Ιδεαλισμός και Υλισμός του Μιχαήλ Μπακούνιν: μέρος 1ο

[ΣΗΜΕΙΩΣΗ: τα κείμενα που ακολουθούν από διάφορα έργα του Μπακούνιν αντλήθηκαν και συστηματοποιήθηκαν από τον Γκ.Μάξιμοφ. Η παρούσα ενότητα “Ιδεαλισμός και Υλισμός” βρίσκεται στο “Φιλοσοφία – Θρησκεία – Ηθική” των εκδόσεων Πανοπτικόν. Το βιβλίο διατίθεται στο Αναρχικό Στέκι Φιλοσοφικής από το Βιβλιοπωλείο Μαυροκόκκινο Νήμα]

Ιδεαλισμός και Υλισμός του Μιχαήλ Μπακούνιν: μέρος 1ο

Ανάπτυξη του υλικού κόσμου

Η βαθμιαία ανάπτυξη του υλικού κόσμου, όπως και της οργανικής ζωικής ζωής και της ιστορικά προοδευτικής νόησης του ανθρώπου – τόσο της ατομικής όσο και της κοινωνικής – μπορεί να συλληφθεί τέλεια. Είναι μια εντελώς φυσική κίνηση από το απλό στο πολύπλοκο, από το κατώτερο στο ανώτερο, από το χαμηλότερο στο υψηλότερο. Μια κίνηση σε συμφωνία με την καθημερινή μας εμπειρία και συνεπώς με τη φυσική λογική μας, με τους νόμους του πνεύματος μας, οι οποίοι, έχοντας σχηματιστεί και αναπτυχθεί μόνο με τη βοήθεια της ίδιας αυτής εμπειρίας, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η αναπαραγωγή της στο πνεύμα και τον εγκέφαλο, το πρότυπό της που έχει βγει από τον στοχασμό.

Το σύστημα των ιδεαλιστών

Το σύστημα των ιδεαλιστών είναι εντελώς αντίθετο απ’ αυτό. Είναι η πλήρης αντιστροφή όλης της ανθρώπινης εμπειρίας και εκείνου του καθολικού και γενικού κοινού νου που είναι η αναγκαία συνθήκη κάθε κατανόησης μεταξύ ανθρώπου και ανθρώπου, και που, ανεβαίνοντας από την απλή και ομόφωνα αναγνωρισμένη αλήθεια ότι δύο επί δύο κάνουν τέσσερα στις πιο υπέροχες και περίπλοκες επιστημονικές θεωρήσεις – δίχως να δέχεται, επιπλέον, τίποτε που δεν έχει επιβεβαιωθεί αυστηρά από την εμπειρία ή από την παρατήρηση των γεγονότων και των φαινομένων – γίνεται η μόνη σοβαρή βάση της ανθρώπινης γνώσης [1]

Η πορεία της μεταφυσικής

Η πορεία που ακολούθησαν οι κύριοι της μεταφυσικής σχολής είναι εντελώς διαφορετική. Και μεταφυσικούς εννοούμε όχι μόνο τους οπαδούς της διδασκαλίας του Χέγκελ, από τους οποίου πολύ λίγοι έχουν απομείνει, αλλά και τους θετικιστές και όλους τους τωρινούς θιασώτες της θεάς επιστήμης. Επίσης, όλους εκείνους που, με διάφορα μέσα, ακόμη και με το μέσο της πιο επιμελούς, αν και αναγκαστικά ατελούς, μελέτης του παρελθόντος και του παρόντος, έχουν θέσει για τον εαυτό τους ένα ιδεώδες κοινωνικής οργάνωσης μέσα στο οποίο θέλουν να βάλουν πάση θυσία, όπως σε ένα κρεβάτι του Προκρούστη, τη ζωή των μελλοντικών γενεών. Και όλους εκείνους, με μια λέξη, που δεν θεωρούν την σκέψη και την επιστήμη ως αναγκαίες εκδηλώσεις της φυσικής κοινωνικής ζωής, αλλά στενεύουν τόσο τη φτωχή μας ζωή που μπορούν να δουν σε αυτήν μόνο την πρακτική εκδήλωση της δικής τους σκέψης και της οπωσδήποτε ατελούς επιστήμης τους [2]

