Το παρακάτω κείμενο αποτελεί το πρώτο μέρος ενός άρθρου του συντάκτη του Alerta.gr, Γιάννη Βολιάτη, για την αναρχική εφημερίδα “Μαυροκόκκινη Σημαία”. Το πρώτο μέρος του άρθρου δημοσιεύτηκε στο φύλλο Δεκέμβρη 2023 της εφημερίδας ενώ το δεύτερο μέρος αναμένεται να συμπεριληφθεί στο επόμενο φύλλο.
Τι είναι η Εργατική Τάξη και από ποιους αποτελείται: Ο κλασικός ορισμός, οι αναρχικές “παρεμβάσεις” και η αναλογία στο σήμερα
1ο Μέρος: Ορισμοί της εργατικής τάξης
Ο αναρχισμός είναι ένα επαναστατικό κίνημα με σαφείς ρίζες και αναφορές στην εργατική τάξη, τους καταπιεσμένους και τους εκμεταλλευόμενους του πλανήτη. Η πιο σημαντική του πολιτική βλέψη, το τελικό του όραμα, είναι η κοινωνική επανάσταση που θα γκρεμίσει αυτόν τον εξουσιαστικό και εκμεταλλευτικό κόσμο και θα γεννήσει σταδιακά έναν νέο: Αυτόν της ισότητας, της ελευθερίας, της αλληλεγγύης, χωρίς σύνορα και κράτη και τάξεις, χωρίς διακρίσεις σε φύλο και φυλή. Τα μέλη και οι αγωνιστές του αναρχικού κινήματος παραδοσιακά προέρχονται από την ευρύτερη εργατική τάξη -και όσοι/ες είχαν ιστορικά καταγωγή από κάποια ανώτερη τάξη, παράτησαν εκούσια τα πολιτικά και υλικά τους προνόμια ή έθεσαν τις περιουσίες τους στην υπηρεσία του σκοπού (τρανό παράδειγμα ο “Πρίγκιπας” Πιοτρ Κροπότκιν). Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, κομβικό κομμάτι στην ευρύτερη πολιτική μας ανάλυση ως αναρχικοί (θα πρέπει να) είναι η ταξική ανάλυση. Και σημαντικό κομμάτι της ανάλυσης αυτής και καθήκον για τους αναρχικούς στο σήμερα αποτελεί το να αποσαφηνίσουμε τι σημαίνει με σύγχρονους όρους ο ορισμός “Εργατική Τάξη” και από ποιους αυτή αποτελείται. Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, καθώς οι κοινωνικές τάξεις δεν είναι απλή φιλολογία, αλλά τα μέλη τους έχουν μεταξύ τους ανταγωνιστικά υλικά και πολιτικά συμφέροντα. Θα πρέπει λοιπόν να θέσουμε κάποια στεγανά για το Αναρχικό Κίνημα ως επαναστατικό-ταξικό και όχι ως απλά “δικαιωματικό”, “ταυτοτικό” διαταξικό κίνημα διαμαρτυρίας. Δηλαδή ένα κίνημα που στοχεύει στο γκρέμισμα του καπιταλισμού και όχι σε μια παράλληλη ανταγωνιστική πορεία. Με αυτόν τον τρόπο θα καταφέρουμε να προσδιορίσουμε και την απεύθυνσή του, τους εχθρούς του και τους εν δυνάμει συμμάχους του.
