Κοινωνικές τάξεις και Αναρχική οργάνωση

Ένα ευρύτατο φάσμα αντιλήψεων, θεωρήσεων και πρακτικών συνθέτουν το μωσαϊκό αυτού που ονομάζουμε αναρχικό «χώρο». Άλλες από αυτές συγγενικές, άλλες αντικρουόμενες και άλλες ακόμη και ανταγωνιστικές. Τα ποικίλα οργανωτικά εγχειρήματα, που γεννιούνται τα τελευταία χρόνια, καλούνται να τις συγκεράσουν, ώστε να κατορθώσουν να παράξουν λόγο και δράση. Μολονότι το εύρος απόψεων αποτελεί πλούτο για μια οργάνωση, η τελευταία δεν θα μπορέσει να αναπτύξει τη δική της θεώρηση και πράξη, αν δεν βρεθούν σημαντικά σημεία σύγκλισης μεταξύ των συλλογικοτήτων ή των ατόμων που την αποτελούν, πάνω σε μια σειρά κομβικών ζητημάτων. Τα ζητήματα αυτά αποτελούν τη βάση από την οποία εκπορεύονται και πάνω στην οποία θα χτιστούν οι ειδικότερες θέσεις, στοχεύσεις και δράσεις μιας ειδικής αναρχικής οργάνωσης. Δυστυχώς, μέχρι πρόσφατα, αυτά σπανίως αποτυπώθηκαν γραπτώς ώστε να γίνει κατανοητό το περιεχόμενο των κοινών όρων που χρησιμοποιούμε, να ζυμωθούν με αντίστοιχες απόψεις συντρόφων και συντροφισσών και να γίνει εφικτή η συνδιαμόρφωση κοινών θέσεων για ένα ευρύτατο φάσμα θεματικών που άπτονται του κοινωνικού/ταξικού αγώνα. Έτσι, παραμένουν ανοιχτά για τις περισσότερες συλλογικότητες, καθώς και για κάθε οργανωτική προσπάθεια. Τέτοια ζητήματα αφορούν, για παράδειγμα, στο περιεχόμενο των όρων ελευθερία, ισότητα, αλληλεγγύη, υλισμός, κράτος, κεφάλαιο, κομμουνισμός, τάξη.

Στόχος αυτού του κειμένου είναι η σκιαγράφηση του όρου «τάξη», όπως προσεγγίστηκε από μαρξιστές και αναρχικούς, καθώς και της σχέσης μιας ειδικής αναρχικής κομμουνιστικής οργάνωσης με την τάξη της. Λόγω της ευρύτητας του ζητήματος και του μικρού διαθέσιμου χώρου για την ανάπτυξή του, το κείμενο αρκείται στην αποτύπωση των αδρών χαρακτηριστικών των θεωρήσεων που έχουν διατυπωθεί επ’ αυτού, στοχεύοντας περισσότερο στο να αποτελέσει εστία προβληματισμού, να τονίσει τη σημασία τους για την εξέλιξη της ταξικής πάλης και να συμβάλει στο άνοιγμα ενός εποικοδομητικού σχετικού διαλόγου εντός του ελευθεριακού κινήματος (αρκετά ευρύτερου από τα σχετικά στενά όρια της κάθε συλλογικότητας).

Ποια είναι τελικά η τάξη μας;

Η σχετική άμβλυνση των ταξικών διαφορών στις δυτικές κοινωνίες κατά τις προηγούμενες δεκαετίες και η διόγκωση της μεσαίας τάξης σχετικοποίησαν για πολλούς συντρόφους τη χρησιμότητα της ταξικής ανάλυσης για την επαναστατική απελευθερωτική προοπτική. Πολιτικοί στοχαστές με μαρξιστικές καταβολές, όπως ο Καστοριάδης και ο Μπούκτσιν, οδηγήθηκαν στην εγκατάλειψη της ταξικής ανάλυσης, θεωρώντας την ελλιπή για την περιγραφή της κοινωνικής πολιτικής και της οικονομικής πραγματικότητας που οι ίδιοι βίωσαν στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.

Ο Καστοριάδης, αναγνωρίζοντας την ιεραρχική γραφειοκρατία (σε όλες σχεδόν τις κοινωνικές δραστηριότητες) ως στοιχείο κυριαρχίας στον σύγχρονο καπιταλισμό, προσπάθησε αρχικά να επανορίσει τις κοινωνικές τάξεις στη βάση της διάκρισης ανάμεσα σε διευθύνοντες και εκτελεστές (διευθυνόμενους). Σταδιακά, ανέπτυξε τη θέση ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τα «αντικειμενικά κριτήρια» ορισμού των τάξεων, μιας και δεν είναι επαρκή για τον καθορισμό της στάσης των ανθρώπων απέναντι στο σύστημα. Για τον Καστοριάδη, η βασική αντίφαση του σύγχρονου καπιταλισμού ανιχνεύεται στον τρόπο παραγωγής και στην εργασία και, κυρίως, στην προσπάθεια της άρχουσας τάξης να μετατρέψει τον εργαζόμενο σε απλό εκτελεστικό όργανο, χωρίς δυνατότητα αυτενέργειας, γεγονός που θα οδηγούσε στην πλήρη αδυναμία λειτουργίας του συστήματος.

Ο Μπούκτσιν, από τη μεριά του, παρατήρησε ότι ο καπιταλισμός (κατά την κεϋνσιανή του περίοδο) δεν οδηγούσε (σύμφωνα με τις μαρξικές και μαρξιστικές προβλέψεις) στη διαρκώς εντεινόμενη εξαθλίωση της εργατικής τάξης (σε σημείο που να την αναγκάσει να εξεγερθεί εναντίον του)· οι αγώνες της τελευταίας αποσκοπούσαν στη βελτίωση των συνθηκών δουλειάς της εντός του καπιταλισμού, χωρίς διάθεση ανατροπής του. Συνεπώς, δεν θα μπορούσε να αποτελεί το βασικό επαναστατικό υποκείμενο. Εντόπισε τα περιβαλλοντικά όρια του καπιταλισμού, αναγνωρίζοντας τις καταστροφικές του συνέπειες για τη φύση και για την ίδια την επιβίωση του ανθρώπου, και θεώρησε ότι γύρω από αυτό το ζήτημα θα μπορούσε να προκύψει μια αντικαπιταλιστική-οικολογική επανάσταση. Το υποκείμενο μιας τέτοιας επανάστασης μπορούσε να είναι διαταξικό· συνεπώς, δεν είχε πλέον νόημα η επιμονή σε μια ταξική ανάλυση της πραγματικότητας. Έγραφε χαρακτηριστικά: «Δεν ζούμε πλέον σε έναν κόσμο όπου η επαναστατική συνείδηση μπορεί να αναπτυχθεί πρωταρχικά ή έστω σε σημαντικό βαθμό γύρω από το ζήτημα της μισθωτής εργασίας ενάντια στο κεφάλαιο» (βλ. Αναρχισμός: Παρελθόν και Παρόν).

