εξεγερμένους. Οι εξεγερμένοι ναυτικοί αιχμαλωτίζονται την 1η Φλεβάρη 1977 και οδηγούνται στα κρατητήρια της Federal Police όπου για έξη ολόκληρες μέρες ανακρίνονται και βασανίζονται από τα κρατικά κτήνη.

Στις 7 Φλεβάρη οι κρατούμενοι αρχίζουν απεργία πείνας.

Παρά τους πολλαπλούς εκβιασμούς και απειλές σε βάρος των κρατουμένων ο πρόξενος αναγκάζεται να υποχωρήσει αποδεχόμενος να τους στείλει στην Ελλάδα. Τότε μόνο (στις 10 Φλεβάρη 1977) οι αιχμάλωτοι διακόπτουν την απεργία πείνας.

Από τις 11 Φλεβάρη ο β’ μηχανικός Παναγιώτης Λιβερέτος δυσπιστώντας απέναντι στις προθέσεις των αρχών, προετοιμάζει σχέδιο για την απόδραση του προς την κατεύθυνση των απελευθερωμένων περιοχών της Βραζιλίας, προς τους μπαντονέρος.

Αλλά, στις 12 Φλεβάρη, οι συλληφθέντες της εξέγερσης, οδηγούνται στο αεροδρόμιο για να αναχωρήσουν στην Ελλάδα.

Ο Λιβερέτος μετά από τις στάσεις στη Μαδρίτη και τη Γενεύη παραμένει μία νύκτα στην πόλη και από κεί πηγαίνει στην Γερμανία. Αργότερα επιστρέφει στην Ελλάδα.

Η εξέγερση στο Aeolian Wind αποτελεί συστατικό του συνολικότερου κοινωνικού αγώνα.

Οι 14 ναυτικοί οι οποίοι συμμετείχαν στην εξέγερση παραπέμφθηκαν σε δίκη.

Ο Παναγιώτης Λιβερέτος, η παρουσία και η συμμετοχή του οποίου σημάδεψε αυτήν την εξέγερση, γεννήθηκε το 1947 στην Κεφαλονιά από μια φτωχή οικογένεια. Φοιτά στην Σχολή Εμπορικού Ναυτικού στην Κεφαλονιά και οργανώνεται στη «Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη».

Στο στρατό αρνείται να συμμετάσχει στην πατριωτική παρέλαση της 21ης και γι’ αυτό το λόγο καταδικάζεται σε τρίμηνη φυλάκιση. Κλείνεται στις φυλακές του Επταπυργίου Θεσσαλονίκης.

Έρχεται σε επαφή με τις αναρχικές απόψεις και πρακτικές τον Ιούλιο του 1976, μέσω της «Επιτροπής για την απελευθέρωση του γερμανού αγωνιστή Ρόλφ Πόλε».

Μια ομάδα μελών της επιτροπής αυτής, συγκροτημένη πάνω στη βάση μιας κατ’ εξοχήν νομικίστικης υπεράσπισης και κατα συνέπεια τρομοκρατημένη μπροστά στις δραστηριότητες που αναπτύσσονταν (διαδηλώσεις, κλείσιμο της οδού Πατησίων, επίθεση στους φασίστες στα Εξάρχεια, σύγκρουση με τα ΜΑΤ), υπέσκαψε με πλήρη συνείδηση την ίδια την ύπαρξη της Επιτροπής. Με μια σειρά αθέμιτων και ανεπίτρεπτων ενεργειών που κορυφώθηκαν με την αυθαίρετη συνέντευξη τύπου, όπου εν ονόματι της και ενάντια σ’ όλες τις αποφάσεις «καταδικάζεται» η πρακτική του Ρόλφ Πόλε, επήλθε η αυτοδιάλυση της Επιτροπής.

Ο Παναγιώτης Λιβερέτος, θα συνεχίσει να συμμετάσχει στις πενιχρές πλέον δραστηριότητες της «Ομάδας για την απελευθέρωση του γερμανού αγωνιστή Ρόλφ Πόλε», η οποία οργανώνει την τελευταία συγκέντρωση στα Προπύλαια.

Ο Λιβερέτος, πριν μπαρκάρει στο Aeolian Wind επεδίωκε την έκδοση μιας αναρχικής ναυτεργατικής εφημερίδας.

Έχοντας επιστρέψει πλέον στην Ελλάδα (Φλεβάρης του 1977), συμμετέχει στις δύο οργανωτικές συναντήσεις των «ομάδων αναρχικών εργαζομένων» για την «Πρωτομαγιά Ενάντια στη Μισθωτή Εργασία» και στα επεισόδια με στόχο την εκτροπή της «Πρώτης Εθνικής Ενωτικής Πρωτομαγιάς».

Σχετικά με τα γεγονότα το «Βήμα» έγραψε στις 3 Μαΐου 1977:

«Τα επεισόδια τα δημιούργησε μια εκατοντάδα αναρχικών, που κατηγορούσαν τα κόμματα, και ειδικά την αριστερά, σαν… εκμεταλλευτές του λαού – για να μην επαναλάβουμε εδώ τη χυδαία λέξη που χρησιμοποιούσαν στις προκηρύξεις τους. (Σημ. ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ: Η ακριβής διατύπωση ήταν κόμματα νταβάδες της εργατιάς»). Η κυβέρνηση δια του κ. υπουργού Εργασίας και με τη σύμφωνη γνώμη του κ. υπουργού δημοσίας Τάξεως, μίλησε για «εξτρεμιστές της αριστεράς» κάνοντας μάλιστα αναφορά σε συγκεκριμένες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, μαοϊκών αποχρώσεων. Αλλά, στην πραγματικότητα, τα μέλη των οργανώσεων αυτών, ήταν εκείνα που πριν από την αστυνομία, (υπογράμμιση του «Βήματος») πριν ακόμη εμφανισθούν στο χώρο των επεισοδίων τα ειδικά σώματα για τη διάλυση των, επετέθησαν (υπογράμμιση του «Βήματος») κατά των αναρχικών και τους απώθησαν από το χώρο του πολυτεχνείου».

Στις 4 Μαΐου 1977, σε συνέντευξη του στην «Καθημερινή» ο Χρ. Μπίστης, μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΕΚΚΕ ομολογεί απροκάλυπτα ότι: « (Οι αναρχικοί) υποχώρησαν στη Στουρνάρα. Εκεί προσπάθησαν να στήσουν οδοφράγματα και να κάψουν ιδιωτικά αυτοκίνητα. Τους επιτεθήκαμε και εμποδίσαμε την πραγματοποίηση των σχεδίων τους. Θέλω να τονίσω, ότι, όλες οι ενέργειες των «αναρχικών» ήταν άσκοπες και αδικαιολόγητες. Στις 1 και 30 το μεσημέρι σταμάτησαν όλα και διαλυθήκαμε ήσυχα».

Στις 8 Μαΐου 1977, στη δίκη για τα γεγονότα της Πρωτομαγιάς, ο σκηνοθέτης Θ.Μαραγκός με εντολή της ηγεσίας της μαρξιστικής λενινιστικής οργάνωσης ΕΚΚΕ, καταθέτει ότι είναι αποφασισμένος να συμβάλει στην αποκάλυψη της ταυτότητας και στη σύλληψη των προβοκατόρων, προσφέροντας στη δικαιοσύνη το φίλμ που κινηματογράφησε όπου «φαίνεται καθαρά (με ακάλυπτο πρόσωπο) κάποιος «αναρχικός», που πετά εναντίον του Μπλοκ του ΕΚΚΕ στο Πολυτεχνείο, μια βόμβα Μολότωφ και οι αστυνομικοί που τον βλέπουν αδρανούν» («Νέα», 9 Μαΐου 1977).

Το πρόσωπο, για το οποίο γίνεται η αναφορά αυτή, δεν είναι άλλος από τον Παναγιώτη Λιβερέτο.

Οι απανταχού μαρξιστές και οι κάθε λογής κομμουνιστές, δεν χάνουν ευκαιρία να εκδηλώνουν το μίσος τους απέναντι στους αγωνιζόμενους ανθρώπους, εκτοξεύοντας λασπολογίες και καταφεύγοντας σε χαφιεδολογίες. Στρέφονται μάλιστα με ιδιαίτερη μανία εναντίον εκείνων των ανθρώπων, που τους έχουν γνωρίσει πολύ καλά «από κοντά», «από τα μέσα» κι «από τα έξω».

Ο Παναγιώτης Λιβερέτος, ήταν ένας από αυτούς που ήξερε πολύ καλά αυτούς τους άσπονδους εχθρούς της Ελευθερίας και τους πολέμησε χωρίς δισταγμό.