Η εργατική τάξη ορίζεται από τον Καρλ Μαρξ, πολύ χλιαρά και ασαφώς, στον Τρίτο Τόμο του “Κεφαλαίου”. Η κύρια σχέση που καθορίζει τις κοινωνικές τάξεις γενικότερα και πιο συγκεκριμένα την εργατική, είναι η σχέση που αυτή έχει με τα μέσα παραγωγής ή μάλλον η απουσία σχέσης κατοχής επάνω τους. Ως “μέσο παραγωγής” μπορούμε να ορίσουμε το κάθε τι που μπορεί να παράξει κεφάλαιο για τον ιδιοκτήτη του, ενώ κάτι τέτοιο προϋποθέτει και την εκμετάλλευση, άμεση ή έμμεση, κάποιου τρίτου προσώπου και της εργατικής του δύναμης, δηλαδή την άντληση υπεραξίας. Ως “υπεραξία” δε, ορίζεται χονδρικά η διαφορά μεταξύ της αξίας που δημιουργούν οι εργαζόμενοι στην καπιταλιστική οικονομία και των μισθών με τους οποίους αμείβονται -και οι οποίοι είναι πάντα χαμηλότεροι από αυτήν την αξία. Η διαφορά αυτή είναι το κέρδος των αφεντικών, το οποίο στην συνέχεια κατά κύριο λόγο επενδύεται σε νέα μηχανήματα, νέα πρότζεκτ κλπ, ώστε να έρθει αύξηση της παραγωγής και του κέρδους για την επιχείρηση.
Έτσι, αναφερόμενοι στα μέσα παραγωγής, μπορούμε να μιλάμε για ένα μεγάλο εργοστάσιο με μηχανές, όπου απασχολούνται πολλοί εργάτες, χωράφια στα οποία δουλεύουν αγρεργάτες, αλλά ακόμη και ένα μικρό εργαστήριο με έναν ή δυο υπαλλήλους. Αν θέλουμε να εμβαθύνουμε περισσότερο, μπορούμε να διαχωρίσουμε το αδρανές κεφάλαιο, δηλαδή αυτό που δεν επιστρέφει στην αγορά με την μορφή επένδυσης, από το ενεργό, την καθαρή “υπεραξία” από την “υπερ-εργασία”, με την πρώτη να αφορά αυτή που ο Μαρξ ονόμασε “παραγωγική εργασία” και την δεύτερη την “μη-παραγωγική”, αν δηλαδή από την εργασία δημιουργείται ένα προϊόν με αξία χρήσης ή όχι. Αυτοί οι ορισμοί όμως είναι αντικείμενο διαμάχης ακόμη και για τους πιο “σκληρούς” μελετητές του Μαρξ, οπότε ας τους αφήσουμε κατά μέρους στην συγκεκριμένη εργασία.
Επίσης, πιο “αρχαϊκού” τύπου “μέσα παραγωγής”, που έχουν επιβιώσει μέσα στον χρόνο και στην μετατροπή των κοινωνικών σχέσεων και στα οποία η άντληση της υπεραξίας ή υπερεργασίας είναι πιο έμμεση, είναι σχέσεις ιδιοκτησίας, όπως η κατοχή ακινήτων και γενικότερα χώρων προς ενοικίαση (real estate). Εκεί μιλάμε ουσιαστικά για μια “έμμεση” άντληση υπεραξίας, καθώς ο ενοικιαστής πιθανώς υπόκειται ΚΑΙ σε άμεση εκμετάλλευση στον εργασιακό του χώρο, αλλά χρειάζεται να διαθέσει και μέρος των απολαβών-και άρα της αμοιβής για την υπεραξία που έχει παράξει- στον ιδιοκτήτη του ακινήτου. Ο δε ιδιοκτήτης έχει την δυνατότητα άσκησης επιβολής επάνω τον νοικάρη, όπως το να του κάνει έξωση αν δεν του πληρώσει εγκαίρως το ενοίκιο κλπ. Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει η άμεση άντληση υπεραξίας, που βρίσκουμε σε μια τυπική εργασιακή σχέση. Στη πραγματικότητα πρόκειται για μια εμπορική-καταναλωτική σχέση, αφού τα ίδια τα μέσα άντλησης κεφαλαίου, π.χ. τα ακίνητα, δεν χρίζουν χειρισμού από εργάτες ώστε να παράγουν αγαθά, ενώ αποτελούν τα ίδια το “καταναλωτικό αγαθό” που φέρει το κέρδος στο κεφάλαιο. Είναι μια αρχαία μορφή σχέσης ιδιοκτησίας που παράγει κέρδος, παρόμοια με αυτή της ιδιοκτησίας γης από τους τσιφλικάδες. Μόνο που εδώ δεν μιλάμε για την απόσπαση του μεγαλύτερου μέρους της σοδειάς που έχουν παράξει κάποιοι δουλοπάρικοι ή ακτήμονες χωρικοί, από τον γαιοκτήμονα ή την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης τρίτων στην παραγωγή της σοδειάς αυτής, αλλά την άμεση απόσπαση μέρους της αμοιβής που ο εργαζόμενος λαμβάνει από την εργασία του σε κάποιον άλλο εργοδότη, δηλαδή μέρους του μισθού του, από τον νοικάρη του, με τον οποίο δεν έχει καμία άλλη εμπορευματική σχέση πέρα από το ότι του παρέχει το σπίτι στο οποίο διαμένει.
