Τον Νοέμβριο του 1985, σημειώθηκαν τα γνωστά σε όλους γεγονότα με τη δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά στο Πολυτεχνείο, την κατάληψη του ιδρύματος και τις πολυήμερες συγκρούσεις με τους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς.
Την 1η Δεκέμβρη 1985, μετά από κάλεσμα δύο συντρόφων, εκ των οποίων ο ένας το προηγούμενο διάστημα κινείτο στο περιβάλλον των συνοικιακών ομάδων και παρεών γύρω από την εφημερίδα «Άρένα», έγινε στα γραφεία των Αριστερών Συσπειρώσεων στα Εξάρχεια (ελλείψει άλλου χώρου) συνέλευση στην οποία συμμετείχαν, επτά ή οκτώ ακόμα σύντροφοι από διάφορες συνοικίες της Αθήνας, όπου αποφασίστηκε η δημιουργία κεντρικής αναρχικής ομάδας, η οποία προτάθηκε να οργανωθεί με βάση πυρήνες κοινωνικής παρέμβασης (μαθητικός, σπουδαστικός και εργατικός πυρήνας).
Στις 26 Δεκέμβρη 1985, έγινε η δεύτερη συνέλευση, στη οποία αποφασίστηκε το όνομα να είναι Αναρχική Ομάδα «Διεθνιστής». Στις 30 Δεκέμβρη μπήκαν οι βάσεις για την έκδοση του εντύπου της ομάδας «Αυτοδιεύθυνση». Το εν λόγω έντυπο κυκλοφόρησε, τελικά, στις αρχές Απρίλη του 1986, κυρίως με αφορμή την 1η Πανελλαδική Συνάντηση Αναρχικών και Αντιεξουσιαστών στην Πάτρα. Η εν λόγω Συνάντηση έγινε στις 24, 25 και 26 Απρίλη 1986, με πρωτοβουλία των τότε Αναρχικών Ομάδων Πάτρας, Πύργου και Αμαλιάδας.
Παρατίθεται εδώ το κύριο άρθρο της «Αυτοδιεύθυνσης», κείμενο κριτικής στον «χώρο» το οποίο σε πολλά του σημεία θυμίζει έντονα τα κείμενα της Κίνησης για τη Συγκρότηση Αναρχικής Ομοσπονδίας (του 1983):
«”Αναρχικός χώρος” ή αναρχικό κίνημα;
Τα τελευταία δύο χρόνια, όλο αυτό το συνονθύλευμα που αυτοαποκαλείται αναρχικός χώρος, έχει βουλιάξει στο τέλμα της περιθωριοποίησης του και είναι αδύναμος να προβάλλει και την παραμικρή ουσιαστική αντίσταση ενάντια στο κεφάλαιο και το κράτος. Εκτός από ελάχιστες, κατά πολύ θεαματικές και θορυβώδεις περιπτώσεις (Χημείο κλπ), τίποτε άλλο δεν φαίνεται να κινείται και να παίρνει ζωή.
Η κατάσταση αυτή δεν ήταν κάτι που εμφανίστηκε ως δια μαγείας, αλλά ήταν η φυσική και αναμενόμενη, άλλωστε, κατάληξη μιας σειράς σκέψεων και πρακτικών που αναπτύχθηκαν σ’ αυτό το χρονικό διάστημα. Αυτός ο χώρος σήμερα, έχει προσφερθεί από μόνος του στο κεφάλαιο, σαν μια πρώτη ύλη στην παραγωγή νέων εκτονωτικών αξιών, ψεύτικων και πλαστών αναγκών.
Τα Εξάρχεια δεν είναι η «απελευθερωμένη ζώνη» που παράγει «ανατρεπτικά ιδανικά», όπως πολλοί θερμοκέφαλοι αρέσκονται να διακυρήσσουν, αλλά ένα θεατρινίστικο καταναλωτικό γκέτο, όπου μπορείς να συναντήσεις από αυτο-ονομαζόμενους αναρχικούς και μίζερους χαζοδιανοούμενους μέχρι χαφιέδες της ασφάλειας και εμπόρους ναρκωτικών. Είναι μια έντεχνα διατηρημένη βιτρίνα απ’ το ίδιο το κράτος, παρουσιαζόμενη μάλιστα ως η μητρόπολη του ελληνικού αναρχισμού. Συνακόλουθα, αυτή η λογική πως αυτός και μόνο ο χώρος υφίσταται την κρατική καταστολή είναι έξω από κάθε πραγματικότητα, γιατί αγνοεί πως καταστολή κάθε είδους υπάρχει σε κάθε χώρο και χρόνο της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Σε όσες δραστηριότητες αναλώνεται σήμερα ο χώρος, αυτές είναι θεαματικές και μόνο και ούτε τη συνέχεια και συνέπεια εξασφαλίζουν, αλλά ούτε και κάποια πρόταση δράσης περιέχουν δηλαδή την προοπτική για την οργάνωση του αναρχικού λόγου και κινήματος στη χώρα μας. Επικρατεί μια λογική που ταυτίζει το αναρχικό ιδανικό με την ανευθυνότητα, το χάος, με την υποταγή στα τυχαία, αποσπασματικά και ουρανοκατέβατα γεγονότα και που όλα αυτά τα. ανάγει σε σύγκρουση με το κράτος και τους θεσμούς του. Λες κι ο κλεφτοπόλεμος με την αστυνομία είναι αντιμετώπιση της κρατικής βίας και καταστολής.