Δεν είναι τυχαίο πώς το κράτος δίστασε πρωτόδικα να επιβάλει ποινές στους εξεγερμένους του Aeolian Wind που παραπέμφθηκαν σε δίκη με την κατηγορία της στάσης. Στη συνέχεια μετά από έφεση του υπουργού Ναυτιλίας Παπαδόγγονα, οι περισσότεροι απ’ αυτούς καταδικάζονται σε στέρηση του ναυτικού τους φυλλαδίου από 12 έως 30 μήνες. Φυσικά, στον Λιβερέτο επιβάλλεται η μεγαλύτερη ποινή (30μήνες στέρηση).

Ό,τι δεν μπόρεσε να πετύχει με άμεσο τρόπο το κράτος, ήρθαν τα συνήθη υποστυλώματα του να διεκπεραιώσουν.

Στις 10 Μαΐου 1977 γίνεται η δίκη με κατηγορούμενο τον Λιβερέτο για ξυλοδαρμό του μαρξιστή δικηγόρου των εφοπλιστών Παναγιώτη Βρεττού. Ο ξυλοδαρμός έγινε στις 21 Μάρτη 1977 μετά την έξοδο του Βρεττού από το δικαστήριο.

Σ’ αυτή τη δίκη είναι παρόντα έξι μέλη του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, ο δε αντιπρόεδρος Κυρ. Ρεσβάνης, που είχε ορισθεί από το Δ.Σ. σαν υπερασπιστής του Βρεττού, διάβασε απόφαση του Δ.Σ., με την οποία ζητούσε την «παραδειγματική τιμωρία του Παν. Λιβερέτου». Ας σημειωθεί πως το Δ.Σ. του Δικηγορικού αυτού Συλλόγου αποτελούνταν στην πλειοψηφία του από μέλη του ΚΚΕ και του ΚΚΕ Εσωτερικού.

Καταδικάζεται σε δύο χρόνια φυλακή «δι’ απρόκλητον και εν ψυχρώ επίθεσιν» και οδηγείται στις φυλακές Κορυδαλλού. Στη διάρκεια της φυλάκισης του, κάνει 15 μέρες απεργία πείνας. Στο Εφετείο που γίνεται στις 29 Ιουλίου 1977, ο Βρεττός έρχεται σε συμβιβασμό και ο Λιβερέτος αποφυλακίζεται από τον Κορυδαλλό.

Στις 22 Αυγούστου 1977, στις 4 το πρωί, ο Παναγιώτης Λιβερέτος αυτοπυρπολείται στην ταράτσα του σπιτιού του στο Μπραχάμι σε ηλικία 30 ετών.

Οι εχθροί της ελευθερίας, δεν τον άφησαν ήσυχο, ούτε και στο τάφο του. Προσπάθησαν, με διάφορα δημοσιεύματα να τον ταπεινώσουν. Όμως οι αγωνιστές της ελευθερίας, με την ανιδιοτέλεια που τους διακατέχει, αποδείχνουν πως είναι διατεθειμένοι να δώσουν την ζωή τους προκειμένου να διατηρήσουν τον αυτοσεβασμό τους.

Είκοσι χρόνια μετά το θάνατο του αναρχικού Παναγιώτη Λιβερέτου, είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε.

Να μην ξεχνάμε τον αγωνιστή, αλλά και τους κοινωνικούς αγώνες, στους οποίους η παρουσία του ήταν καταλυτική.

*Αναδημοσίευση από “ΕΞΕΓΕΡΣΗ #10″ (1997)

Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον Παναγιώτη Λιβερέτο μπορούν να βρεθούν στο έντυπο ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ #11-Η ζωή και ο θάνατος ενός Αναρχικού.

Αναρχικοι Κεφαλονιάς

http://anarxikoikefalonias.espivblogs.net

***

 

Παναγιώτης Λιβερέτος

22 Aυγούστου του `77 στις 4 το πρωί…

…αυτοπυρπολείται στην ταράτσα του σπιτιού του. Στο συγκεκριμένο θέμα, θα αναδημοσιεύσουμε ντοκουμέντα από την διεθνή βιβλιοθήκη, με σκοπό να αναδείξουμε την ιστορία αυτή. Δεν έχουμε σκοπό να προσθέσουμε κάτι, μιας και έχουμε γνωρίσει ανάλογες περιπτώσεις εξόντωσης και συκοφάντησης (ίσως και πιο οργανωμένες από τη συγκεκριμένη) αλλά και επειδή οι παρακαταθήκες για το συγκεκριμένο γεγονός είναι ελάχιστες.

Από τη δικιά μας πλευρά έχουμε να κάνουμε με το ίδιο σύστημα, το καπιταλιστικό, με κορυφή τα αφεντικά τα οποία είναι συγκεκριμένα  (ο καπιταλισμός δεν είναι μία αφηρημένη έννοια) κι εμείς πρέπει να δώσουμε τη μάχη μαζί τους. Το συγκεκριμένο αφιέρωμα ελπίζουμε να φτάσει σε κομμάτια των νεολαίων που νομίζουν ότι μόνο αυτοί σήμερα αγωνίζονται και ότι δεν υπάρχει μια κάποια συνέχεια στους αγώνες. Ακόμα και αν δεν υπάρχει, στο χέρι μας είναι να την έχουμε, δικό μας είναι το στοίχημα και γι’ αυτό λοιπόν το συγκεκριμένο θέμα είναι αφιερωμένο στη διαρκή μάχη που πρέπει να εντείνουμε και να μην εγκαταλείπουμε.

Ποιος ήταν όμως ο Παναγιώτης Λιβερέτος;

Γεννημένος το 1947 στην Κεφαλονιά από μια φτωχή οικογένεια, που ονομάζει την κόρη της ως φόρο τιμής προς τη Βασίλισσα των Ελλήνων  Φρειδερίκη, ο Παναγιώτης Λιβερέτος θα φοιτήσει στη Σχολή Εμπορικού Ναυτικού στην Κεφαλονιά και θα οργανωθεί στη «Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη».

Στο στρατό αρνούμενος να συμμετάσχει στην πατριωτική παρέλαση της 21ης Απριλίου, καταδικάζεται σε τρίμηνη φυλάκιση και κλείνεται στις φυλακές του Εφταπύργιου της Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος, όταν έγινε το πραξικόπημα στην κύπρο, είχε σηκώσει την κυπριακή σημαία στο καράβι που δούλευε στον Περσικό κόλπο.

Εντάσσεται στο αναρχικό κίνημα τον Ιούλιο του 1976 μέσω της «Επιτροπής για την απελευθέρωση του γερμανού αγωνιστή Ρόλφ Πόλε». Όταν μια ομάδα μελών της επιτροπής συγκροτημένη πάνω στη βάση μιας κατ’ εξοχήν νομικίστικης υπεράσπισης και κατά συνέπεια τρομοκρατημένη μπροστά στις δραστηριότητες πού αναπτύσσονταν (διαδηλώσεις, κλείσιμο της οδού Πατησίων, επίθεση στους φασίστες στα Εξάρχεια, σύγκρουση με τα ΜΑΤ). Έτσι, υποσκάπτουν με πλήρη συνείδηση την ίδια την ύπαρξη της Επιτροπής, με μια σειρά αθέμιτων και ανεπίτρεπτων ενεργειών, που θα κορυφωθούν στη χωρίς έγκριση της συνέλευσης, συνέντευξη τύπου, όπου εν ονόματί της και ενάντια σε όλες τις αποφάσεις της, “καταδικάζουν” την πρακτική του Ρόλφ Πόλε. Η αυτοδιάλυσή της αποτελεί τετελεσμένο γεγονός. Ο Παναγιώτης Λιβερέτος θα συνεχίσει να συμμετέχει στις πενιχρές πλέον δραστηριότητες της «Ομάδας για την απελευθέρωση του γερμανού αγωνιστή Ρόλφ Πόλε», η οποία οργανώνει την τελευταία συγκέντρωση στα Προπύλαια.

Λίγο πριν φύγει για τα καράβια, αγωνιούσε να βγάλει μια αναρχική ναυτεργατική εφημερίδα. Η προσπάθειά του, παρόλο που είχε έτοιμο το υλικό, ναυάγησε. “Εφυγε για τα καράβια και τον χάσαμε για μερικούς μήνες. Από τις εφημερίδες μάθαμε για τη στάση στο «AEOLIAN WIND».

Συμμετέχει στις δύο οργανωτικές συναντήσεις των «ομάδων αναρχικών εργαζομένων» για την «Πρωτομαγιά Ενάντια στη Μισθωτή Εργασία» και στους βανδαλισμούς των «κουκουλοφόρων» για την εκτροπή της «Πρώτης Εθνικής Ενωτικής Πρωτομαγιάς» της ιερής συμμαχίας των ιδιοκτητών του προλεταριάτου.