Τα μέλη της Εργατικής Τάξης δεν είναι ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής, δηλαδή μέσων τα οποία παράγουν κεφάλαιο και με τα οποία μπορούν να αντλήσουν υπεραξία από άλλους ανθρώπους, αλλά, αντίθετα, για να επιβιώσουν πρέπει να πουλήσουν οι ίδιοι την εργατική τους δύναμη σε κάποιον τρίτο και να εισπράξουν για αυτή τους την εργασία μισθό.
Βέβαια, δεν είναι κάθε μισθωτός κομμάτι της εργατικής τάξης, καθώς, σύμφωνα με τον χλιαρό ορισμό του Μαρξ, υπάρχει μια διαβάθμιση όσον αφορά το μέγεθος του μισθού και τα όσα μπορεί αυτός να εξαγοράσει-υλικά ή άυλα- που θα διαχωρίζουν τον υψηλόμισθο από τον εργάτη, ως προς την ποιότητα ζωής, τον ελεύθερο χρόνο, τις ανέσεις και την ευκολία συσσώρευσης κεφαλαίου που μπορεί να μετατραπεί σε μέσο παραγωγής σε δεύτερο χρόνο. Ο ορισμός βέβαια του “υψηλόμισθου” στον Μαρξ είναι μάλλον θολός, ενώ σε αυτό το κομμάτι εισέρχονται και οι πρώτες “παρεμβάσεις” της αναρχικής σκέψης σε σχέση με κάποια επιπλέον κριτήρια, που έχουν να κάνουν με την “διοίκηση” ως έννοια στην οικονομία: Δεν μπορούν να λογίζονται ως κομμάτι της εργατικής τάξης ανώτερα μισθωτά διευθυντικά στελέχη, είτε του δημοσίου, είτε του ιδιωτικού τομέα. Αυτοί δηλαδή που μπορεί να μην κατέχουν οι ίδιοι το κεφάλαιο, κατέχουν όμως σημαντικό κομμάτι της διαχείρισής και αναπαραγωγής του, καθώς και παίζουν καθοριστικό ρόλο στην διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού (των εργατών) και μπορούν να έχουν άμεση επίπτωση στην απόκτηση ή απώλεια μιας θέσης εργασίας από κάποιον άλλο εργαζόμενο. Είναι δηλαδή ταυτόχρονα και επόπτες-επιστάτες των υπόλοιπων εργαζόμενων και υπεύθυνοι για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου.