Καθώς εξελίσσεται το σύστημα κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, καθώς μεταβάλλεται ο τρόπος παραγωγής και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κυριαρχίας, μεταβάλλεται και η σύνθεση των τάξεων. Τα κλασσικά μοντέλα ταξικής ανάλυσης αναπτύχθηκαν και αναφέρονται σε διαφορετικές κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές συνθήκες και δεν επαρκούν για την περιγραφή της σημερινής πραγματικότητας . Παρόλ’ αυτά, συνεχίζουν να αποτελούν μια καλή βάση εκκίνησης για κάθε προσπάθεια νέας προσέγγισης, τόσο ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά των τάξεων όσο και -κυρίως- ως προς τις αφετηριακές θέσεις κάθε ταξικής ανάλυσης.

Για τον Μαρξ, η ταξική διαίρεση, ως σχέση, θεμελιώνεται πάνω στο ζήτημα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Σύμφωνα με τη θεωρία του περί οικονομικής βάσης και εποικοδομήματος, κάθε άλλη ανισότητα (πολιτική, κοινωνική) ανάγεται στη θεμελιώδη οικονομική ανισότητα. Έτσι, αναγνωρίζει δύο βασικές τάξεις, αυτή των καπιταλιστών (των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής και ταυτόχρονα εκμεταλλευτών της εργατικής δύναμης) και αυτή των εργατών (αυτών που δεν κατέχουν τα μέσα παραγωγής και είναι αναγκασμένοι να πωλούν την εργατική τους δύναμη για να επιβιώσουν).

Νεότερες αναγνώσεις του μαρξισμού (οι οποίες συνεπάγονται και διαφοροποιημένους ορισμούς των τάξεων) θέτουν υπό αμφισβήτηση τον οικονομισμό και τη σύλληψη των πολιτικών σχέσεων (και του κράτους) ως απλών επιφαινομένων της οικονομίας, θέτοντας όμως ταυτόχρονα υπό αμφισβήτηση τη μαρξική σύλληψη περί βάσης και εποικοδομήματος. Ο Πουλαντζάς, για παράδειγμα, αναφέρει ότι «Οι σχέσεις αυτές (πολιτικές και ιδεολογικές) δεν επιπροσθέτονται απλώς στις ήδη υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής, δεν επιδρούν απλώς πάνω τους χάρη σε κάποια οπισθενέργεια μέσα σε μια σχέση θεμελιακής εξωτερικότητας ή μέσα σ’ έναν ρυθμό χρονομετρημένο εκ των υστέρων. Είναι κι οι ίδιες παρούσες -με ειδική μορφή στον κάθε τρόπο παραγωγής- στη δημιουργία σχέσεων παραγωγής» (βλ. Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός).

Από την αντιεξουσιαστική σκοπιά, έχει υποστηριχθεί ότι οι σχέσεις εξουσίας είναι αυτές που καθορίζουν τις σχέσεις εκμετάλλευσης. Για παράδειγμα, ο Πιερ Κλαστρ συμπεραίνει ότι «Η πολιτική σχέση εξουσίας προηγείται από την οικονομική σχέση εκμετάλλευσης και τη θεμελιώνει» (βλ. Η κοινωνία ενάντια στο κράτος).

Πολλοί μαρξιστές ασχολήθηκαν -και συνεχίζουν να ασχολούνται- με τη διασαφήνιση και τον λεπτομερέστερο ορισμό των τάξεων, οι οποίες όμως βασίζονται πάντα σε οικονομικές κατηγορίες, σχετιζόμενες, κατά κύριο λόγο, με τον τρόπο παραγωγής (αναγνωρίζοντας τον ρόλο πολιτικών-ιδεολογικών στοιχείων σε αυτόν). Συνεχίζουν, δηλαδή, την αναγωγή του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων στην οικονομία.

Πέρα από την ύπαρξη των δυο βασικών τάξεων, παραμένει ανοιχτό προς επεξεργασία το αρκετά ασαφές πεδίο της μεσαίας τάξης, με συνεχείς προσπάθειες ορισμού της, διαχωρισμού των τμημάτων της με βάση το ιδεολογικό τους επίπεδο, τη δυνητική ταξική τους τοποθέτηση, τη δομική ταξική τους θέση. Τίθεται συχνά το ερώτημα αν ανήκουν στην εργατική τάξη (ή τη μικροαστική) όλοι εκείνοι οι μισθωτοί που καλούνται να υλοποιήσουν μορφές διοίκησης ή επιτήρησης της εργασίας, αυτοί δηλαδή που καλούνται να υλοποιήσουν τη «βρώμικη» δουλειά των αφεντικών (οι «αξιωματικοί» και οι «υπαξιωματικοί» της παραγωγής που ασκούν εξουσία στο όνομα του κεφαλαίου).

Νεότεροι ορισμοί των τάξεων (κυρίως νεο-βεμπεριανές προσεγγίσεις) προσπαθούν να ορίσουν τις τάξεις με κριτήρια που αναφέρονται στην καταναλωτική δυνατότητα των ατόμων, το κοινωνικό τους κύρος κ.λ.π. Επίσης, έχει υποστηριχθεί ότι δεν στηρίζονται όλες οι ελίτ στην ύπαρξη οικονομικά καθορισμένων τάξεων, καθώς και ότι παράλληλα με τους οικονομικούς παράγοντες, υπάρχουν κι άλλοι που καθορίζουν την ένταξη κάποιου σε μια μια τάξη (Μ. Βέμπερ), άλλες πτυχές της κοινωνικής διαστρωμάτωσης που σχετίζονται με το κοινωνικό κύρος (επιστήμονες, γιατροί) και την ισχύ των κοινωνικών υποκειμένων.