Μέσα από ένα λαβύρινθο συνεχών διώξεων, που αρχίζει με τη στέρηση του ναυτικού φυλλαδίου για 30 μήνες από το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό μετά την έφεση «υπέρ του νόμου» από τον Υπουργό Ναυτιλίας Παπαδόγκονα, θα καταλήξει στις φυλακές Κορυδαλλού, καταδικασμένος σε δύο χρόνια φυλακή «δι’ απρόκλητον και εν ψυχρώ επίθεσιν» εναντίον του μαρξιστή δικηγόρου των πλοιοκτητών Παναγιωτη Βρεττού.

Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφερθούμε στο ρόλο που έπαιξαν στην εξόντωση του Λιβερέτου, οι μαρξιστικοί βόθροι του «Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά». Υπάρχει ενυπόγραφη καταγγελία δικηγόρων, όπου ανάμεσα στα άλλα αναφέρει ότι: «Την 10ην Μαΐου 1977 κατά την έκδίκασιν (…) παρίσταντο έξη μέλη τού Δ.Σ. τού Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς ο δε αντιπρόεδρος αύτού κ. Κυρ. Ρεσβάνης ορισθείς υπό του άνω Δ.Σ. ως υπερασπιστής του Παν. Βρεττού, ανέγνωσεν απόφασιν τού Δ.Σ. διά της οποίας εζητείτο η παραδειγματική τιμωρία του Παν. Λιβερέτου».

Μέσα στη φυλακή κάνει 15 μέρες απεργία πείνας. Συντάσσει ένα κείμενο σχετικά με αυτήν που πολυγραφείται από μια ομάδα αναρχικών συντρόφων του και κυκλοφορεί στην Αθήνα σε 2000 αντίτυπα. Στην έφεση ο δικηγόρος Βρεττός αναγκάζεται να έλθει σε συμβιβασμό μπροστά στο θόρυβο που δημιουργείται. Βγαίνοντας από τον Κορυδαλλό, τα πράγματα θα πάρουν πια δραματική τροπή. Η απόγνωσή του θα κορυφωθεί, όταν η οικονομική ανέχεια των ναυτεργατών συντρόφων του θα κατορθώσει αυτό που δεν κατόρθωσαν ούτε οι διώξεις ούτε οι βραζιλιάνοι κομμάντος: τη διασπορά τους. Έτσι, την εποχή που ο Λιβερέτος συνεχίζει να σέρνεται στα δικαστήρια και τις φυλακές, οι περισσότεροι σύντροφοι του έχουν μπαρκάρει, τσακισμένοι οικονομικά από την πολύμηνη παραμονή τους στην Αθήνα, βρίσκοντάς τον αναγκαστικά απομονωμένο. Είτε μιλάμε λοιπόν για αυτοκτονία, είτε για δολοφονία, θα πρέπει να ενοούμε το ίδιο πράγμα.

Ντοκουμέντο πρώτο:

Μ/V Ουλρίκε Μάινχοφ

Ανέκδοτο κείμενο του Παναγιώτη Λιβερέτου

Στις 31 Ιανουαρίου 1977, εμείς, το πλήρωμα του φορτηγού πλοίου M / V AEOLIAN WIND κηρύξαμε το πλοίο κοινωνική περιουσία των εργαζομένων. Η ενέργειά μας αυτή, είχε ένα σωρό αδυναμίες, που είχανε τη ρίζα τους σε μας τους ίδιους. Έτσι δεν είχαμε μπορέσει να καταλάβουμε πως το βαπόρι που εμείς δουλεύουμε και κινούμε, πρέπει στη συνέχεια να μας κάνει να ζούμε σαν ανθρωποι και όχι σαν δούλοι ή ρομπότ, έτσι που να μην είμαστε κάποια νούμερα που υπακούουν χωρίς αντίρρηση, και που μεταφέρουν όλο και πιο γρήγορα. Το βαπόρι έπρεπε να είναι δικό μας. Για μερικές μέρες, παρ’ όλες μας τις αδυναμίες στάθηκε δυνατό να καταλάβουμε το βαπόρι, να φτιάξουμε τις δικές μας επιτροπές απ’ όλους όσους πήραμε μέρος στην κατάληψη και να κάνουμε έλεγχο στις αποθήκες τροφίμων, στα ψυγεία και στις δεξαμενές πόσιμου νερού.

Όλες αυτές οι ενέργειές μας, τρόμαξαν στην κυριολεξία τα τσιράκια του Κεφάλαιου στο πλοίο. Το ότι κατάφεραν να χτυπήσουν το κίνημά μας στο καράβι, οφείλεται πέρα από τις δικές μας αδυναμίες στις καλές υπηρεσίες που πρόσφερε το Ελληνικό προξενείο του Ρίo στο Κεφάλαιο και η Βραζιλιάνικη Χούντα. Μια ολόκληρη νύχτα τα επίλεκτα σώματα της Βραζιλιάνικης στρατιωτικής αστυνομίας (ή αντίστοιχη ΕΣΑ), σώματα του Ναυτικού και κομμάντος, χτυπούσαν το βαπόρι μας. Τώρα στην Ελλάδα μας ταλαιπωρούν. Το YEN -όργανο του εφοπλισμού- μας στήνει τη μια δίκη πίσω από την άλλη.

Παρ’ όλα αυτά, τίποτα δεν είναι ικανό να σβήσει από τη μνήμη το μήνυμα που στείλαμε στους ναυτεργάτες και στους εργάτες όλου του κόσμου:

Το βαπόρι είναι κοινωνική περιουσία των έργαζομένων.

Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη.

4-9-1976: Τα περισσότερα μέλη του πληρώματος που πήραμε μέρος στην κατάληψη του πλοίου ναυτολογηθήκαμε στον Πειραιά. Το πλοίο βρισκόταν σ’ ένα ντόκο επισκευών στη Δραπετσώνα. Η επισκευή του κράτησε περίπου δεκαπέντε μέρες κι όπως γίνεται συνήθως φροντίσανε μόνο ό,τι είχε να κάνει με την κίνησή του, δηλαδή αρκεί να δουλεύει η μηχανή του, για να κινείται. Για ό,τι είχε σχέση με τις ανέσεις και την ασφάλεια του πληρώματος, δεν έγινε τίποτα απολύτως. Το καπνιστήριο του πληρώματος και των αξιωματικών χάλια, ούτε μια καρέκλα όρθια, η τραπεζαρία του πληρώματος σε μαύρα χάλια, τα δάπεδα στις καμπίνες ερείπια. Για την ασφάλεια τα φώτα ανάγκης δεν άναβαν. Οι βάρκες ήταν σε άθλια κατάσταση, για τη μηχανοκίνηση ζητήσαμε ανταλλαχτικά και μας απάντησαν…ότι το εργοστάσιο έκλεισε. Τα φώτα πορείας – κλειδί για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας- δεν λειτουργούσαν, η αντλία πυρκαγιάς που βρίσκεται στο μηχάνημα πηδαλίου δεν δούλευε.

Και όμως, παρ’ όλες αυτές τις ελλείψεις το λιμεναρχείο έδωσε το O.K. και έτσι φύγαμε απ’ τον Πειραιά. Μετά από τρεις-τέσσερις μέρες ταξίδι φτάσαμε στην Ταραγκόνα της Ισπανίας. Στην Ταραγκόνα δεν μπήκε τίποτα φρέσκο στο βαπόρι. Ο καμαρώτος, τσιράκι των αφεντικών, προσπαθούσε να μας χορτάσει με χαμόγελα. Ταχτικά έστηνε αυτί και ό,τι άκουγε, έτρεχε και το έλεγε στον άλλο μπάσταρδο, τον καπετάνιο. Κάθε Σάββατο έπρεπε ν’ άλλάζει τα ρούχα, τις πετσέτες και τα σεντόνια. Πότε άλλαζε τα σεντόνια και ξεχνούσε τις πετσέτες, πότε το αντίθετο και πότε ξεχνούσε και τα δύο λόγω φόρτου εργασίας, όπως δικαιολογιόταν. Στην Ταραγκόνα, για να δικαιολογηθούν, καμαρώτος και καπετάνιος -ξέρανε το παραμύθι καλά- είπανε ότι δεν βρίσκανε τίποτα φρέσκο, γιατί ήτανε λέει περίοδος γιορτών (Χριστούγεννα- Πρωτοχρονιά) και όλα είχανε καταναλωθεί στην εσωτερική αγορά…ακόμα πολλά τρόφιμα έφευγαν για την Πορτογαλία, για να καλυφθούν οι ελλείψεις που δημιουργούσε ο επαναπατρισμός των χιλιάδων προσφύγων από τις πρώην πορτογαλικές αποικίες, ακόμα λίγο, έφταιγε και το γεγονός ότι η Ισπανία έκανε άνοιγμα προς τη δημοκρατία και έτσι ο νόμος και η τάξη κινδύνευαν και στην αγορά επικρατούσε αναρχία. Όλο αυτό αποτελεί την πολιτική σαλάτα των ελλήνων καμαρωτών και καπετάνιων. Ωστόσο πήρε από το βαπόρι τις 2000 πεσσέτες και διασκέδαζε κάθε μέρα με τα δικά μας χρήματα που του είχαμε αναθέσει, και μας αγόρασε μεταλλικά νερά, γιατί το νερό του βαποριού ήτανε αδύνατο να το πιει κανείς. Όσο για το κρέας που τρώγαμε πλησίαζε το λάστιχο και για να το κόψεις χρειαζόσουνα πριόνι.