Κάθε μικροσυμπλοκή γίνεται μοναδικό και τεράστιο γεγονός και όλοι περιμένουν τη φλόγα (μάταια βέβαια) που θα πυροδοτήσει την επαναστατική έκρηξη. Ταυτόχρονα, καθώς ο χώρος παραπατάει, παίρνει εκείνη ακριβώς τη «διέξοδο» που τεχνητά το ίδιο το κράτος έχει αφήσει ανοιχτή, στην προσπάθειά του να παρουσιάζει κάθε φορά τους αναρχικούς, πότε σαν τους αιμοσταγείς τρομοκράτες με το μπουκάλι και το ρόπαλο στα χέρια και πότε σαν τους παθιασμένους ναρκομανείς που είναι έτοιμοι να κάνουν οτιδήποτε προκειμένου να εξασφαλίσουν τη δόση τους, χρησιμοποιώντας τους τελικά στα βρώμικα παιχνίδια του.
Κι ενώ θα έπρεπε ο χώρος να απαντήσει συνολικά και άμεσα στη διαδικασία περιθωριοποίησής του, αυτός όχι μόνο αποδέχτηκε αυτή την κατάσταση, αλλά άνοιξε το δικό του λογαριασμό με το κράτος, επιταχύνοντας έτσι ο ίδιος την αισθητή απομάκρυνσή του από τους κοινωνικούς χώρους και την καθημερινή δράση. Είναι θλιβερός ο ρόλος μερικών αυτο-ονομαζόμενων αναρχικών, που προσπαθώντας να εκτονώσουν την προσωπική μιζέρια τους, όχι μόνο πορεύονται σαν πρόβατα στη σφαγή, αλλά ασκούν και εξουσία στην ίδια την παρέα τους, με μόνο στόχο το σπάσιμο της βιτρίνας. Έτσι από τη μια βγάζουν στη φόρα όλο τον ηγετισμό τους, θυμίζοντας πολυάσχολα μέλη μιας πελαγωμένης κεντρικής επιτροπής κι από την άλλη τροφοδοτούν σωρηδόν τις κρατικές φυλακές. Είναι λυπηρό να βλέπεις διάφορους να επιθυμούν έτσι άσκοπα τη «σύγκρουση» για τη σύγκρουση.
Εκτός απ’ όλη αυτά, ο χώρος έχει μάθει να κατηγορεί κάποιους έξω απ’ αυτόν (και φυσικά τους ίδιους τους εκμεταλλευόμενους) σαν ηλίθιους μίζερους και συμβιβασμένους. Όμως ποτέ του δεν προσπάθησε να φτιάξει κάτι το χειροπιαστό, και για τον εαυτό του και-για τους άλλους. Μήπως τελικά αυτή η λογική κάνει το χώρα πιο ηλίθιο, μίζερο και συμβιβασμένο απ’ αυτούς που κατηγορεί;
Η άγνοια και η θανάσιμη αδιαφορία του για τις διαδικασίες και το επίπεδο συνειδητοποίησης των ανθρώπων, και του ίδιου του εαυτού του, είναι καθοριστική. Όλες οι σκέψεις, οι ελπίδες (αν υπάρχουν) και οι πρακτικές έχουν τοποθετηθεί σε μια τελική ηρωική επαναστατική έφοδο, περιφρονώντας έτσι όλα τα προβλήματα, μικρά και μεγάλα, της ζωής των ανθρώπων, ρίχνοντας βάρος μόνο στις τελευταίες δραματικές στιγμές μιας ανοιχτής κοινωνικής σύγκρουσης, αγνοώντας και την ίδια την εξέλιξη των κοινωνικών ξεσπασμάτων και όλες εκείνες τις διαδικασίες που οδηγούν στην ανάπτυξη των οποιονδήποτε αντιθέσεων σ’ αυτή την κοινωνία.
Αγνοεί ο χώρος, ότι και αυτός ο ίδιος, με τη δράση του μέσα στους εκμεταλλευόμενους, έπρεπε να δημιουργήσει ή να προσπαθήσει να οξυνθούν περισσότερο αυτές οι αντιθέσεις, που τελικά οδηγούν στην κοινωνική επανάσταση. Αλλά μήπως και αυτή δεν την έχει μετατρέψει σε μια καθαρά πολιτική υπόθεση;
Όσο ο χώρος αυτός παραμένει μίζερος, παραλυμένος και αδύναμος να δημιουργήσει γεγονότα, τόσο θα διαιωνίζεται ο φαύλος κύκλος της παθητικής του αντίδρασης στο κράτος και οι ενέργειές του θα καταλήγουν σε συνεχόμενες και άσκοπες συλλήψεις ατό-. Ο χώρος έχει πέσει σε ένα στείρο δογματισμό και ρεφορμισμό και είναι αυτές ακριβώς οι αιτίες που τον έχουν απομακρύνει από την κοινωνική δράση έως τα σημερινά όρια του τέλματος και του περιθωρίου. Η πλειοψηφία των εκμεταλλευόμενων είναι αδιάφορη για το τι κάνουν οι αναρχικοί και τι όχι (και με το δίκιο τους άλλωστε) κι αυτό κάνει το κράτος να τρίβει τα χέρια του με ευχαρίστηση.