Η παραπάνω ένσταση συναντάται πολύ νωρίς στην επαναστατική ιστορία του σοσιαλιστικού κινήματος και έχει να κάνει με την ιδέα του Λένιν σχετικά με τους “Μάνατζερ” των εργοστασίων, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Με λίγα λόγια, ο Λένιν, όπως και οι περισσότεροι γνήσιοι απόγονοί του, δεν πίστευε στην αυτοδιαχείριση των εργοστασίων και της παραγωγής από την εργατική τάξη καθαυτή, αλλά προσέβλεπε σε ειδικούς “συντρόφους – διευθυντές”, που πολλές φορές ήταν και μόνο ένα πρόσωπο σε κάθε εργοστάσιο, το οποίο θα καθόριζε την πολιτική της παραγωγής, σύμφωνα με την κρατική γραμμή. Σε ένα σχετικά πρόσφατο άρθρο του (Ιούνης 2021) στην αναρχοσυνδικαλιστική επιθεώρηση “Ideas and Action”, με τίτλο “Against Leninism” (Ενάντια στον Λενινισμό), ο Tom Wetzel μας εξηγεί πως ο Λένιν, μιλώντας για τον “εργατικό έλεγχο” στην ομώνυμη θέση του το 1917, δεν υποστήριζε κάτι άλλο από τη υποχρέωση των “Μάνατζερ” να “ανοίγουν και να παρουσιάζουν τα βιβλία της επιχείρησης στους εργάτες”. Κυριολεκτικά δηλαδή το να “ελέγχουν” οι εργαζόμενοι το αν όσα πράττει ο εκάστοτε διευθυντής είναι καθαρά από παρατυπίες -όπου παρατυπία φυσικά, πέρα από το ηθικό κομμάτι, λογιζόταν η παράβλεψη της κεντρικής κρατικής πολιτικής για την οικονομία. Δεν θα είχαν όμως λόγο οι ίδιοι οι εργάτες επάνω στην γραμμή και στην πολιτική της παραγωγής: Αυτή θα προερχόταν απευθείας από τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας, δηλαδή από το Κράτος, ενώ ο “Μάνατζερ” θα φρόντιζε για την σωστή εφαρμογή της στο εκάστοτε εργοστάσιο.
Ο Βλαντιμίρ Λένιν μας θέτει πολύ όμορα τις σκέψεις του σχετικά με το στρώμα αυτό των “μάνατζερ” και τον ρόλο του μέσα (;) στην Εργατική Τάξη, στο έργο του “Τα άμεσα καθήκοντα της σοβιετικής εξουσίας” , το 1918: “Η αδιαμφισβήτητη εμπειρία της ιστορίας έχει δείξει ότι… η δικτατορία μεμονωμένων ατόμων ήταν πολύ συχνά το όχημα, το κανάλι της δικτατορίας των επαναστατικών τάξεων… Η βιομηχανία μηχανών μεγάλης κλίμακας-η οποία είναι η υλική παραγωγική πηγή και το θεμέλιο του σοσιαλισμού- απαιτεί απόλυτη και αυστηρή ενότητα της βούλησης… . Πώς μπορεί να διασφαλιστεί η αυστηρή ενότητα της βούλησης; Όταν χιλιάδες υποτάσσουν τη θέλησή τους στη βούληση ενός… Η αδιαμφισβήτητη υποταγή σε μια και μόνη βούληση είναι απολύτως απαραίτητη για την επιτυχία των εργασιακών διαδικασιών που βασίζονται στη βιομηχανία μηχανών μεγάλης κλίμακας … σήμερα η Επανάσταση απαιτεί, προς το συμφέρον του σοσιαλισμού, οι μάζες να υπακούσουν αδιαμφισβήτητα στην ενιαία βούληση των ηγετών της εργασιακής διαδικασίας”.