Για να δικαιολογηθούν καπετάνιοι και καμαρώτοι, μπορείς ν’ άκούσεις στα βαπόρια τα πιο απίθανα, μπορούν να σου πουν καλοκαίρι στην Ισπανία ότι δεν έχει φρούτα, γιατί έπεσε χαλάζι και περονόσπορος, στη Γερμανία ότι δεν βρήκαν μπύρες ν’ αγοράσουν, στην Αργεντινή δεν βρήκαν φρέσκο κρέας κι ένα σωρό ψευτιές. Έτσι κι οι δικοί μας ξέρανε καλά τά παραμύθια τους.

Εδώ όμως αρχιζει και η δικιά μας αντίδραση, ενάντια σ’όλα τα στραβά. Ο ένας άρχισε να διαμαρτύρεται για το φαγητό, ο άλλος για την καθαριότητα στις καμπίνες, άλλος για το πόσιμο νερό, τη μια μέρα, και άλλος την άλλη μέρα για άλλα. Μαζί με όλα τα στραβά βρίσκουμε μια μέρα, σκουλήκια στο κακάο. Για όλ’ αυτά ο καμαρώτος βρίσκει τη δικαιολογία, ότι για το φαγητό φταίει ο μάγειρας. Πώς ήταν δυνατόν ο έρημος, το κατεψυγμένο κρέας να το κάνει φρέσκο. Η Ισπανία ξαφνικά έχει κακά νερά, και μπορεί να ‘χει, αλλά σίγουρα δεν έχει σκουριές. Οι δεξαμενές του πλοίου δεν είχανε περάσει ούτε μια φορά από επιθεώρηση στο διάστημα των τριών χρόνων που το είχανε αγοράσει οι δικοί μας από τους Σκανδιναβούς.

Στην Ισπανία μείναμε 4-5 μέρες και φορτώσαμε τσιμέντα για τη Νιγηρία. Μέρα με τη μέρα άρχιζαν να ξεχωρίζουν ή ήρα από το στάρι, δεν άργησε να έμφανιστεί η σπείρα των χαφιέδων του καπετάνιου, ο γραμματικός, ο Α’ μηχανικός και ο καμαρώτος. Από την άλλη πλευρά άρχισε το πλησίασμα των δυσαρεστημένων. Σιγά – σιγά έννιωθε περισσότερη εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον. Η σπείρα των χαφιέδων προσπαθούσε συνέχεια με τις γνωστές μεθόδους να μας σπάσει, δηλαδή άρχισαν να κατηγορούν στον έναν τον άλλο,για να πετύχουν να βάλουν τους μισούς να ρουφιανεύουν τους άλλους μισούς.

(Σημ. του “Πεζοδρομίου”: Το κείμενο σταματά απότομα. Τα υπόλοιπα χειρόγραφα έχουν χαθεί).

Ντοκουμέντο δεύτερο

Αποσπάσματα από το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΩΝ ΣΤΑΣΙΑΣΤΩΝ

Κρατητήρια της Policia Maritima του Ρίο Ιανεριο

16.1.77: “Αφιξη στό Rio De Janeiro. […]

31.1.77 ώρα 17.20: Ο καπετάνιος με συνοδεία δύο αστυνομικούς με πολιτικά και ο ατζέντης ειδοποιεί το Β’ μηχανικό σε 5’λεπτά να εγκαταλείψει το πλοίο. Το υπόλοιπο πλήρωμα συμπαρίσταται στο Β’ μηχανικό.

17.30: Ένοπλοι αστυνομικοί έξω από το πλοίο.

17.32: Σηκώσαμε τη σκάλα.

18.00: Βάλαμε την ελληνική σημαία και πανώ “Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη” και “ESTAMOS EM GREVE”.

20.00: Βάλαμε το πανώ “M/V 0ΥΡΙΝΧΕ ΜΑΙΝΧ0Φ”.

21.00: Ήρθε ο πρόξενος συζητήσαμε και έφυγε στις 01.30 της 1.2.77.

1.2.77 ώρα 02.20: Πυροσβεστική πλησίασε το βαπόρι και ισχυρές δυνάμεις κομάντος. 02.30: Επίθεση των κομάντος.

02.32: Κράτηση των ηλεκτρομηχανών. Από 02.30 έως 06.30 είχαμε συλληφθεί όλοι και μας έβαλαν σε κλούβες στο πόρτ-μπαγκάζ.

07.00: Κρατούμενοι στα κεντρικά κρατητήρια της Federal Police. Κρατητήρια 3X3 με τουαλέτα στη μια γωνία και ντουζ.[…]

7.2.77: Απόγευμα μας πήραν πάλι φωτογραφίες για να βγάλουν διαβατήρια. Το βράδυ δεν φάγαμε αρχίζοντας απεργία πείνας.[…]

10.2.77: Διακοπή της απεργίας πείνας, άφου ο πρόξενος μας υποσχέθηκε ότι το Σάββατο φεύγουμε γιαα Ελλάδα. […]

11.2.77: Γράφει ο Β’ μηχανικός Παναγιώτης Λιβερέτος: “Σήμερα στα κρατητήρια της Federal Police στην Piazza Qinze είμαστε μόνο εννέα άτομα, λείπουν οι Χαροκόπος Αντώνης, Μήτρου Φώτης, Βενετσάνος Γιώργος και Λύκος Γιώργος. Ρωτάμε συνέχεια τι γίνονται, μας απαντάνε ότι βρίσκονται στα κρατητήρια της Ναυτικής αστυνομίας. Δεν είμαστε καθόλου ήσυχοι γιατί δεν πιστεύουμε καθόλου στους φασίστες. Ξέρουμε ότι άλλα λένε, άλλα έννοουν, άλλα κάνουν. Για παράδειγμα χθες ο πρόξενος που μας επισκέφτηκε ισχυρίστηκε ότι έξω από το βαπόρι είχαμε πανώ με τό όνομα του Φιντέλ Κάστρο, ενώ δεν είδε άστυνομικούς οπλισμένους έξω από το βαπόρι. Αυτό το τελευταίο, πώς είχαμε δηλαδή πανώ με το όνομα του Φιντέλ Κάστρο μας κάνουν να πιστεύουμε πως κάποια δίκη μας στήνουν εδώ κάτω. Κάνουμε διάφορες υποθέσεις. Μερικοί πιστεύουμε ότι το Σάββατο μας στήνουν δίκη, και το ότι μας είπανε ότι φεύγουμε για την Ελλάδα το είπαν για να φάμε και να πάμε στη δίκη. Συζητάμε τι στάση θα κρατήσουμε στο δικαστήριο, λέγονται διάφορες γνώμες,αλλά καταλήγουμε ότι το πιο αξιοπρεπές είναι να μη μιλήσουμε καθόλου μιας και ό,τι και να πούμε η ποινή θα είναι προκαθορισμένη. Μετά σκεφτόμαστε, σε τι είδους φυλακές θα μας πάνε. Στην είσοδο του λιμανιού είναι ένα νησάκι όπου βρίσκονται οι φυλακές. Ακόμα στο λιμάνι αριστερά από την Πιάτσα Μάκκα, εκεί που ήτανε το βαπόρι μας, είναι ο ναύσταθμος, και σε ένα υψωματάκι του ναύσταθμου είναι και ‘κει φυλακές. Πάντως οι περισσότεροι από μας πιστεύουν ότι θα μας πάνε στο νησάκι. Εκεί πρέπει να είναι οι φυλακές για τους πολιτικούς κρατούμενους. Στή συνέχεια σκεφτόμαστε όλοι μας και πως θα αποδράσουμε. Λέμε πώς αν αύριο δεν φύγουμε, σημαίνει ότι θα μας δικάσουν. Καταστρώνω το δικό μου σχέδιο απόδρασης…. […]