Μαρξιστές και αναρχικοί χρησιμοποιούν τη θεωρία των προνομίων (privilege theory), θέλοντας, είτε να συμπληρώσουν τα κενά της μαρξιστικής θεωρίας ως προς τις μορφές καταπίεσης είτε να συμπεριλάβουν τον πλούτο των νέων κινημάτων στην ταξική πάλη (με βάση την έννοια των «προνομίων»), μελετώντας σε ειδικό πλαίσιο κάθε μια από αυτές ή προσπαθώντας να τις συσχετίσουν μεταξύ τους αλλά και με την ύπαρξη οικονομικών τάξεων. Θεωρούν ότι κάθε σύστημα καταπίεσης (καπιταλισμός, πατριαρχία, ρατσισμός κ.λπ.) διαχωρίζει τους ανθρώπους σε ομάδες προνομιούχων και ομάδες καταπιεζόμενων, και ότι οι ομάδες των προνομιούχων επωφελούνται από αυτές τις διακρίσεις είτε τις κατανοούν και τις υποστηρίζουν είτε όχι.

Επανέρχονται, επίσης, θεωρήσεις για τη νέα τάξη (New Class, όρος που εισήχθη από τον Μπακούνιν στην πολεμική του κατά του Μαρξ), μια τάξη που αποτελείται από διανοούμενους και επιστήμονες, οι οποίοι ως κάτοχοι της γνώσης (συνεπώς και της ισχύος που αυτή συνεπάγεται), αποτελούν μια ξεχωριστή τάξη με δικά της συμφέροντα και στοχεύσεις (και την είδαμε, εν μέρει, να πραγματώνεται στην ΕΣΣΔ ως «τάξη» των γραφειοκρατών και της ιντελιγκέντσιας).

Μια αναρχική προσέγγιση των τάξεων

Η αναρχία γεννήθηκε μέσα στα κοινωνικά και ταξικά κινήματα των προηγούμενων αιώνων. Είναι η βιωμένη θέληση των φτωχών και των καταπιεσμένων για ελευθερία και ισότητα, είναι ο διαρκής αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση και την κυριαρχία ανθρώπου από άνθρωπο. Δεν είναι επιστημονική επινόηση κάποιου «φωτισμένου» διανοούμενου. Το να μιλά κανείς γι’ αυτή, αγνοώντας ή αποσιωπώντας τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε, τη μετατρέπει συχνότατα σε έναν ακραίο φιλελευθερισμό, απομακρυσμένο από τον υλιστικό κι επαναστατικό της χαρακτήρα.

Η αναρχία, ως κοινωνική, επαναστατική θεώρηση και μέθοδος, συνεχίζει να απευθύνεται, κατά κύριο λόγο, στους καταπιεσμένους, τους εκμεταλλευόμενους, το προλεταριάτο, τους εργαζόμενους και τους αγρότες. Σε αυτούς, δηλαδή, που έχουν συμφέρον να καταστρέψουν το κράτος και το κεφάλαιο, να κάνουν την κοινωνική επανάσταση. Αναγνωρίζει, λοιπόν, την ταξική διαίρεση της κοινωνίας, τη θεμελιώδη σημασία της ταξικής πάλης και στοχεύει στην κατάργηση των τάξεων μέσω της κοινωνικής επανάστασης.

Η ταξική διάρθρωση της κοινωνίας είναι ένα κοινό σημείο του μαρξισμού και της ευρύτερης αναρχικής παράδοσης. Η αντίληψή τους για τα αιτία της ταξικής διαίρεσης δεν είναι, ωστόσο, εξίσου κοινή (συνεπώς και για τον τρόπο που αυτή μπορεί να καταστραφεί). Οι αναρχικοί δεν αποδέχτηκαν τον ορισμό των τάξεων με βάση την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, θεωρώντας ότι η ταξική διαίρεση θεμελιώνεται πάνω στον έλεγχο ενός συνόλου κοινωνικών πόρων. Αρχικά, η βασική διαφοροποίηση αφορούσε στη θέση των ατόμων σε σχέση με την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής (Μαρξ) ή με την ιεραρχική διαίρεση της εργασίας (Προυντόν, Μπακούνιν).

Για τους αναρχικούς, θεμελιώδης σύγκρουση στον καπιταλισμό δεν είναι μόνο αυτή μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας αλλά και αυτή μεταξύ διευθυντή-διευθυνόμενου, κυρίαρχου-κυριαρχούμενου. Για τον Μπακούνιν, για παράδειγμα, η τάξη δεν θεμελιωνόταν μόνο στις παραγωγικές σχέσεις αλλά και στις σχέσεις κυριαρχίας, όχι μόνο στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αλλά και στην ισχύ για τη λήψη αποφάσεων και τον έλεγχο των μέσων και των μηχανισμών επιβολής τους. Κομβικό ρόλο σε αυτή τη διαφοροποίηση έχουν οι σχέσεις εξουσίας/κυριαρχίας και, ασφαλώς, το κράτος.

Για τους μαρξιστές, το κράτος, ως μέρος του εποικοδομήματος, αποτελεί την αντανάκλαση της οικονομίας και είναι όργανο στα χέρια της οικονομικά κυρίαρχης τάξης. Ως προς την ουσία του, είναι ουδέτερο και, συνεπώς, δυνάμενο να χρησιμοποιηθεί εργαλειακά από τους εργάτες κατά τη διάρκεια της «δικτατορίας του προλεταριάτου». Η σχέση οικονομίας-κράτους, όταν δεν είναι μηχανιστικά αναγωγιστική (του δεύτερου στην πρώτη), συμπληρώνεται από την «οπισθενέργεια» του Κράτους στην οικονομική βάση (η οποία είναι αυτάρκης).

Απέναντι στη μαρξική θεώρηση περί βάσης και εποικοδομήματος, αντιτάχθηκε η αναρχική θεώρηση περί αλληλεξάρτησης, κατανοώντας το κράτος ως δομή και κοινωνική σχέση εξίσου σημαντική με το κεφάλαιο, και τονίζοντας τις σχέσεις εξουσίας και καταπίεσης ως εξίσου σημαντικές με τις σχέσεις εκμετάλλευσης.