Φυσικά, αυτή είναι μια θέση που, όπως είπαμε και παραπάνω, οι αναρχικοί -και άλλα κομμάτια του επαναστατικού κινήματος- δεν αποδέχονται και η σύγχρονη ταξική ανάλυση του ελευθεριακού κινήματος θεωρεί τους κάθε είδους “Μάνατζερ” ως μεσόστρωμα, εκτός της εργατικής τάξης. Άλλωστε, οι μορφές οργάνωσης της εργασίας της παραγωγής και τις διανομής των αγαθών που άνθισαν στα μέρη όπου η εργατική τάξη, εν μέσω επαναστατικών διαδικασιών, βρέθηκε υπό τη επιρροή των αναρχικών ιδεών, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές: Οι κολεκτίβες της Ισπανικής Επανάστασης του 1936-1939 δεν γνώριζαν από “μάνατζερ” και “υπακοή στην βούληση” ενός συγκεκριμένου προσώπου, αλλά πρότασσαν την αυτοδιαχείριση της παραγωγής. Όπου υπήρχαν ξεχωριστά διαχειριστικά καθήκοντα, που χρειάζονταν εξειδικευμένες γνώσεις (κάτι φυσικό, αφού μιλάμε για μια νέα κοινωνία που μόλις ξεπεταγόταν μέσα από το κέλυφος της παλιάς), οι άνθρωποι που τις παρείχαν δεν λογίζονταν ως ανώτεροι των υπόλοιπων εργατών και δεν είχαν αρμοδιότητες αποφασιστικού χαρακτήρα, αλλά συμβουλευτικού. Οι διαδικασίες λήψης των αποφάσεων μέσα στα κολεκτιβοποιημένα εργοστάσια -και ακόμη περισσότερο στους αγρούς- ήταν οριζόντιες. Στους παλιούς “μάνατζερ” της καπιταλιστικής εποχής δινόταν η δυνατότητα να μείνουν ως σύμβουλοι, ως ίσοι μεταξύ ίσων. Επιπλέον, σε ιστορικές περιόδους όπου οι αναρχικοί έπαιξαν μεγάλο ρόλο σε εργατικές εξεγέρσεις και απόπειρες αυτο-διαχείρισης μέσων παραγωγής, όπως π.χ. στην Κόκκινη Διετία (Biennio Rosso, 1919-1920) στην Ιταλία, μέσα στους εργασιακούς χώρους ήταν προτιμότερη η κυκλική εναλλαγή των εργασιών, για το σπάσιμο της εξειδίκευσης και επειδή υπήρχε η πεποίθηση πως ο εργάτης ολοκληρωνόταν περισσότερο ως επαναστατικό υποκείμενο αν είχε πλήρη εικόνα και γνώσεις επάνω σε ολόκληρη την διαδικασία παραγωγής, κάτι που χτυπούσε στην ρίζα το φαινόμενο της αλλοτρίωσης του εργαζομένου από το παράγωγο της εργασίας του.
Πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με την ζωή και τη εργασία μέσα στις κολεκτίβες αυτές μας δίνει από πρώτο χέρι, έχοντας βιώσει την εποχή εκείνη ως έφηβος αναρχικός στην Βαρκελώνη, ο Αμπέλ Παζ, στο έργο του “Ταξίδι στο Παρελθόν” (1995): “Το εργαστήριο όπου δούλευα ως μαθητευόμενος βρισκόταν στην οδό Mallorca, στη γωνία με την οδό Navas de Tolosa…Όταν το εργαστήριο κολεκτιβοποιήθηκε, και τα δυο αφεντικά παρέμειναν ως απλοί εργάτες…Ο Πεϊρό ήταν ένας ικανός τεχνίτης και παρέμεινε στο εργοστάσιο ως τεχνικός. Ο συναιτέρος του, ο Σέρα, ήταν ηλικιωμένος και απασχολούνταν με δουλειές γραφείου και λογιστικά…Στην αρχή έμαθα να δουλεύω βαριοπούλα…έπειτα με έβαλαν να μάθω να κολλάω τα ντεπόζιτα. Εκείνη την εποχή δεν είχα διαβάσει τίποτα από Προυντόν, εκτός από το «Η ιδιοκτησία είναι κλοπή» και είμαι βέβαιος ότι οι υπόλοιποι δεν γνώριζαν ούτε καν αυτό. Προφανώς είχαν καταλάβει από ένστικτο και μόνο ότι η εξειδίκευση περιορίζει το δημιουργικό πνεύμα του ανθρώπου. Σε εκείνο το εργαστήριο δεν υπήρχε εξειδίκευση. Όλοι οι εργάτες περνούσαν από όλα τα πόστα και μπορούσαν να τα καταφέρουν σε όλες τις δουλειές. Ακόμα και ο λογιστής, όταν δεν είχε δουλειά, έπιανε τη βαριοπούλα ή καταπιανόταν με τον τόρνο ή την οξυγονοκόλληση”.