Ευτυχώς τους επιτράπηκε να γυρίσουν πίσω όπου η δίκη τους θα γινόταν σε ελληνικό έδαφος. Όμως, στα δικαστήρια στήθηκε άλλη μία υπόθεση από την αντίπαλη πλευρά δια μέσου του «μαρξιστή δικηγόρου Παναγιώτη Βρεττού» (όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και το πεζοδρόμιο) όπου εκπρσοπούσε την πλοιοκτήτρια εταιρεία.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΜΑΡΞΙΣΤΗ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ – Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ “ΕΠΙΘΕΣΗ”

Κύριε Διευθυντά,

Στο υπ’ άριθ. 504 τής 22/3/77 φύλλον της εφημερίδος σας (σελ. 2α, στήλη 7η) κατεχωρήθη ειδησις σχετική με την δίκην των πρακτόρων του πλοίου “ΑΙΟΛΙΑΝ ΓΟΥΙΝΤ” εις το κείμενον δε περιελήφθησαν και γεγονότα που με αφορουν. ‘Εάν ο αρμόδιος συντάκτης σας παρευρίσκετο στη δίκη, η είδησις θα ανταπεκρίνετο στην αλήθεια που είναι ότι α) η δίκη αφορούσε μηνύσεις (και όχι αγωγές) των ναυτικών κατά των πελατων μου, οι οποίοι δεν ηρνούντο την καταβολήν μισθών, αλλ’ απλώς ισχυρίζοντο ότι αφού οι ναυτικοί είχαν απολυθεί από τον Έλληνα πρόξενο του Ρίο και τα φυλλάδιά τους είχαν κατασχεθή από τον ίδιον για στάση, είχαν το νόμιμο δικαίωμα να συμψηφίσουν τα έξοδα παλιννοστήσεως των ναυτικών (αεροπορικά εισιτήρια) ως και τα έξοδα αποστολής αντικαταστάσεώς των, έχοντες εγείρει μάλιστα και σχετική άγωγή προ της δίκης, β) εξώργισα το ακροατήριο για τις “κυρίες του βραζιλιανού υποκόσμου” κλπ. γιατί απλούστατα αυτές εφαίνοντο καθαρά σε φωτογραφίες που κατέθεσα στο δικαστήριο και που δεν αμφισβητήθηκαν από τους ίδιους τους ναυτικούς όπως επίσης δεν αμφισβητήθηκε και άλλη φωτογραφία που κατέθεσα και έδειχναν καθαρά το πανώ που είχαν αναρτήσει στο πλοίο οι ναυτικοί με την φράσιν “Μ/Υ ΟΥΡΛΙΚΕ ΜΑΙΝΧΟΦ”. γ) Μετά το τέλος της δίκης και στην έξοδο του δικαστηρίου δέχθηκα άνανδρη,χυδαία και βάναυση επίθεση απ’έναν έκτων ναυτικών. Ακριβώς δε γιατί πολύ σύντομα ο δράστης θα λογοδοτήσει για τις πράξεις του, ανέφερα παραπάνω ότι η πληροφορία ήταν υποβολιμαία και κατά την κρίσιν μου σκοπεύει να εμφανίση τον δράστην αμέτοχον της επιθέσεως αναφέροντας για “συμπαραστάτες των ναυτικών”. Όσο για τους πελάτες μου η έναντίον τους επίθεση έγινε μόνον όταν προσεπάθησαν να με προστατεύσουν.

Πιστεύω ότι για την αποκατάσταση της αλήθειας θα θελήσετε να δημοσιεύσητε την επιστολήν μου.

Με εκτίμηση

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΡΕΤΤΟΣ

Δικηγόρος

Καραίσκου111 – Τηλ. 41.23.378 41.17.524 –Πειραιεύς

ΘΑΝΑΤΟΣ ΛΑΣΠΗ ΣΚΥΛΕΥΣΗ

«Μητέρα και αδελφή αυτοπυρποληθέντος ναυτικού προέβησαν σε γραπτή καταγγελία με την όποια κατηγορούν τους κομμουνιστάς ως δολοφόνους του Παναγιώτου Λιβερέτου, 30 ετών, ο όποιος ειχε λάβει μέρος εις την γνωστήν υπόθεσιν του φορτηγού πλοίου “Αιόλιαν Γουίντ”».

[Δικιά μας σημείωση: Η παραπάνω ψευδής είδηση είναι προϊόν του δημοσιογράφου Γιάννη Φύτρα ο οποίος σε κείμενο-απάντηση της αδελφής και της μάνας (για το άρθρο του και για τις εν λόγω δηλώσεις) απειλεί μετέπειτα με μυνήσεις.]

“ΑΥΓΗ” 27 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1977:

ΣΚΕΥΩΡΙΑ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝ. ΛΙΒΕΡΕΤΟΥ

ΧΑΛΚΕΥΜΕΝΗ “ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ” ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕ 0 “ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ”

Πλαστή και χαλκευμένη ήταν η “κατανγελία” που δημοσίευσε ο “‘Ελεύθερος Κόσμος”, η “Βραδυνή” και ο “‘Ελληνικός Βορράς” για δήθεν ευθύνη των κομμουνιστών στο θάνατο του τραγικού Παναγιώτη Λιβερέτου, και ειδικά του ΚΚΕ εσωτερικού.

Η μητέρα του και η αδελφή του με ενυπόγραφη καταγγελία τους, αποκαλύπτουν τη σκευωρία που μεθοδεύτηκε σε βάρος τους και σε βάρος της μνήμης του τραγικου μηχανικού του “Αιόλιαν Γουίντ”  Παναγιώτη Λιβερέτου.

Το πλήρες κείμενο της ενυπόγραφης καταγγελίας έχει ως έξης:

Στις 22 Αυγούστου πλάκωσε το σπιτικό μας μια συμφορά αβάσταχτη. Πέθανε ο γιος και αδελφός μας.

Μετά την παρέλευση ολίγων ημερών, άρχισε καθημερινώς μια ενόχληση από μέρους του κ. Παπαθανασίου και του δημοσιογράφου Φύτρα (Σημ. “Α”: πού είπε ότι ενεργεί για λογαριασμό της “Ελευθεροτυπίας”, αντί του “‘Ελεύθερου Κόσμου”, όπου και δημοσιεύτηκε η χαλκευμένη καταγγελία), οι οποίοι μη σεβόμενοι τον πόνο μας, ζητούσαν με επιμονή να αφιερώσουμε ένα ρεπορτάζ στη μνήμη του.

Μετά από καθημερινές ενοχλήσεις και αρνήσεις δικές μας, (λόγω του μεγάλου πόνου μας και της οδύνης), δεχτήκαμε εν όψει του μνημοσύνου να γραφτεί κάτι στη μνήμη του.

Οι “κύριοι” αυτοί εμφανίστηκαν ως δημοκρατικοί, μας ξεγέλασαν και εκμεταλλευόμενοι την οργή μας εναντίον ενός ΕΔΑΐτη δικηγόρου, του κ.Βρεττού, γράψανε ένα κείμενο, μας το διαβάσανε και το υπογράφαμε χωρίς δυστυχώς να το διαβάσουμε, λόγω του πόνου μας και της εμπιστοσύνης που τους δείξαμε.

Αλλά, με έκπληξη διαβάσαμε, κάτω από μεγάλους τίτλους στον “Έλ.Κόσμο” καί στήν “Βραδυνή”, πράγματα τελείως αντίθετα με αυτά που μας διαβάσανε και που είπαμε.

Δηλαδή, πρόκειται για μια απάτη την οποία δεν μπορούμε δυστυχώς να αποδείξουμε αλλά θεωρούμε χρέος μας να καταγγείλουμε.

Η μητέρα του Ελένη Λιβερέτου,

Η αδελφή του Φρειδερίκη Ιωάν. Λιβερέτου

Βιβλιογραφία/Links

Παναγιώτης Λιβερέτος, Η ζωή και ο θάνατος ενός αναρχικού, Πεζοδρόμιο 11 από την “Διεθνή Βιβλιοθήκη”

Παναγιώτης Λιβερέτος – Παλεύοντας με τα κύματα της εξουσίας, από Πρωτοβουλία Αναρχικών Κεφαλονιάς.

http://esl.radio-i.org/index.php/news/item/16-liberetos.html

***

Παναγιώτης Λιβερέτος: Η άγνωστη συνέντευξη ενός Κεφαλονίτη επαναστάτη

Η ανταρσία στο Aeolian Wind

Παναγιώτης Λιβερέτος. Ηγήθηκε της εξέγερσης στο ελληνικό Ποτέμκιν (Aeolian Wind), διώχθηκε και αυτοπυρπολήθηκε στην ταράτσα του σπιτιού του το 1977.