Το κράτος δεν είναι απλώς μια πολιτική μορφή (μέρος του εποικοδομήματος) της οικονομικής κυριαρχίας (βάση). Είναι όργανο κυριαρχίας, ανεξάρτητα από το ποιος το ελέγχει και τίνος τα συμφέροντα υπερασπίζεται. Όπως κάθε μηχανισμός εξουσίας, στοχεύει στην πληρέστερη εδραίωση και διατήρηση των προνομίων του. Το κράτος, μέσα από τη συγκέντρωση μέσων διοίκησης και επιβολής προσπαθεί να ελέγχει τον κοινωνικό χώρο και χρόνο, τη ζωή των ανθρώπων προκειμένου να μπορεί να πραγματώσει την εξουσία του. Στοχεύει στο να συγκεντρώνει και να διαμεσολαβεί κάθε λειτουργία της κοινωνικής ζωής, να παράγει, να αναπαράγει και να επιβάλλει ιεραρχικές κοινωνικές σχέσεις. Στοχεύει στην οικεία διατήρηση του μονοπώλιου της βίας ως όρο για την ύπαρξή του, στη διαιώνιση της κυριαρχίας του αλλά και στην εξασφάλιση των συμφερόντων της άρχουσας τάξης.

Η ίδια η οικονομική εκμετάλλευση και η παραγωγή υπεραξίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την ύπαρξη ενός μηχανισμού υλικής, όσο και ιδεολογικής, επιβολής. Για τον Μπακούνιν, το «εμπόρευμα» που ο εργάτης πουλά στον εργοδότη είναι η εργασία του, οι ικανότητές του, η παραγωγική δύναμη του σώματος και του μυαλού του, η δημιουργικότητά του, είναι ο ίδιος του ο εαυτός . Η καταπίεση συνεχίζει να υφίσταται και εκτός του εργασιακού χώρου, ως απαραίτητος όρος για τη λειτουργία του καπιταλισμού. Οι σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας είναι στενότατα συνυφασμένες.

Ο στενός δεσμός κράτους και κεφαλαίου δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν μεταξύ τους διαφοροποιήσεις ή αντικρουόμενα συμφέροντα. Για παράδειγμα, το κράτος σε περιόδους όξυνσης της ταξικής πάλης, προκειμένου να προασπίσει το συμφέρον της άρχουσας τάξης και να διατηρήσει το προσωπείο του «ουδέτερου» κοινωνικού διαμεσολαβητή, μπορεί να οδηγηθεί σε μεταρρυθμίσεις που να περιορίζουν τον βαθμό εκμετάλλευσης. Αν ήταν απλώς ένα όργανο στα χέρια των καπιταλιστών, θα ήταν ένα κράτος ιδανικό για το κεφάλαιο, χωρίς αντιθέσεις προς αυτό.

Εφόσον η ιδιοκτησία κεφαλαίου δεν αποτελεί ικανή συνθήκη για τον ορισμό της τάξης και εφόσον θεωρούμε ίσης σημασίας τις σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, ο τρόπος ορισμού της άρχουσας τάξης θεμελιώνεται όχι μόνο στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αλλά και στον έλεγχο της χρήσης τους (π.χ. την αποφασιστική ισχύ σε ζητήματα επενδύσεων, προσλήψεων/απολύσεων κ.λπ). Η θέση αυτή περιγράφει διεξοδικότερα τη λειτουργία των επιχειρήσεων, πολυεθνικών και μη, τη λειτουργία του ίδιου του καπιταλισμού όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα στον 20ό αιώνα, καθώς και την ένταξη των υψηλά ιστάμενων μάνατζερ και διευθυντικών στελεχών στην άρχουσα τάξη. Άποψη που συμμερίζονται πλέον (με διαφορετικό σημείο εκκίνησης) και αρκετοί μαρξιστές, μιλώντας και συμπεριλαμβάνοντας στην ανάλυσή τους, ως διακριτές, τις σχέσεις κυριότητας και κατοχής.

Οι κρατικοί διαχειριστές αποτελούν, επίσης, μέρος της άρχουσας τάξης (ανεξάρτητα από τον τρόπο παραγωγής). Καθώς οι σχέσεις παραγωγής και κυριαρχίας συνδέονται μεταξύ τους, η κατοχή μεγάλου πλούτου αποτελεί μέσο για την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας και, ταυτόχρονα, η κρατική εξουσία αποτελεί μέσο κατάκτησης μεγάλου πλούτου.

Έτσι, η άρχουσα τάξη αποτελείται από τους καπιταλιστές, τα υψηλόβαθμα διευθυντικά στελέχη των μεγάλων εταιριών, πολυεθνικών, τραπεζών (μάνατζερ κ.λπ), ιδιοκτήτες και διαχειριστές μεγάλων εκτάσεων γης, όσους στελεχώνουν τον κρατικό μηχανισμό σε τοπικό ή υπερ-τοπικό επίπεδο (κρατικοί υπάλληλοι, δικαστές) και την κυβέρνηση.

Στη δική μας τάξη, την τάξη των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων -των σύγχρονων προλετάριων, αν επανορίσουμε διασταλτικά τον όρο- ανήκουν όλοι όσοι χρειάζεται να δουλέψουν για να επιβιώσουν χωρίς να έχουν πραγματικό έλεγχο πάνω στην εργασία τους ή πάνω σε αποφάσεις που τους επηρεάζουν, δηλαδή οι εργάτες, οι αγρότες και οι μικροκαλλιεργητές, οι υπάλληλοι (δημόσιοι ή μη) χωρίς διευθυντική εξουσία, οι επισφαλώς και εποχιακά εργαζόμενοι, οι επιστήμονες (μηχανικοί κ.λπ) που δεν έχουν διευθυντικό ρόλο στην παραγωγή. Εδώ, μπορούν να συμπεριληφθούν οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι που έχουν μικρή ιδιωτική περιουσία και μικρή πολιτική ισχύ. Επίσης, οι μαθητές (και μαθητευόμενοι) και οι λούμπεν (τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας) που έχουν αντίληψη της ύπαρξης ιεραρχίας και είναι, εν δυνάμει, ανοιχτοί στην υιοθέτηση επαναστατικών ιδεών, όπως και οι εργαζόμενοι.