Η μέθοδος του ιδεαλισμού

Αντί να ακολουθούν τη φυσική τάξη από το χαμηλότερο στο ψηλότερο, από το κατώτερο στο ανώτερο και από το σχετικά από στο πολυπλοκότερο, αντί να περιγράφουν συνετά και ορθολογικά την προοδευτική και πραγματική κίνηση από τον κόσμο που λέγεται ανόργανος στον οργανικό κόσμο, στο φυτικό και μετά στο ζωικό βασίλειο, και τέλος στον διακριτά ανθρώπινο κόσμο, αντί να περιγράφουν την κίνηση από τη χημική ύλη ή δραστηριότητα στη ζωντανή ύλη ή δραστηριότητα και από τη ζωντανή δραστηριότητα στο σκεπτόμενο ον, οι ιδεαλιστές, ιδεόληπτοι, τυφλωμένοι και σπρωγμένοι από το θεϊκό φάντασμα που κληρονόμισαν από την θρησκεία, ακολουθούν την αντίθετη ακριβώς πορεία.

Αρχίζουν από τον θεό, τον οποίο παρουσιάζουν είτε ως πρόσωπο είτε ως θεϊκή υπόσταση ή ιδέα, και το πρώτο βήμα που κάνουν είναι μια τρομερή πτώση από τα υπέροχα ύψη του αιώνιου ιδεώδους στο τέλμα του υλικού κόσμου. Από την απόλυτη τελειότητα στην απόλυτη ατέλεια. Από τη σκέψη στο Είναι ή μάλλον από το Υπέρτατο Ον στο απλό μηδέν.

Ο Ιδεαλισμός και το μυστήριο της θεϊκότητας .

Πότε, πως ή γιατί το Θείο Ον, αιώνιο, άπειρο, απολύτως τέλειο, (και που έχει βαρεθεί μάλλον τον εαυτό του), αποφάσισε να κάνει αυτή την απεγνωσμένη πλήρη μεταστροφή είναι κάτι που κανένας ιδεαλιστής, κανένας θεολόγος, κανένας μεταφυσικός, κανένας ποιητής δεν μπόρεσε ποτέ να εξηγήσει στον μη ειδήμονα εαυτό του. Όλες οι θρησκείες, του παρελθόντος και του παρόντος, και όλα τα συστήματα της υπερβατολογικής φιλοσοφίας περιστρέφονται γύρω από αυτό το μοναδικό και άδικο μυστήριο [3]

Άγιοι άνθρωποι, θεϊκά εμπνευσμένοι νομοθέτες, προφήτες και Μεσσίες αναζήτησαν ζωή σε αυτό και βρήκαν μόνο βάσανο και θάνατο. Σαν την αρχαία Σφίγγα, τους καταβρόχθισε, επειδή δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν. Μεγάλοι φιλόσοφοι, από τον Ηράκλειτο και τον Πλάτωνα ως τον Ντεκάρτ, τον Σπινόζα, τον Λάιμπνιτς, τον Καντ, τον Φίχτε, τον Σέλλινγκ και τον Χέγκελ, για να μην αναφέρω τους ινδούς φιλοσόφους, έγραψαν τόμους επί τόμων και έφτιαξαν συστήματα ιδιοφυή και υπέροχα μαζί, στα οποία είπαν, εν παρόδω, πολλά ωραία και μεγάλα πράγματα και ανακάλυψαν αθάνατες αλήθειες. Ωστόσο, άφησαν αυτό το μυστήριο, το κύριο αντικείμενο των υπερβατολογικών ερευνών τους, εξίσου ανεξιχνίαστο όπως πριν.

Κι αν οι γιγάντιες προσπάθειες των πιο θαυμαστών μεγαλοφυιών που γνώρισε ποτέ ο κόσμος, και οι οποίες για τριάντα αιώνες ξανάκαναν διαδοχικά αυτή τη δουλειά του Σίσυφου, κατέληξαν μόνο στο να κάνουν ακόμη πιο ακατανόητο το μυστήριο – πως μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα αποκαλυφθεί σε μας από τις στερούμενες έμπνευσης θεωρήσεις κάποιου σχολαστικού οπαδού μιας τεχνητά αναθερμασμένης μεταφυσικής; Κι αυτό σε μια εποχή που όλα τα ζωντανά και σοβαρά πνεύματα έχουν απομακρυνθεί απ’ αυτή την αμφίβολη επιστήμη που προέκυψε ως αποτέλεσμα ενός συμβιβασμού που σίγουρα μπορεί να εξηγηθεί από την ιστορία ανάμεσα στο ά-λογο της πίστης και στο υγιές επιστημονικό λογικό [4]