Το χρονικό μιας μοναδικής στην ιστορία της ελληνικής ναυτιλίας απεργίας στο Aeolian Wind μέσα από μία άγνωστη συνέντευξη του Κεφαλονίτη επαναστάτη Παναγιώτη Λιβερέτου στην εφημερίδα “Οδόφραγμα” (Μάης 1977).

Η συνέντευξη είχε δοθεί ανώνυμα λόγω της επικείμενης δίκης του Παναγιώτη Λιβερέτου στον Πειραιά με την κατηγορία της επίθεσης κατα του δικηγόρου της εταιρείας.

Τρείς μήνες μετά την καταδίκη του σε δύο χρόνια φυλάκιση και παρ’ όλο το συμβιβασμό με το δικηγόρο που οδήγησε στην αποφυλάκισή του, ο Παναγιώτης Λιβερέτος έβαλε τέρμα στη ζωή του στις 22 Αυγούστου του 1977.

Στην παρακάτω συνέντευξη, όπου μνημονεύεται ως Β’ μηχανικός, πρόκειται για τον ίδιο.

Ποιά κατάσταση επικρατούσε στο καράβι πριν την απεργία και ποιά ήταν τα αιτηματά σας;

Η κατάσταση στο βαπόρι ήταν κατά κάποιο τρόπο δραματική, και προ πάντων σε ό,τι αφορούσε την τροφοδοσία. Υπήρχαν σάπια κρέατα και βασικά όλα τα τρόφιμα ήταν κατεψυγμένα, ενώ ένας αστικός νόμος λέει ότι ειδικά στο λιμάνι πρέπει να είναι φρέσκα. Βρισκόμασταν στη Βραζιλία 20 μέρες και δεν είχε μπεί τίποτα φρέσκο στο βαπόρι, ούτε κρέας, ούτε φρούτα, απολύτως τίποτα.

Γενικότερα, μπορούμε να πούμε ότι πουθενά, σε κανένα από τα 5000 ελληνικά βαπόρια, δεν εφαρμόζεται πραγματικά το “μενού” που έχουμε κατακτήσει με αγώνες. ‘Ετσι όπως έχει καθιερωθεί, αυτό το “μενού” προσαρμόζεται μάλιστα στα διάφορα κλίματα, εύκρατα, τροπικά, κλπ.

Κάνοντας όμως αυτήν την παραχώρηση, το κράτος πρόβλεψε και τα σχετικά παραθυράκια για τη μη εφαρμογή του. Σύμφωνα με το νόμο, μοναδικοί υπεύθυνοι για το αν τηρείται η όχι το μενού είναι ο πρόξενος κι ο λιμενάρχης. Ποτέ όμως δεν τους βλέπουμε να επεμβαίνουν, και στη συγκεκριμένη υπόθεση του Aeolian, παρ’ όλο που η τροφοδοσία ήταν άθλια, παρ’ όλο που τρώγαμε σάπια κρέατα, στην πραγματογνωμοσύνη που έκανε ο πρόξενος αναφέρεται ότι όχι μόνο τρώγαμε σύμφωνα με το μενού, αλλά και καλύτερα ! ‘Οχι μόνο δεν εφαρμόζεται το μενού, αλλά κι αν κάποιος ζητήσει την εφαρμογή του, το αργότερο σε τρείς μέρες θα πρέπει να φύγει από το καράβι.

Ο καπετάνιος, σε συνεργασία με τους πρόξενους και τους προξενικούς λιμενάρχες θα βρεί έναν τρόπο, θα ψάξει στον κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας των βαποριών, που είναι βασικά ένας κανονισμός του πολεμικού ναυτικού, ο οποίος έχει εφαρμοστεί και στα εμπορικά βαπόρια.

Σ’ αυτόν τον κανονισμό, θα ψάξουν να βρούν κάποιο άρθρο, κάποια παράβαση, θα βρούν και μερικούς ψευδομάρτυρες, κι εκεί που θα ζητήσεις να φας φρέσκο κρέας, θα βρεθείς κατηγορούμενος για στάση, για πειθαρχικό παράπτωμα και θα φύγεις.

Η σημασία ενός ζητήματος σαν την τροφοδοσία φαίνεται καθαρά κι από το γεγονός ότι το 80% των ναυτικών υποφέρουν από στομαχικές παθήσεις, έκλκος στο στομάχι και στο δωδεκαδάχτυλο, κλπ. Χώρια από το μενού, υπάρχει κι ένας κανονισμός που αφορά το πόσιμο νερό και που λέει ότι οι δεξαμενές πρέπει να επιθεωρούνται και να καθαρίζονται κάθε 6 μήνες. Μπορώ να πώ όμως, ότι σε όσα βαπόρια έχω κάνει, μπορεί να περάσουν και 4 και 5 χρόνια χωρίς να καθαριστούν. Βέβαια, ο καπετάνιος και η κλίκα της εξουσίας προμηθεύονται εμφιαλωμένο νερό, ενώ στο πλήρωμα δίνουν ένα νερό που με πολύ μεγάλη δυσκολία πίνεται.

‘Ενα άλλο θέμα, ίσως πιο σπουδαίο από την τροφοδοσία, είναι η ασφάλεια ναυσιπλοίας. Είναι τέτοια η δουλειά που ακόμα και οι αστικοί νόμοι προβλέπουν ότι μέσα σε κάθε βαπόρι πρέπει να υπάρχουν σωσίβιες βάρκες για τις περιπτώσεις ναυαγίου, να υπάρχουν πυροσβεστικά μέσα για την περίπτωση πυρκαγιάς και τα φώτα ναυσιπλοίας ν’ ανάβουν κανονικά. Στο Aeolian, οι βάρκες ήταν σε άθλια κατάσταση: η μία ήταν τρύπια, η μηχανοκίνητη δε λειτουργούσε, ζητούσσαμε ανταλλακτικά και δεν μας έδιναν. Δε λειτουργούσαν ούτε τα φώτα πορείας, ούτε τα πυροσβεστικά.

Εδώ πρέπει να αναφερθώ σε κάτι πολύ σημαντικό. ‘Οταν χρειάζεται να γίνει μία επισκευή στο βαπόρι, ο εφοπλιστής την κάνει μόνο αν πρόκειται για την κύρια μηχανή η τ’ αμπάρια. Την κύρια μηχανή την επισκευάζει για να τρέχει το βαπόρι πιο γρήγορα, και τ’ αμπάρια τα βάφει, τα επισκευάζει για να μπορεί να πάρει μεγαλύτερο φορτίο και να οικονομίσει περισσότερα.

Για την ασφαλειά μας δεν φροντίζει καθόλου. Το σπουδαίο στην όλη υπόθεση είναι ότι για την ασφάλεια ναυσιπλοίας, εμείς οι ναυτικοί δεν έχουμε πετύχει μέχρι τώρα να είμαστε εμείς που ελέγχουμε αν οι βάρκες, τα φώτα ναυσιπλοίας, οι πυροσβεστήρες είναι εντάξει. Και έχει ανατεθεί αυτός ο έλεγχος σε λιμενάρχες και σε πρόξενους που δεν κάνουν ποτέ μα ποτέ τίποτα. Δεν έχουμε συναντήσει περίπτωση λιμενάρχη η πρόξενου που να έχει απαγορεύσει σε βαπόρι να ταξιδέψει επειδή είναι τρύπια η βάρκα.

Στις δίκες που είχαμε τελευταία, και συγκεκριμένα από το πειθαρχικό συμβούλιο του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, μας έγινε η εξής ερώτηση: “Λέτε ότι δεν είχε το βαπόρι φώτα πορείας, λέτε ότι δεν είχε πυροσβεστήρες, ότι το βαπόρι δεν ήταν εντάξει. Το βαπόρι όμως είχε πιστοποιητικά, κάποιοι είχαν υπογράψει, δηλ. οι πρόξενοι και οι λιμενάρχες. Τους απαντήσαμε ότι “ασφαλώς και το “Ηράκλειο” που βυθίστηκε και είχε 100 ναυαγούς, είχε πιστοποιητικά”.

Προσωπικά, έχω δεί αυτούς τους ανθρώπους, είτε λέγονται πρόξενοι, είτε λιμενάρχες, ν’ ανεβαίνουν στο βαπόρι, να πηγαίνουν στην τραπεζαρία, στο σαλόνι του καπετάνιου, να πίνουνε μαζί κανένα ουζάκι, να τους δίνει κάποιο φάκελλο και να μην ελέγχουν απολύτως τίποτα.