Σίγουρα υπάρχουν «γκρίζες» ζώνες , άτομα και ομάδες ατόμων που δεν ανήκουν σε κάποια από τις δύο αυτές τάξεις, όπως για παράδειγμα εργαζόμενοι που έχουν κάποιο έλεγχο πάνω στην εργασία τους καθώς και πάνω σε άλλους (πρόσληψης ή απόλυσης), άνθρωποι που λαμβάνουν μικρότερης σημασίας αποφάσεις οικονομικής (μεσαία στελέχη επιχειρήσεων) ή πολιτικής φύσης (μεσαίοι στην ιεραρχική κλίμακα δημόσιοι υπάλληλοι). Εδώ εντάσσονται και οι μικροεπιχειρηματίες.

Πολλοί αναρχικοί θεωρούν ότι αυτά τα τμήματα δεν αποτελούν μια ξεχωριστή τάξη, αλλά, ως εργαζόμενοι, χωρίς ιδιαίτερη εξουσία στα χέρια τους, αποτελούν τμήμα της τάξης μας, καθώς η καταστροφή του καπιταλισμού και του κράτους είναι και προς το δικό τους συμφέρον. Άλλοι σύντροφοι τους κατατάσσουν στη «μεσαία» τάξη.

Καθώς ο ορισμός αυτός της τάξης αντανακλά τη βασική μας θέση περί αλληλεξάρτησης πολιτικής και οικονομίας (εξουσίας και τρόπου παραγωγής), αντανακλά, ως εκ τούτου, και τη στρατηγική μας για την κοινωνική επανάσταση. Ταυτόχρονη καταστροφή τόσο του καπιταλισμού όσο και του κράτους, τόσο των σχέσεων οικονομικής εκμετάλλευσης όσο και της πολιτικής καταπίεσης.

Το κράτος δεν πρόκειται να μαραθεί νομοτελειακά επειδή θα μεταβληθεί ο τρόπος παραγωγής. Και σίγουρα δεν πρόκειται για ένα ουδέτερο μέσο το οποίο μπορεί να χρησιμεύσει για την εδραίωση της κοινωνικής επανάστασης (όπως απέδειξε στην πράξη η κρατικο-καπιταλιστική εξέλιξη της Οκτωβριανής επανάστασης). Οι σχέσεις καταπίεσης (πολλές από αυτές προϋπάρχουσες του καπιταλισμού, όπως η πατριαρχία) δεν πρόκειται να εξαφανιστούν ως δια μαγείας με την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Πρόκειται για σχέσεις που διατρέχουν κάθετα τον κοινωνικό ιστό και αναπαράγονται και στο εσωτερικό της τάξης μας. Για να είναι πραγματικά κοινός ο αγώνας της τάξης μας για την κοινωνική απελευθέρωση, θα πρέπει να επικεντρώνεται παράλληλα και στην κατάργηση αυτών των εξουσιαστικών σχέσεων, χωρίς να τις αντιμετωπίζει ως δευτερεύουσες. Ο λόγος που δίνουμε έμφαση στην ταξική σχέση είναι επειδή αυτή περιλαμβάνει τόσο την κυριαρχία όσο και την εκμετάλλευση, τις δυο θεμελιώδεις συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα μέσα στον καπιταλισμό. Έτσι, οι μορφές καταπίεσης, που δεν είναι αμιγώς ταξικές, αντιμετωπίζονται μέσα στο γενικότερο ταξικό πλαίσιο.

Η αναγνώριση της ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας και η προσπάθεια περιγραφής της τάξης μας δεν σημαίνει ότι απευθυνόμαστε αποκλειστικά και μόνο στους εκμεταλλευόμενους και καταπιεσμένους. Οποιοδήποτε μέλος των ανώτερων τάξεων κατανοεί ότι «σε μια κοινωνία σκλάβων κανείς δεν μπορεί να είναι ελεύθερος», κατανοεί την ευθύνη της τάξης του για την εξαθλίωση των φτωχών και των, χωρίς πολιτική ισχύ, ανθρώπων, για την καταστροφή και τη λεηλασία της φύσης, και θέλει να παλέψει μαζί μας, μπορεί να το κάνει. Αυτό σημαίνει, όμως, το να ενστερνιστεί πλήρως την Υπόθεση της τάξης μας και να απαρνηθεί τα ταξικά του προνόμια. Να γίνει, δηλαδή, μέλος της τάξης με την οποία θέλει να αγωνιστεί για την κοινωνική απελευθέρωση.

Παρά την κριτική των αναρχικών στη μαρξική και μαρξιστική θεωρία, οι προσπάθειες των μαρξιστών να ορίσουν με αντικειμενικά οικονομικά κριτήρια τις τάξεις μπορούν να εμπλουτίσουν το περιεχόμενο της ταξικής μας ανάλυσης (όπως το έχουν ήδη κάνει). Πρόκειται για μελέτες σε βάθος που είναι χρήσιμες για την ανάγνωση της πραγματικότητας. Από τη μεριά μας, παράλληλα με την ανάλυση και την επεξεργασία της οικονομικής σχέσης, συνεχίζουμε την προσπάθεια ανάλυσης και των υπόλοιπων σχέσεων κυριαρχίας ώστε να έχουμε μια όσο το δυνατό πιο ολοκληρωμένη εικόνα του κοινωνικού γίγνεσθαι.

Η ανάλυση της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας, σημαντικό μέρος της οποίας είναι η ανάλυση της ταξικής διαστρωμάτωσης της κοινωνίας, καθώς και η ανάλυση των κοινωνικών-ταξικών αγώνων και σχέσεων που αναπτύσσονται, αποτελούν τη βάση για τη στρατηγική και την τακτική μιας ειδικής αναρχικής οργάνωσης. Διατηρώντας άρρηκτη τη συνοχή θεωρίας και πράξης, η όποια θεωρητική μας προσέγγιση οφείλει να διατηρεί την αμφίδρομη και διαρκώς αλληλοτροφοδοτούμενη σχέση της με τους κοινωνικούς-ταξικούς αγώνες και όχι να προσπαθεί, ως ξένο σώμα ιδεών, να επιβληθεί σε αυτούς.