Είναι προφανές ότι αυτό το φοβερό μυστήριο δεν μπορεί να εξηγηθεί, πράγμα που σημαίνει ότι είναι παράλογο, διότι μόνον το παράλογο δεν επιδέχεται εξήγηση. Είναι προφανές ότι οποιοσδήποτε το βρίσκει ουσιώδες για τη ζωή και την ευτυχία του πρέπει να απαρνηθεί το λογικό του και να επιστρέψει, αν μπορεί, στην απλοϊκή, τυφλή και ακατέργαστη πίστη, για να επαναλάβω μαζί με τον Τερτυλλιανό και όλους τους ειλικρινείς πιστούς τα λόγια που συνοψίζουν την πεμπτουσία της θεολογίας: Credo quia absurdum [= Πιστεύω επειδή είναι παράλογο]. Τότε κάθε συζήτηση σταματά και δεν μένει τίποτα άλλο εκτός από τη θριαμβεύουσα ηλιθιότητα της πίστης [5]

Οι αντιφάσεις του ιδεαλισμού.

Οι ιδεαλιστές δεν είναι δυνατοί στη λογική και θα μπορούσαμε να πούμε ότι την περιφρονούν. Αυτό είναι που τους διακρίνει από τους μεταφυσικούς της πανθειστικής και ντειστικής σχολής, και δίνει στις ιδέες τους τον χαρακτήρα του πρακτικού ιδεαλισμού, που αντλεί την έμπνευση του πολύ λιγότερο από την αυστηρή ανάπτυξη της σκέψης απ’ ότι από την εμπειρία – θα έλεγα σχεδόν από τα αισθήματα, τόσο ιστορικά και συλλογικά όσο και ατομικά – της ζωής. Αυτό προσδίδει στην προπαγάνδα τους μια επίφαση πλούτου και ζωτικής δύναμης, μόνον όμως μια επίφαση, διότι η ίδια η ζωή γίνεται στείρα όταν παραλύει από μια λογική αντίφαση. [6]

Η αντίφαση αυτή συνίσταται στα εξής: αυτοί θέλουν τον θεό, αλλά και την ανθρωπινότητα. Επιμένουν να συνδέουν δυο όρους οι οποίοι, από τη στιγμή που θα χωριστούν, δεν μπορούν να συνδεθούν δίχως να αλληλοκαταστραφούν. Λένε με μια ανάσα: “ο θεός και η ελευθερία του ανθρώπου“ ή ¨ο θεός και η αξιοπρέπεια, δικαιοσύνη, ισότητα, αδελφοσύνη και ευημερία των ανθρώπων”, δίχως να δίνουν προσοχή στη μοιραία λογική δυνάμει της οποίας, αν υπάρχει θεός, όλα αυτά τα πράγματα είναι καταδικασμένα στη μη ύπαρξη. Διότι αν είναι ο θεός, είναι αναγκαστικά ο αιώνιος, υπέρτατος και απόλυτος Κύριος, και αν υπάρχει τέτοιος Κύριος, ο άνθρωπος είναι δούλος. Τώρα, αν ο άνθρωπος είναι δούλος, ούτε η δικαιοσύνη, ούτε η ισότητα, ούτε η αδελφοσύνη ούτε η ευημερία είναι δυνατές γι’ αυτόν.

Οι ιδεαλιστές μπορούν, αψηφώντας τον κοινό νου και κάθε ιστορική εμπειρία, να παρουσιάσουν τον θεό τους σαν να εμψυχώνεται από την πιο στοργική αγάπη για την ελευθερία. Ένας Κύριος όμως, ότι και να κάνει, θα παραμείνει πάντα Κύριος, και η ύπαρξή του θα συνεπάγεται αναγκαστικά τη δουλεία όλων εκείνων που βρίσκονται κάτω από αυτόν. Επομένως, αν υπήρχε ο θεός, θα μπορούσε να εξυπηρετήσει την ανθρώπινη ελευθερία με έναν τρόπο μόνο: παύοντας να υπάρχει.