Μίλησα μέχρι τώρα για το πρόβλημα τροφοδοσίας και ναυσιπλοίας. Μένει να πω μερικά πράγματα και για το πρόβλημα της μισθοδοσίας. Από τον Πειραιά, ξεκαθαρίζουμε το βασικό μισθό. Υπάρχουν όμως υπερωρίες και έξτρα αμοιβές για επισκευές, γιατί ειδικά εμείς του πληρώματος δεν είμαστε μόνο για την κίνηση του βαποριού, αλλά μας έχουν φορτώσει κι ένα σωρό επισκευές που σ’ άλλες ναυτιλίες γίνονται από συνεργεία. ενώ στις ελληνικές τις κάνουμε εμείς οι ίδιοι.

Αυτό το θέμα υποτίθεται ότι κανονίζεται με ελεύθερη συμφωνία πληρώματος-πλοιάρχου. Αλλά στην ουσία αποτελεί ένα πεδίο διαρκούς σύγκρουσης ανάμεσα στους ναυτικούς που ζητάνε να πληρώνονται καλά αυτές οι δουλειές και στον καπετάνιο που φροντίζει να κάνει οικονομικά τη δουλειά του, και καλλιεργεί γι’ αυτό τη διάσπαση: διάσπαση ανάμεσα σε ‘Ελληνες κι αλλοδαπούς ναυτικούς, ανάμεσα σε Γ’ και Β’ μηχανικό, κλπ.

Στο Aeolian, υπήρχαν μερικοί αλλοδαποί ναύτες. Πώς εμφανίστηκε συγκεκριμένα το θέμα της ενότητας και της αλληλεγγύης ανάμεσα στους ναύτες διαφορετικών εθνικοτήτων;

Στην πλειοψηφία ήμασταν ‘Ελληνες. Υπήρχαν όμως 4-5 Τούρκοι, υπήρχαν Πακιστανοί και Ινδοί. Πρέπει να τονίσω ότι δεν χρειάσηκε καθόλου να τους πείσουμε.

‘Εβλεπαν όπως κι εμείς ότι ο καπετάνιος εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του εφοπλισμού. Κι έτσι δέχτηκαν αμέσως την πρόταση που τους κάναμε για κοινό μέτωπο ενάντια στον κοινό εχθρό, δηλαδή τον εφοπλισμό που μας εκμεταλλεύεται όλους. Σε όλη τη διάρκεια του αγώνα κινητοποιήθηκαν δραστήρια, πολλοί απ’ αυτούς συνελλήφθηκαν και τώρα βρίσκονται και πάλι μαζί μας στις δίκες.

Μίλησες προηγουμένως για μία διαρκή σύγκρουση ανάμεσα στους ναυτικούς και τους εκπροσώπους του εφοπλισμού. Ωστόσο μία απεργία σε καράβι δεν είναι και τόσο συνηθισμένη μορφή αγώνα. Πώς την αποφασίσατε και πώς τη μεθοδεύσατε;

Αφού είχαμε δει όλα αυτά τα προβλήματα, αποφασίσαμε στη Βραζιλία, και συγκεκριμένα στο λιμάνι του Ρίο, να εξετάσουμε τι μπορούσαμε να κάνουμε για να λυθούν.

Στις 28 Γενάρη, μαζευτήκαμε στην πρύμνη του βαποριού γύρω στα 25 άτομα. Σ’ αυτήν τη συγκέντρωση δε συμμετείχαν 4-5 που είχαν στενούς δεσμούς με τον εφοπλισμό, δηλαδή ο καπετάνιος, ο Β’ καπετάνιος, ο Α’ μηχανικός και ο καμαρότος. Εκεί εξετάσαμε το θέμα της τροφοδοσίας, της ασφάλειας, της μισθοδοσίας και γενικά κάθε θέμα που είχε σχέση με τη ζωή μας. Το σπουδαιότερο που αποφασίσαμε ήταν ότι κανένας άλλος εκτός από μας δεν είχε το δικαίωμα να επεμβαίνει και να καθορίζει το πως θα λύνονται τα προβληματά μας. ‘Αποψη όλων ήταν ότι από δω και πέρα, ειδικά η τροφοδοσία έπρεπε να ελέγχεται από μας, Δηλαδή να παραγγέλνουμε εμείς οι ίδιοι τρόφιμα και να φροντίζουμε για τη συντηρησή τους και για τα πάντα.

‘Οπως και στο θέμα της ασφάλειας, αποφασίσαμε να μην επιτρέψουμε σε λιμενάρχες και πρόξενους να παίζουν κορώνα-γράμματα με τη ζωή μας και αποφασίσαμε ότι μόνο εμείς θα είχαμε το δικαίωμα να ελέγχουμε. Για να πετύχουμε όλους αυτούς τους στόχους, αποφασίσαμε να κάνουμε απεργία την επόμενη μέρα, 29 του μήνα. Και πράγματι, απεργήσαμε όλοι από την πρώτη στιγμή. Ο καπετάνιος και η κλίκα της εξουσίας προσπάθησαν να μας τρομοκρατήσουν αλλά ήμασταν τόσο δεμένοι μεταξύ μας που δεν κατάφεραν τίποτα. Το Σάββατο συνεχίσαμε την απεργία, κάναμε έλεγχο στις δεξαμενές πόσιμου νερού, στις αποθήκες και στα ψυγεία και απομακρύναμε ο’τι ήταν άχρηστο. Ο καπετάνιος υποχρεώθηκε να παραγγείλει φρέσκα τρόφιμα όπως το απαιτούσαμε.

Στη συνέχεια τα παραλάβαμε εμείς, αφού πρώτα τα ζυγίσαμε και υπογράψαμε την παραλαβή, για να αποφύγουμε τις λαδιές που γίνονται συνήθως, γιατί τίποτα δεν εμποδίζει έναν καπετάνιο να παραλάβει 70 κιλά κρέας και να γράψει ότι παρέλαβε 200. Κατόπι, απαιτήσαμε για να γυρίσουμε στη δουλειά, τις μπύρες που δικαιούμαστε, επειδή σύμφωνα με τη νομοθεσία, ο καθένας από μας δικαιούται δύο μπύρες τη μέρα. ‘Ετσι πήραμε επί πλέον και 40 κάσες μπύρες, που βέβαια δεν προλάβαμε να πιούμε.

Αυτές οι κατακτήσεις μπορεί να μη θεωρηθούν και πολύ μεγάλες, αλλά για μας η σημασία τους βρισκόταν κύρια στο γεγονός ότι για πρώτη φορά μπήκε ένα καυτό θέμα, δηλ. το να παραλαβαίνουμε εμείς τα τρόφιμα, το να ελέγχουμε εμείς τα ψυγεία και τις αποθήκες τροφίμων, το να δουλεύουμε εμείς όπως θέλουμε. ‘Ετσι κάναμε τα πρώτα βήματα για να γίνουμε εμείς κύριοι στους χώρους δουλείας.

Τι μεσολάβησε ώστε ν’ αμφισβητηθεί αυτή η νίκη; Τι ρόλο έπαιξε ο πρόξενος που, ανάμεσα στ’ άλλα, σας κατηγορεί στις πρόσφατες δίκες και για στάση;

Ενώ έδειχνε να υποχωρεί μπροστά στην αποφασιστικοτητά μας, ο καπετάνιος έκανε την ίδια στιγμή επαφές με τον ‘Ελληνα πρόξενο του Ρίο, με το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και με την εταιρεία στον Πειραιά.

Προετοίμαζε έτσι την επιθεσή του. Και φθάνουμε στις 31 του μήνα. Το απόγευμα αυτής της μέρας αρχίζει κατά κάποιο τρόπο η επίθεση του εφοπλισμού. Συγκεκριμένα, στις 6 η ώρα, εμφανίζεται ο καπετάνιος με δύο αστυνομικούς και ειδοποιεί τον Β’ μηχανικό ότι σε πέντε λεπτά πρέπει να εγκαταλείψει το βαπόρι. Είχαμε φυσικά προβλέψει ότι αυτά που πετύχαμε, γα να τα κρατήσουμε, θα έπρεπε να αγωνιστούμε. Είχαμε προβλέψει ότι ήταν δυνατό να δεχτούμε μία επίθεση αυτού του είδους. Γιατί βασικά οι εφοπλιστές, όπως κι όλοι οι κεφαλαιοκράτες, όταν δεν μπορούν να περάσουν σε μία ολομέτωπη επίθεση ενάντια σε 25 άτομα, είναι φυσικό να προσπαθούν να διώξουν μερικούς για να πέσει το κίνημα.