Ως αναρχικοί, έχοντας απορρίψει τον οικονομικό και τον ιστορικό ντετερμινισμό, δεν μπορούμε να ελπίζουμε στο αναπόφευκτο της κοινωνικής επανάστασης. Αν και οι αντικειμενικές συνθήκες της ταξικής καταπίεσης και εκμετάλλευσης δημιουργούν την ανάγκη για την κοινωνική επανάσταση και μπορούν να οδηγήσουν σε αυθόρμητες αντιδράσεις, δεν επαρκούν για την πραγματοποίησή της. Είναι αναγκαία η ύπαρξη και του υποκειμενικού παράγοντα. Δηλαδή, της ανάπτυξης ταξικής και επαναστατικής συνείδησης, της μετάβασης από την τάξη «καθ’ εαυτήν» στην τάξη «δι’ εαυτήν». Απαιτείται και από τη μεριά μας, ως ενεργό κομμάτι της τάξης μας, δράση και όσο το δυνατόν ευρύτερη διάδοση των προταγμάτων και των μεθόδων μας. Σχετικά με τις στοχεύσεις και τους τρόπους δράσης και συμμετοχής μια ειδικής αναρχικής οργάνωσης στους κοινωνικούς/ταξικούς αγώνες, ανακύπτει το θεμελιώδες το ζήτημα της σχέσης της οργάνωσης με την τάξη της.

Για τη σχέση μιας ειδικής αναρχικής οργάνωσης με την τάξη της

Τάξη κι επαναστατική συνείδηση

Οι οικονομικές σχέσεις καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη δραστηριότητα των ανθρώπων. Οι άνθρωποι, όμως, δεν είναι έρμαια των οικονομικών συνθηκών ή του τρόπου παραγωγής. Δεν είναι απλώς ενεργούμενα των δυνάμεων της ιστορίας. Διαμορφώνουν την ιστορία μέσα από τη δράση και τη βούλησή τους.

Οι αναρχικοί, ξεπερνώντας τον μαρξιστικό οικονομισμό, αναλύουν τη φύση της ανθρώπινης κοινωνικής ελευθερίας, αναζητούν τα αιτία ύπαρξης και τον τρόπο καταστροφής της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, αντιμετωπίζοντας τον τελευταίο ως ολότητα και όχι ως παραγωγική μηχανή. Αντιτιθέμενοι στον μαρξιστικό ντετερμινισμό ως προς το αναπόφευκτο της επικράτησης του κομμουνισμού, έδωσαν μεγάλη βαρύτητα στη δημιουργική δράση της τάξης τους. Θεώρησαν ότι η αντικειμενική συνθήκη της ύπαρξης των τάξεων δεν επαρκεί για την πραγματοποίηση της κοινωνικής επανάστασης. Απαιτείται η συνειδητή δράση της τάξης μας, η ανάπτυξη του υποκειμενικού παράγοντα της ταξικής και επαναστατικής συνείδησης.

Η επαναστατική συνείδηση είναι ενδογενής στην τάξη μας και δεν απαιτείται κάποιος εξωγενής φορέας, που θα την εισάγει σ’ αυτή. Η αναρχία, ως θεώρηση και πρακτική, πηγάζει ακριβώς από την εμπειρική γνώση και την κοινωνική/ταξική συνείδηση του προλεταριάτου, από τις ελευθεριακές τάσεις και τις μορφές αγώνα που αναπτύχθηκαν στο εσωτερικό του, από τις εξεγέρσεις του, από τη βούλησή του για ελευθερία και ισότητα. Δεν πρόκειται, συνεπώς, για μια, εξωγενή προς την τάξη μας, θεώρηση. Οι αναρχικοί υπενθυμίζουν τη συσσωρευμένη γνώση του προλεταριάτου, το εξεγερσιακό και επαναστατικό του πνεύμα, τους αγώνες του για ελευθερία και ισότητα. Υπενθυμίζουν και τονίζουν αυτό που ήδη είναι κτήμα της τάξης. Λειτουργούν ως καταλύτες για την απόκτηση της επαναστατικής συνείδησης.

Καμιά αναρχική οργάνωση δεν μπορεί να είναι αποκομμένη από την τάξη μας, δεν μπορεί να λειτουργεί ως εξω-ταξική δύναμη που θα αναλάβει την οργάνωση και την καθοδήγηση της τάξης και την «εισαγωγή» της επαναστατικής συνείδησης στην τάξη όντας εκτός αυτής. Έχουμε εμπιστοσύνη στη δυνατότητα αυτενέργειας των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων, δηλαδή στο ότι οι τελευταίοι μπορούν να αναπτύξουν μια ριζοσπαστική, επιθετική και απελευθερωτική δράση, χωρίς να χρειάζονται κάποιον πολιτικό φορέα για να τους καθοδηγήσει και να τους εκφράσει.

Η πάλη των τάξεων, ως μη αμιγώς αναγώγιμη στο οικονομικό, ως μη ντετερμινιστικά προκαθορισμένη, είναι ακριβώς αυτή που δεν επιτρέπει τη διατύπωση ντετερμινιστικών θεωριών για την καπιταλιστική οικονομία και την εξέλιξή της. Είναι ο αστάθμητος παράγοντας της συνειδητής ή αυθόρμητης δράσης της τάξης μας, η δημιουργική ή καταστροφική της δράση που μπορεί να καθορίσει την εξέλιξη και το αποτέλεσμα της ταξικής πάλης. Αυτού του τύπου ο βολονταρισμός (η έμφαση στη βούληση και τη δυνατότητα δημιουργικής δράσης των ανθρώπων ως καθοριστικού παράγοντα για την ταξική πάλη) απέχει πολύ από τον αντίστοιχο λενινιστικό βολονταρισμό. Ο τελευταίος έγκειται, κατά κύριο λόγο, στη βολονταριστική δράση των επαγγελματιών επαναστατών με σκοπό τη διαμόρφωση των (προβλεπόμενων από τη μαρξιστική θεωρία) αντικειμενικών συνθηκών για την πραγματοποίηση της επανάστασης. Πρόκειται για έναν ψευδή βολονταρισμό, εκπορευόμενο από έναν ακλόνητα εδραιωμένο ντετερμινισμό.