Επίσης, μια σημαντική διευκρίνηση, που απορρέει εμμέσως, τόσο από την ανάλυση των Μαρξ και Ένγκελς σχετικά με την σύσταση της Εργατικής Τάξης, αλλά είναι και σημαντικό κομμάτι της αναρχικής θέσης για την θεωρία των τάξεων, έχει να κάνει με μια σχέση όχι οικονομικής φύσεως, τουλάχιστον όχι άμεσης, αλλά μάλλον “ιδεολογικής”. Σύμφωνα λοιπόν με τα γραπτά των δυο Γερμανών θεωρητικών επάνω στον ρόλο του κράτους ως φύλακα των συμφερόντων της εκάστοτε ανώτερης τάξης και των αναρχικών σχετικά με τις θέσεις που φέρουν τα προνόμια της άσκησης εξαναγκασμού: Εκ των πραγμάτων αποκλείονται από την εργατική τάξη όσοι ανήκουν στα σώματα ασφαλείας και σε μηχανισμούς καταστολής, δηλαδή οι στρατιωτικοί και οι κάθε είδους αστυνομικοί, ως φύλακες του συστήματος και συνεπώς ως άρρηκτα συνδεδεμένοι με τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Μάλιστα, ο Ένγκελς είχε κατά λέξη αναφέρει τα εξής, σε σχέση με τον ρόλο των σωμάτων ασφαλείας: “Η αστυνομία θα αγρυπνά, ώστε (ο εργάτης) να πεθάνει της πείνας μ’ ένα τρόπο ήσυχο, καθόλου προσβλητικό για την αστική τάξη” (“Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία” 1845).
Συμπληρωματικά ως προς τα παραπάνω, είναι πλέον σαφές πως η διαχείριση του κράτους (ανεξαρτήτως της μορφής του, αστικό ή “εργατικό”) και των μηχανισμών του, γεννάει ιστορικά νέες ελίτ με δικά τους ξεχωριστά οικονομικά συμφέροντα, συνδεδεμένα όμως με αυτά της οικονομικής άρχουσας τάξης, αφού πολλά από τα μέλη των δυο αυτών συνόλων είναι κοινά. Ο αναρχικός Ερρίκο Μαλατέστα είχε μάλιστα αναφέρει στο έργο του “Αναρχία” (1891) πως “Σήμερα η Κυβέρνηση αποτελείται από ιδιοκτήτες ή ανθρώπους της τάξης τους, τόσο έντονα υπό την επιρροή τους, που οι πλουσιότεροι δεν το βρίσκουν καν αναγκαίο να συμμετάσχουν ενεργά οι ίδιοι”. Είτε αναλύσουμε την πολιτική εξουσία ως υπηρέτη, είτε ως συνεργαζόμενη και αλληλοσυμπληρούμενη της οικονομικής, αποτελεί κομμάτι εχθρικό και ξένο προς την Εργατική Τάξη. Έχει την εξουσία της επιβολής επάνω στους καταπιεσμένους, ουσιαστικά αποτελεί τον “προϊστάμενο” των σωμάτων ασφαλείας.
Στο εχθρικό στρατόπεδο ανήκει ακόμη μεγάλη μερίδα “εργαζομένων” που κατέχουν υψηλές θέσεις σε θεσμούς που αναπαράγουν την ιδεολογία της Αστικής Τάξης και την ηγεμονία της. Τέτοιοι μπορεί να είναι συγκεκριμένοι μεγαλο-δημοσιογράφοι και καθηγητές πανεπιστημίων. Όχι όμως οι δάσκαλοι στα σχολεία, που, ως δημόσιοι υπάλληλοι, αν και δεν αναπαράγουν “κεφάλαιο” για κάποιο αφεντικό, αποτελούν κατώτερο κομμάτι του συστήματος, στην συγκεκριμένη ιστορική περίοδο που αυτό διανύει, εκτελούν αυστηρά διεκπεραιωτικά καθήκοντα, στα οποία δεν καλούνται να λάβουν ουσιαστικές δομικές αποφάσεις και πληρώνονται με μισθούς ανάλογους της Εργατικής Τάξης. Μια άλλη ανάλυση επάνω στο ζήτημα των δημοσίων υπαλλήλων είναι αυτή που παρουσιάζει την δομή -Κράτος όχι απλά ως την σημερινή (αλλοτριωμένη) μορφή της κοινωνικής οργάνωσης, αλλά ως τον “συλλογικό καπιταλιστή” -και τους κρατικούς υπαλλήλους ως τους εργαζόμενους σε αυτόν τον, των οποίων την εργασία εκμεταλλεύεται,προκειμένου να συνεχίσει την λειτουργία του.