‘Οταν όμως απαίτησαν από τον Β’ μηχανικό να εγκαταλείψει το βαπόρι, κινητοποιήθηκαν αμέσως όλοι οι συναδελφοί του που απεργούσαν, καταλάβαμε τους διαδρόμους και τη σκάλα του βαποριού, κι έτσι αναγκάσαμε τους δύο αστυνομικούς να εγκαταλείψουν αυτοί το βαπόρι.

Την ίδια ώρα, κάτω από το βαπόρι, ήταν περίπου 20 ένοπλοι αστυνομικοί που προσπάθησαν ν’ ανέβουν. Σηκώσαμε όμως τη σκάλα και αποφύγαμε προς στιγμή τη σύλληψη. Μετά απ’ αυτό, στις 11 το βράδυ, καταφθάνει κι ο έλληνας πρόξενος. Στην αρχή δεν δεχτήκαμε ν’ ανέβει στο βαπόρι για να κάνει διαπραγματεύσεις, για τον απλούστατο λόγο ότι ξέρουμε ξεκάθαρα πως υπερασπίζεται τα συμφέροντα του εφοπλισμού. Τελικά όμως τον αφήσαμε, αλλά όπως αποδείχτηκε, όπως φαίνεται και σήμερα στις δίκες, αυτός ήταν ο υπ’ αριθμόν ένα νεκροθάφτης μας.

‘Οταν λοιπόν ανέβηκε επάνω και αντιμετώπισε σχεδόν όλο το πλήρωμα ξεσηκωμένο ενάντια στον εφοπλισμό, αναγκάστηκε κι αυτός να δαγκώσει τη γλώσσα του και να “αναγνωρίσει” ότι είναι δίκαια τα αιτηματά μας, ότι θα λυθούν, κλπ. Μας “συνέστησε ψυχραιμία” και “να πάμε να κοιμηθούμε ήρεμοι στα κρεβάτια μας”. Πάνω σ’ αυτό, βέβαια, δεν ξεγέλασε κανέναν. Ξέραμε ότι προσπαθούσε να μας στείλει για ύπνο για να διευκολύνει το έργο της αστυνομίας, που έξω ετοιμαζόταν για το μεγάλο “ντου”. Πράγματι, κατά τις 1 τη νύχτα, έφυγε ο πρόξενος από το βαπόρι, και κατά τις 2.30 άρχισαν να καταφθάνουν πυροσβεστικά οχήματα και να στήνουν σκάλες στο βαπόρι, οπότε έγινε και η τελική επίθεση.

‘Εγινε γνωστός ο αγώνας σας στους Βραζιλιάνους εργάτες που δούλευαν στο λιμάνι;

Κατ’ αρχή, είχαμε την υποστήριξη των Βραζιλιάνων εργατών που δούλευαν πάνω στο βαπόρι, και που είδαν από κοντά τι συνέβαινε. Μάλιστα, στις φωτογραφίες που τράβηξε η βραζιλιάνικη αστυνομία, υπήρχαν σημαδεμένοι με βέλος μερικοί Βραζιλιάνοι εργάτες και μας ανέκριναν αργότερα συνέχεια για να τους ανακαλύψουν. Στο λιμάνι, όμως, επειδή ήταν κάπως αργά, και μας είχαν απομονώσει δυνάμεις της αστυνομίας μαζί με 40-50 ασφαλίτες με πολιτικά και οπλισμένους με αυτόματα, που πιστεύω πως θα ήταν το “ανφάν γκατέ” και το καλύτερο στήριγμα της Βραζιλιάνικης χούντας, η κινητοποίηση δεν μπόρεσε να πάρει έκταση. Νομίζω όμως ότι ο αγώνας μας πρέπει να είχε απήχηση στους Βραζιλιάνους εργάτες που βρίσκονταν εκεί. Εξ’ άλλου, είχαμε φροντίσει να βάλουμε και δύο πανώ πάνω στη σκάλα με τα συνθήματα “Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη” και “Απεργούμε”, μεταφρασμένα στα βραζιλιάνικα.

Βέβαια, αν είχαμε μπορέσει να κρατήσει η απεργία αρκετές μέρες ακόμα, πιστεύω ότι θα υπήρχε μεγαλύτερη κινητοποίηση και συμπαράσταση των Βραζιλιάνων εργατών.

‘Οταν έγινε η επίθεση της Βραζιλιάνικης αστυνομίας, πως την αντιμετωπίσατε; Και πως καταφέρατε στη συνέχεια να γλυτώσετε από τα μπουντρούμια της χούντας;

Βλέποντας ότι κάθε λεπτό κατέφθαναν και καινούργιες δυνάμεις της αστυνομίας κι ‘οτι από στιγμή σε στιγμή θα είχαμε να αντιμετωπίσουμε την επιθεσή τους, συζητήσαμε στα γρήγορα διάφορες προτάσεις για το τι θα έπρεπε να κάνουμε. Μία πρόταση ήταν να αντιμετωπίσουμε δυναμικά τους αστυνομικούς για να μη μπορέσουν ν’ ανεβούν επάνω, η δεύτερη ήταν να παραδωθούμε αμέσως.

Η τρίτη λύση, που φάνηκε και η πιο σωστή, ήταν να κρυφτούμε σε καλά σημεία, να κάνουμε συσκοτισμό του βαποριού, ώστε να μη μας συλλάβουν τη νύχτα και να έχουμε την επόμενη μέρα την υποστήριξη των Βραζιλιάνων λιμενεργατών και ναυτών. Αυτό κι έγινε. Μόλις οι πρώτοι έκαναν να ανέβουν πάνω στο βαπόρι, εμείς τρέξαμε κατευθείαν στις ηλεκτρομηχανές, τις σταματήσαμε, κάναμε συσκότιση και κρυφτήκαμε σε πολλά σημεία του βαποριού, σε αμπάρια λόγου χάρη κι οι περισσότεροι στο μηχανοστάσιο.

Προς στιγμή, οι Βραζιλιάνοι αστυνομικοί βρέθηκαν σε αμηχανία και τους καθυστερήσαμε πολύ. ‘Αρχισαν την επίθεση στις 2.30 και ο τελευταίος συνελήφθηκε στις 7 το πρωί μέσα σε μία δεξαμενή γεμάτη λάδια απ’ όπου έπλεε μόνο το κεφέλι του. Αλλά και πάλι θα μας είχαν πιάσει πολύ αργότερα αν δεν είχαν χρησιμοποιήσει, κι αυτοί με τη σειρά τους, ορισμένες μεθόδους αντάξιες αστυνομικών κι ιδιαίτερα Βραζιλιάνων αστυνομικών. ‘Οχι μόνο γιατί δέχτηκαν βοήθεια από πολεμικά βραζιλιάνικα πλοία -είμαστε και κοντά στο ναύσταθμο- που έριξαν τους προβολείς τους πάνω στο Aeolian.

Αλλά το χειρότερο ήταν ότι όποιον συνελάμβαναν, και συνέλαβαν αμέσως ένα-δύο άτομα που δυστυχώς άκουσαν τον πρόξενο και πήγαν να κοιμηθούν, τον σάπιζαν κυριολεκτικά στο ξύλο και τον ανάγκαζαν να ομολογήσει τα πιθανά μέρη όπου κρυβόντουσαν οι άλλοι συνάδελφοι. Πρέπει να πω εδώ ότι κανένα από τα παιδιά αυτά δεν ήθελε φυσικά να καταδώσει τους συναδέλφους του, αλλά οι βασανισμοί ήταν τόσο τρομεροί -να σκεφτείς ότι σ’ ένα συνάδελφο έσβυσαν και τσιγάρο πάνω στο χέρι του, ενώ όλους τους χρυπούσαν με γκλομπς ακόμα και στο κεφάλι- που κατάφεραν κατά τις 7 το πρωί να μας έχουν συλλάβει όλους.

Τότε μας οδήγησαν μπροστά στον καπετάνιο, ο οποίος κατέδιδε έναν-έναν αυτούς που θεωρούσε πρωτεργάτες και μας παρέδιδε στην αστυνομία. Δώδεκα από μας μπήκαν έτσι σε κλούβες, και μάλιστα στο πορτ-μπαγκάζ τους, που είναι φαίνεται για τους υπερβολικά επικίνδυνους, και μας οδήγησαν κατευθείαν στα κρατητήρια της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας της Βραζιλίας.

*Πηγή άρθρου: lifo.gr

**https://www.kefaloniatoday.com/kefalonitika/afieromata/panagiotis-liveretos-agnosti-sinentefxi-enos-kefaloniti-epanastati-100878.html

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.