Ως ένθερμος λάτρης της ανθρώπινης ελευθερίας, θεωρώντας την αναγκαία συνθήκη για ότι θαυμάζω και σέβομαι στον άνθρωπο, αντιστρέφω τον αφορισμό του Βολταίρου και λέω: αν ο θεός υπήρχε πραγματικά, θα ήταν απαραίτητο να τον καταστρέψουμε [7]

Οι σημερινοί υποστηρικτές του ιδεαλισμού

Εξαιρουμένων των μεγάλων αλλά παραπλανημένων καρδιών και πνευμάτων, στις οποίες αναφέρθηκα ήδη, ποιοι είναι σήμερα οι πιο αμετάπειστοι υποστηρικτές του ιδεαλισμού; Πρώτα πρώτα, όλοι οι βασιλικοί οίκοι και οι αυλές τους. Στη Γαλλία, ήταν ο Ναπολέων ο Γ’ και η σύζυγός του, μαντάμ Ευζενί. Είναι ακόμη όλοι οι παλαιότεροι υπουργοί, αυλικοί και στρατάρχες τους, από τον Ρουέ και τον Μπαζέν ως τον Φλερί και τον Πιετρί. Οι άνδρες και οι γυναίκες αυτού του αυτοκρατορικού κόσμου που έκαναν τόσο καλή δουλειά εξιδανικεύοντας και σώζοντας την Γαλλία. Οι δημοσιογράφοι και σοφοί – οι Κασανιάκ, οι Ζιραρνέν, οι Ντυβερνουά, οι Βεγιό, οι Λεβεριέρ, οι Ντύμα -. Η μαύρη φάλαγγα των ιησουιτών και ιησουιτισσών, όποια περιβολή κι αν φέρουν. Όλη η αριστοκρατία όπως και η ανώτερη και μεσαία αστική τάξη της Γαλλίας. Οι δογματικοί φιλελεύθεροι και οι κενοί δογμάτων φιλελεύθεροι: οι Γκυζό, οι Τιέρς, οι Ζυλ Φαβρ, οι Πελετάν και οι Ζυλ Σιμόν, όλοι τους σκληροί εκμεταλλευτές της αστικής εκμετάλλευσης. Στην Πρωσία, στη Γερμανία – είναι ο Γουλιέλμος Α, τωρινός εκπρόσωπος του Κυρίου του Θεού επί γης, όλοι οι αξιωματικοί του – Πομεράνοι και άλλοι, ολόκληρος ο στρατός του, ο οποίος, ισχυρός στη θρησκευτική του πίστη, μόλις κατέκτησε τη Γαλλία με τον “ιδανικό” τρόπο που τόσο καλά ξέρουμε. Στη Ρωσία είναι ο τσάρος και η αυλή του, οι Μουράβιεβ και οι Μπεργκ, όλοι οι χασάπηδες και οι ενάρετοι προσηλυτιστές της Πολωνίας.

Ο ιδεαλισμός είναι το λάβαρο της ωμής δύναμης

Παντού, κοντολογίς, ο θρησκευτικός ή φιλοσοφικός ιδεαλισμός (ο ένας είναι απλώς η περισσότερο ή λιγότερο ελεύθερη ερμηνεία του άλλου) χρησιμεύει σήμερα σαν λάβαρο της αιματοβαμμένης και ωμής υλικής δύναμης, της αναίσχυντης υλικής εκμετάλλευσης.

Ο υλισμός είναι το λάβαρο της οικονομικής ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Αντίθετα, το λάβαρο του θεωρητικού υλισμού, το κόκκινο λάβαρο της οικονομικής ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης, ξεδιπλώνεται από τον πρακτικό ιδεαλισμό των καταπιεσμένων και λιμοκτονουσών μαζών, που πασχίζουν να πετύχουν τη μέγιστη ελευθερία και να πραγματοποιήσουν το ανθρώπινο δίκιο κάθε ατόμου μέσα στην αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων στη γη [8]

Συνεχίζεται…

Παραπομπές:

[1] Η Κνουτογερμανική αυτοκρατορία και η Κοινωνική Επανάσταση

[2]: Κρατισμός και Αναρχία

[3], [4], [5], [6], [7] , [8] Η Κνουτογερμανική αυτοκρατορία και η Κοινωνική Επανάσταση

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.