Σε σχέση με τα ΜΜΕ πάλι, θα λέγαμε πως ούτε και οι απλοί εργαζόμενοι, που δεν έχουν μερίδιο στην παραγωγή του υπέρ της Αστικής Τάξης πολιτικού λόγου από το Μέσο, αλλά απλά εργάζονται σε εξίσου διεκπεραιωτικά καθήκοντα (ρεπόρτερ, κάμερα μεν, μοντέρ κλπ), μπορούν να αναχθούν ως εχθροί της εργατικής τάξης, αντίθετα, κομμάτια τους έχουν πρωταγωνιστήσει πολλάκις κατά το παρελθόν σε αγώνες οικονομικού αλλά και πολιτικού περιεχομένου, είτε για τον κλάδο τους είτε και γενικότερα.
Τέλος, στην εργατική τάξη, ο Μαρξ κατατάσσει και τους ανέργους, που είναι το πλεονάζον εργατικό δυναμικό. Χαρακτηρίζεται δε ως ο “εφεδρικός στρατός” της εργατικής τάξης, καθώς, μέσω της διατήρησής του σε αυξημένους αριθμούς, τα αφεντικά μπορούν να εκβιάζουν τους εργαζόμενους με τον μπαμπούλα του αναλώσιμου της θέσης εργασίας τους. Από την μια ο άνεργος είναι πιο ευάλωτος στο να δεχτεί μια θέση εργασίας κάποιου άλλου εργαζόμενου, με μειωμένες αποδοχές και δικαιώματα, προκειμένου να βγει από την εξαθλίωση του, από την άλλη, ο ίδιος ο εργαζόμενος είναι πιο εύκολο να πειθαρχήσει όταν υπάρχει ο εκβιασμός της απόλυσης, με την προοπτική της άμεσης κάλυψης της θέσης του από κάποιον άνεργο (Μεγάλο κομμάτι αυτού του υπο-στρώματος αποτελούν σήμερα οι μετανάστες εργάτες, στους οποίους θα αναφερθούμε αργότερα στο δεύτερο μέρος αυτού του κειμένου).
Συνοψίζοντας, αν θέλουμε να δώσουμε έναν σύγχρονο, πιο διευρυμένο ορισμό της Εργατικής Τάξης, βασισμένο τόσο στην “κλασική” Μαρξική ανάλυση, όσο και στις αναρχικές οπτικές επάνω σε αυτήν, θα λέγαμε ότι αυτή αποτελείται από όλους εκείνους που, προκειμένου να επιβιώσουν, δεν έχουν κάποιο άλλο μέσο, παρά την εργατική τους δύναμη (είτε εργάζονται είτε όχι την συγκεκριμένη χρονική περίοδο), δεν διαχειρίζονται μεγάλα κεφάλαια προς όφελος του αφεντικού τους αντί αδράς αμοιβής, δεν ανήκουν σε κάποιον καταπιεστικό ή κατασταλτικό μηχανισμό του κράτους και δεν επιτελούν εργασία καταπίεσης, ελέγχου και διαχείρισης επάνω σε άλλους εργαζόμενους (διοικητικά καθήκοντα). Επίσης, δεν αναπαράγουν έμμισθα την ιδεολογία της Αστικής Τάξης, μέσα από κάποιον θεσμό, έχοντας κυρίαρχη θέση. Τέλος, δεν είναι κομμάτι της πολιτικής ελίτ και της διαχείρισης των κρατικών θεσμών.
(Συνεχίζεται)