Για τον Κάουτσκι, τον Λένιν και την πλειονότητα των μαρξιστών, η αυθόρμητη προλεταριακή συνείδηση μπορεί να φτάσει μέχρι το επίπεδο του συνδικαλισμού. Η σοσιαλιστική συνείδηση, η ταξική και επαναστατική, είναι αποτέλεσμα επιστημονικής επεξεργασίας και γνώσης, συνεπώς δεν μπορεί να παραχθεί από το προλεταριάτο. Απαιτείται η «από έξω» εισαγωγή της σε αυτό. Άρα, είναι αναγκαίοι οι αστοί διανοούμενοι, προδότες της τάξης τους, οι οποίοι θα ασπαστούν την Υπόθεση και θα εισαγάγουν την επαναστατική συνείδηση στο προλεταριάτο, υπό την εποπτεία του κόμματος. Η θέση αυτή είναι αποτέλεσμα του οριστικού και κάθετου διαχωρισμού θεωρίας και πράξης, της αντίληψης ότι ο σοσιαλισμός είναι ένα συμπαγές σώμα επιστημονικών ιδεών ανεξάρτητο από την ταξική πάλη, το οποίο δύνανται να κατέχουν μόνο οι συνειδητοί επαγγελματίες επαναστάτες του κόμματος.

Την προφανή αντίφαση με τη φράση «η απελευθέρωση του προλεταριάτου είναι έργο του ίδιου του προλεταριάτου» διασώζει, εν μέρει, ο Γκράμσι, μιλώντας για τους «οργανικούς διανοούμενους» του προλεταριάτου (δεν είναι εξωτερικοί ως προς τη τάξη), που θα αναλάβουν το έργο της επαναστατικής συνειδητοποίησης.

Κοινωνική επανάσταση

Ως αναρχικοί, δεν επιθυμούμε την καθοδήγηση των αγωνιζόμενων και τη μετατροπή τους σε άβουλους ακολουθητές μιας πολιτικής πρωτοπορίας. Αυτός είναι και ο λόγος που προτάσσουμε την κοινωνική επανάσταση (και όχι την αναρχική επανάσταση). Αναφερόμαστε, δηλαδή, σε μια επανάσταση που θα πραγματοποιηθεί από μεγάλα τμήματα των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων, τα οποία θα συνδιαμορφώσουν τις νέες κοινωνικές σχέσεις και δομές σε ελεύθερη και ισότιμη βάση, και όχι στην κατάληψη της εξουσίας από μια ομάδα «πρωτοπόρων» και την επιβολή του κοινωνικού της σχεδίου.

Αντιλαμβανόμαστε την επανάσταση ως κοινωνική και όχι ως πολιτική, ως διαδικασία και όχι ως στιγμή κατάληψης της εξουσίας. Ορίζοντας την κοινωνική επανάσταση ως ριζικό μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων σε μια απελευθερωτική και εξισωτική κατεύθυνση για όλη την κοινωνία, γίνεται κατανοητό ότι πρόκειται για μια διαδικασία η οποία δεν ξεκινά και δεν τελειώνει με την καταστροφή του κράτους και του κεφαλαίου. Γίνεται, επίσης, κατανοητό ότι η επανάσταση δεν είναι μια στιγμιαία πράξη ποιοτικά διαφορετική από την καθημερινή ταξική πάλη και ότι δεν μπορεί να διαχωριστεί από αυτή. Πρόκειται για μια μακροχρόνια, μη γραμμική διαδικασία η οποία, ειδικά για τους αναρχικούς, περιλαμβάνει το χτίσιμο της νέας κοινωνίας μέσα στο κέλυφος της παλιάς.

Εφόσον ο καπιταλισμός δεν περιορίζεται στην άμεση παραγωγική διαδικασία, αλλά παράγει και αναπαράγει ένα πλέγμα εξουσιαστικών και εκμεταλλευτικών σχέσεων, η καταστροφή ή το ξεπέρασμά του δεν μπορεί να συνίσταται απλώς στο ξεπέρασμα των παραγωγικών σχέσεων (παραπλήσιες θέσεις έχουν υποστηριχθεί και από συμβουλιακούς κομμουνιστές όπως ο Πάνεκουκ). Οι σχέσεις αυτές πρέπει συνολικά να καταστραφούν και παράλληλα να αντικατασταθούν από νέες που θα βασίζονται στην ελευθερία, την ισότητα και την αλληλεγγύη. Αυτό δεν μπορεί να γίνει αυθημερόν, πρόκειται για μια διαδικασία που πρέπει να τροφοδοτείται και να εξελίσσεται καθημερινά μέσα στους κοινωνικούς/ταξικούς αγώνες.

Για τον ίδιο λόγο, θεωρούμε αναγκαία την ύπαρξη και τη δημιουργία νέων αντι-ιεραρχικών κοινωνικών/ταξικών δομών. Αυτές οι δομές είναι το πρόπλασμα της αυριανής κοινωνίας. Αυτές είναι που θα πραγματώσουν την κοινωνική επανάσταση και θα κληθούν να τη διαχειριστούν και να την εξελίξουν. Και σίγουρα δεν θα αποτελούνται μόνο από αναρχικούς. Η ριζοσπαστικοποίηση των δομών αυτών είναι πάντα ζητούμενο, αλλά αυτή θα έρθει μόνο μέσα από τη συνεχή δράση τους και τη ζύμωση, όχι μέσω της εισαγωγής επαναστατικής συνείδησης «από έξω» και σίγουρα όχι από τη δομική σχέση τους με μια ειδική αναρχική οργάνωση (το ζήτημα του οργανωτικού δυισμού).

Ειδική αναρχική οργάνωση

Η οργάνωση και η δημιουργία δομών συνδέεται πολλές φορές με την παραγωγή συγκεκριμένων αποτελεσμάτων και την εξυπηρέτηση εφήμερων τακτικών. Μια λενινιστική οργάνωση, για παράδειγμα, αποτελεί ένα τακτικό μέσο για την κατάληψη της εξουσίας, χρησιμοποιείται εργαλειακά. Για εμάς, από την άλλη, αποτελούν στρατηγική επιλογή αγώνα και συστατικό στοιχείο της αναρχίας. Οι τρόποι οργάνωσής μας, δεν αποτελούν απλώς μέσα για την επίτευξη ενός σκοπού, αλλά βίωση της αναρχίας στο σήμερα, αντικατοπτρίζοντας, εν μέρει, την κοινωνία που επιθυμούμε.