Μέσα σε όλο αυτό το κομφούζιο, που μόνο αναρχικό χώρο δεν θυμίζει, υπάρχουμε και κάποιοι, που όχι μόνο είμαστε ενάντιοι στην καθημερινή κακοποίηση. του αναρχισμού, αλλά και συνεχίζουμε να διατηρούμε τα όνειρα και τις αγωνίες μας για κάτι το διαφορετικό και που γι αυτή μας την τάση κινδυνεύουμε να κατηγορηθούμε για μπολσεβικισμό, μονό και μόνο επειδή προσπαθήσαμε να εφαρμόσουμε κάποιες ιδέες μας, σε σχέση με την οργάνωση των «αναρχικών. Όμως, κάθε τέτοιο κρούσμα αλλοίωσης της αλήθειας και λασπολογίας, θα παίρνει από δω και μπρος την απάντηση που πρέπει.
Πιστεύουμε πως μόνο η οργάνωση των αναρχικών και ταυτόχρονα η συνολική και γενικευμένη αντιμετώπιση του κράτους και των θεσμών του, είναι το φάρμακο για να εξέλθουν, όσοι τελικά το επιθυμούν, απ’ αυτό το βάλτωμα. Κι αυτό δεν είναι ουτοπία, ούτε φιλολογικό σχήμα. Ειδικά σήμερα, που μερικές συνθήκες έχουν αρχίσει να εμφανίζονται και στη χώρα μας, επιτρέπουν όχι μόνο ένα απλό ξεκίνημα, αλλά και καθιστούν αναγκαία την οργάνωση των αναρχικών επαναστατών.
Τα προβλήματα των εκμεταλλευομένων θα πρέπει να είναι στο επίκεντρο της δημοσιότητας των ιδεών και των δραστηριοτήτων μας προς τα έξω. Πιστεύουμε πως για να αρχίσει αυτή μας η επιθυμία να παίρνει σάρκα και οστά, αυτό θα πρέπει να στηριχτεί πάνω στις βασικές οργανωτικές και ηθικές αρχές του αναρχισμού, που είναι η δημιουργία ομάδων και ομοσπονδιών και η αλληλοβοήθεια.
Πιστεύουμε στην αναγκαιότητα της ύπαρξης της Ειδικής Αναρχικής Οργάνωσης, ως οργάνωσης των αναρχικών επαναστατών και ως συντονιστικό όργανο των ομάδων και τίποτα παραπάνω. Η οργάνωση αυτή είναι το μέσο για τη συγκρότηση αναρχικού, λογού και κινήματος, που θα λειτουργεί προτρεπτικά προς τις μάζες και μέσα σ’ αυτές, αποτρέποντας ταυτόχρονα κάθε εξουσιαστική παρέκκλιση, όποια κι αν είναι, από όπου κι αν προέρχεται. Άλλωστε, το στόχο της αναρχικής κοινωνίας δεν θα τον υλοποιήσουμε εμείς και η παρέα μας, αλλά οι ίδιες οι καταπιεζόμενες τάξεις διαμέσου της κοινωνικής επανάστασης. Γι’ αυτό και η οργάνωσή μας θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στους τρόπους και τις απαιτήσεις αυτής της επανάστασης.
Πάνω σ’ αυτές τις βάσεις, σαν ομάδα, θα προσαρμόσουμε τη δράση μας. Η απαγκίστρωσή μας από την όλη λογική και πρακτική του αυτοαποκαλούμενου «αναρχικού χώρου, δεν είναι παρά τυπική και μόνο, γιατί στην ουσία έχουμε έρθει σε ρήξη μαζί του και τον έχουμε ξεπεράσει κατά πολύ από τη στιγμή που αρχίσαμε να κινούμαστε στην κατεύθυνση της συγκρότησης της Αναρχικής Ομοσπονδίας.
ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΟΜΑΔΑ «ΔΙΕΘΝΙΣΤΗΣ»
Η ομάδα δεν ευτύχησε, για πολλούς και διάφορους λόγους, να συνεχίσει την έκδοση της «Αυτοδιεύθυνσης».
Αναδημοσιεύση από: ούτε θεός ούτε αφέντης.
Περισσότερες πληροφορίες για την ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΟΜΑΔΑ «ΔΙΕΘΝΙΣΤΗΣ» μπορείτε να βρείτε στην πρόσφατη κοινή μας έκδοση με τον σ.Δημήτρη Τρωαδίτη “Απόπειρες αναρχικής οργάνωσης την δεκαετία του 1980”.