Θεμελιώδης αρχή για τους αναρχικούς είναι ότι μόνο ελευθεριακά μέσα μπορούν να χρησιμοποιηθούν (και όχι απλώς «θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν») για να οικοδομηθεί μια ελευθεριακή κοινωνία. Αυτή είναι και η ουσία τη φράσης του Μπακούνιν ότι «η ελευθερία μπορεί να γεννηθεί μόνον από την ελευθερία». Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, το ελευθεριακό κίνημα και, ως εκ τούτου, μια ειδική αναρχική οργάνωση, πρέπει να αποτελεί πρόπλασμα της νέας κοινωνίας, η οποία δημιουργείται «μέσα στο κέλυφος της παλιάς». Οι ελευθεριακές δομές πρέπει να θεμελιώνονται πάνω στην ελευθερία, την ισότητα και την αλληλεγγύη, να προτάσσουν την ανάπτυξη της αυτοσυνείδησης, της υπευθυνότητας, της ελεύθερης δραστηριότητας και δημιουργίας.

Η ειδική αναρχική οργάνωση δημιουργείται (ως ενεργό τμήμα της τάξης των εκμεταλλευομένων και καταπιεσμένων) για να κρατάει ζωντανό τον λόγο για μια ελεύθερη κοινωνία και να συμβάλει, μέσω της δράσης, στη διάδοση και τη ζύμωση των ιδεών μας, καθώς και στη ριζοσπαστικοποίηση των κοινωνικών/ταξικών αγώνων. Η δραστηριότητα της πολιτικής οργάνωσης είναι μέρος της κοινωνικής/ταξικής πάλης. Δεν είναι κάτι έξω από αυτή, κάτι διαχωρισμένο. Η οργάνωση δεν αποτελεί κάποιου είδους πρωτοπορία.

Δημιουργείται στη βάση της αναγκαιότητας και της βούλησης από κοινωνικούς/ταξικούς αγωνιστές, που διαπιστώνουν κοινότητα στις αρχές, τις αξίες, τις θέσεις και τις απόψεις τους ως προς τη στόχευση, τα μέσα πάλης και αγώνα και τη συνολική αντιμετώπιση των κοινωνικών και ταξικών ζητημάτων. Άνθρωποι που έχουν επιλέξει να αγωνιστούν για τη βελτίωση των συνθηκών ζωή τους, συλλογικοποιούνται ώστε να επεξεργαστούν από κοινού πτυχές της θεώρησής τους, να τις προπαγανδίσουν και να δράσουν προς την κατεύθυνση της ριζοσπαστικοποίησης των αγώνων. Επεξεργάζονται συνολικά τα ζητήματα εκμετάλλευσης και καταπίεσης, συμμετέχουν στους κοινωνικούς/ταξικούς αγώνες, προτάσσουν τη δημιουργία ελεύθερων και ισότιμων κοινωνικών σχέσεων, στοχεύουν στην ολική ρήξη με τον καπιταλισμό και το κράτος, προπαγανδίζουν την κοινωνική επανάσταση και επεξεργάζονται προτάσεις για τη μορφή μιας ελεύθερης κοινωνίας.

Η οργάνωση προσπαθεί (μέσα από τη δράση και τη συμμετοχή των μελών της στους κοινωνικούς/ταξικούς αγώνες και τις δομές, καθώς και με αυτόνομες προπαγανδιστικές δράσεις της ίδιας της οργάνωσης) να αναδεικνύει και να διευρύνει τις ρωγμές που δημιουργούν οι επιμέρους αγώνες, να συμβάλλει στη διασύνδεση των επιμέρους και στη συνολικοποίησή τους, προωθώντας και διαδίδοντας διαρκώς το πρόταγμα του ριζικού μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων, το πρόταγμα της κοινωνικής επανάστασης. Θα πρέπει να αποτελεί φορέα της κινηματικής μνήμης, να συμβάλλει στην ανάπτυξη ενός ελευθεριακού κινήματος και να παλεύει για αυτό που ονόμαζε ο Μπακούνιν «ηγεμονία των ιδεών», μέσω του παραδείγματος και των προτάσεων που θα καταθέτει κινηματικά. Ο κοινωνικός/ταξικός πόλεμος είναι πόλεμος και στο πεδίο των ιδεών και των προταγμάτων.

Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε και δεν πρέπει να υποτιμήσουμε το μη οργανωμένο κομμάτι της τάξης μας, να υποτιμήσουμε τη δυνατότητά του να αναπτύξει ταξική και επαναστατική συνείδηση. Θα οδηγηθούμε τότε με βεβαιότητα στην υπερεκτίμηση του ρόλου της οργάνωσης, θα την αναγνωρίσουμε τυπικά ή άτυπα ως καθοδηγητή και πρωτοπόρο της τάξης μας (και πριν από αυτό, σίγουρα, του «χώρου» μας). Θα υιοθετήσουμε, δηλαδή, πλήρως την ουσία των λενινιστικών οργανώσεων .

Κλείνοντας, θα πρέπει να τονιστεί ότι, ειδικά σήμερα, και ανεξάρτητα από την ιστορικότητα της ταξικής προέλευσης της αναρχικής θεώρησης, το ζήτημα του ταξικού διαχωρισμού των καπιταλιστικών κοινωνιών επανέρχεται εκ των πραγμάτων στο προσκήνιο, προς συζήτηση και επεξεργασία. Εν μέσω δομικής κρατικής και καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, η απίσχνανση της μεσαίας τάξης (μιας τάξης με όχι ιδιαίτερα σαφή ορισμό, η οποία όμως, κατά κοινή παραδοχή, λειτουργούσε ως κραδασμικός αποσβεστήρας -ή «buffer zone»- μεταξύ της τάξης των κυρίαρχων και αυτής των κυριαρχούμενων), η βίαιη προλεταριοποίηση μεγάλων τμημάτων της, καθώς και η ολοκληρωτική μορφή που δείχνει να παίρνει το σύγχρονο κράτος, δημιουργούν νέα δεδομένα στον ταξικό συσχετισμό. Από τη μεριά μας, οφείλουμε να επεξεργαστούμε και να αναλύσουμε τη νέα συνθήκη, να κατανοήσουμε τα πιθανά της αποτελέσματα, ώστε να μπορούμε να δράσουμε πιο εστιασμένα και με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Η ταξική μας ανάλυση, σημαντικότατο μέρος αυτής της διαδικασίας, καλείται να κατανοήσει και να ενσωματώσει αυτές τις βίαιες και ταχύτατες αλλαγές, να τις αποτυπώσει με σαφήνεια, ώστε να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη μιας ταξικής στρατηγικής και τακτικής για τη δράση και την προπαγάνδα μας.

Δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση “Κοινωνικός Αναρχισμός”, τεύχος 3, από τις εκδόσεις Κουρσάλ (σελ. 99-102).

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.