Η επανάσταση του 1821, το ιστορικό της πλαίσιο και ο χαρακτήρας της | Πρωτοβουλία Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού

*Δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2021 στο πλαίσιο της συμπλήρωσης 200 χρόνων από την αστικοδημοκρατική επανάσταση του 1821

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Απ’ την εποχή που οι κοινωνίες διασπάστηκαν σε τάξεις και ανάμεσα τους ξεπρόβαλλε το κράτος ως εξουσιαστική πολιτική οντότητα, η πάλη των τάξεων αναδείχθηκε ως ιστορικό καύσιμο της εξελικτικής κοινωνικής κίνησης. Σε όλες τις επαναστατικές περιόδους μετάβασης από έναν ταξικό κοινωνικό σχηματισμό σε έναν άλλον, μια ηγετική κοινωνική τάξη είναι αυτή που αναδύεται πρωταγωνιστικά μέσα στο κέλυφος της κοινωνίας που παρακμάζει και αναλαμβάνει τον ρόλο του κινητήρα της κοινωνικής αλλαγής.

Κατά την φθίση του φεουδαρχικού κόσμου και των αυτοκρατοριών, τον ρόλο αυτόν διαδραματίζει η αστική τάξη, που εκφράζει δυναμικά την αντίθεση μεταξύ του χρεoκοπημένου παλαιού καθεστώτος και του νέου που πηγάζει απ’ τα σπλάχνα του. Η καθοδηγητική της συμβολή στις αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις του 18ου και του 19ου αιώνα για την κατάργηση του συστήματος των φεούδων είναι ο προπομπός εγκαθίδρυσης της δικής της εξουσίας. Αυτή η διαδικασία υπήρξε μακρά και δεν καταστάλαξε αιφνίδια. Η παγίωση των νέων μορφών εξουσίας έγινε σταδιακά μέσα από μια αιματηρή περίοδο σφοδρών κοινωνικών συγκρούσεων και προσέλαβε διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά ανά γεωγραφική περιοχή λόγω πολλαπλών παραγόντων.

Στην περίοδο που θα εξετάσουμε, συντελούνται δομικές ανακατατάξεις στο κοινωνικό οικοδόμημα και σηματοδοτείται μια ιστορική καμπή. Μετά από αιώνες κυριαρχίας της φεουδαρχικής κοινωνικής οργάνωσης, ξεπηδούν νέες σχέσεις παραγωγής (οι καπιταλιστικές) και αναζητούν την παραπέρα εξάπλωση και εδραίωση τους. Τα ιστορικά υποκείμενα που τις εκφράζουν – οι αστοί και οι εργάτες – είναι δυο τάξεις ακόμα αδιαμόρφωτες, που η μόνη τους ομοιότητα σχετίζεται με την υποτέλεια τους στην φεουδαρχική ταξική πυραμίδα. Η λεγόμενη «Τρίτη τάξη» (η αστική τάξη), αναπτύσσεται ραγδαία, αποκτά ιδεολογικό υπόβαθρο και οργανώνεται πολιτικά για να διεκδικήσει με αξιώσεις την αναρρίχηση της. Οι φιλόδοξοι αστοί επιχειρούν επαναστατικά την κατάληψη της εξουσίας και με το ξέσπασμα των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων τελικά τα καταφέρνουν. Σημείο ορόσημο για την μετατροπή της υποτελούς αστικής τάξης σε κυρίαρχη τάξη αποτελεί η «γαλλική» επανάσταση του 1789.

Μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο όπου στην Ευρώπη κυριαρχεί επαναστατικός αναβρασμός και οι φιλελεύθερες αστικές ιδέες της γαλλικής επανάστασης ασκούν έντονη επιρροή, απηχώντας την φιλοσοφία του Διαφωτισμού, εκδηλώνεται η «ελληνική» επανάσταση του 1821. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο που συντελείται η ιστορική μετάβαση από το φεουδαρχικό σύστημα του μεσαίωνα στις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής και τα αστικά έθνη-κράτη. Η επανάσταση του 1821 ξεσπάει σε συνάρτηση με αυτή την μετάβαση και συνιστά πτυχή της. Είναι δηλαδή, μια επανάσταση με αστικοδημοκρατικό περιεχόμενο και συνδέεται με την επικράτηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Βασικό χαρακτηριστικό και προϋπόθεση μέσα σ’ αυτή την ιστορική διεργασία μετάβασης αποτελεί η συγκρότηση των εθνών και η πρόσδοση σ’ αυτών ιδιαίτερων πολιτικών χαρακτηριστικών που ταυτίζουν το κράτος με το “έθνος” και εξυπηρετούν την ανερχόμενη αστική τάξη. Ο όρος του “έθνους” με την σύγχρονη πολιτική του έννοια εμφανίζεται μόλις τον 18ο αιώνα και επιστρατεύεται ως μια πολιτική κατασκευή στην διαπάλη μεταξύ φεουδαρχών και αστικής τάξης. Ήδη από την Αναγέννηση ο ρόλος της θρησκείας ως ενοποιητικό στοιχείο των κοινωνιών ατονεί και η απόλυτη κυριαρχία των βασιλιάδων που αντλούν την δύναμη τους από την θεϊκή εξουσία (ελέω θεού βασιλεύς) αμφισβητείται. Η κοσμική εξουσία του κράτους έρχεται για να εγκαθιδρυθεί και να αναλάβει την απόλυτη ηγεμονία της κοινωνικής ζωής.

Προς αυτή την κατεύθυνση, κατά τον 19ο αιώνα διενεργείται η μαζική οικοδόμηση και “παραγωγή” εθνών – κρατών : πολιτικών οντοτήτων όπου το κράτος ταυτίζεται με το έθνος. Από τις αρχές του αιώνα αναπτύσσεται στην Ευρώπη το κίνημα των εθνοτήτων με κινητήρια ιδεολογία του τον εθνικισμό και βασική στοχοθεσία την συγκρότηση εθνικών κρατών. Ο πρώιμος εθνικισμός εμφανίζεται ως ένα “προοδευτικό” ρεύμα που αποσκοπεί στην οργάνωση μιας χώρας σε μια ενιαία πολιτική κοινότητα εδαφικά και διοικητικά προσδιορισμένη και εν συνεχεία εδραιώνεται ως η επίσημη κρατική ιδεολογία. Το κίνημα των εθνοτήτων λειτουργεί προς δύο κατευθύνσεις, από την μία πλευρά στοχεύει στον διαμελισμό των πολυεθνοτικών αυτοκρατοριών (π.χ. Οθωμανική Αυτοκρατορία, Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία) και από την άλλη πλευρά στοχεύει στην ενοποίηση κατακερματισμένων εθνοτήτων και φυλών σε ένα κοινό έθνος-κράτος με βάση ασαφή πολιτισμικά, γεωγραφικά και γλωσσικά χαρακτηριστικά τα οποία όπου δεν υπάρχουν επιβάλλονται κάθετα (π.χ. Γερμανική, Ιταλική ενοποίηση).

Με την βίαιη ομογενοποίηση του πληθυσμού και την υπαγωγή του κάτω από μια κοινή κεντρική πολιτική εξουσία δημιουργούνται οι αναγκαίες συνθήκες για την συγκρότηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Μέσα σ’ αυτή την διαδικασία οι έννοιες του έθνους, του κράτους και του λαού επιχειρούνται να εξομοιωθούν, δημιουργώντας την αίσθηση του ανήκειν σε μια φαντασιακή κοινότητα όπου το συμφέρον του λαού ταυτίζεται με αυτό του κράτους. Παράλληλα, η δημιουργία ενιαίας εθνικής καπιταλιστικής αγοράς είναι ένα στοιχείο που επενεργεί καθοριστικά στην εδραίωση της κυριαρχίας της αστικής τάξης δίνοντας μεγάλες δυνατότητες στην ανάπτυξη του κεφαλαίου. Με την συγκρότηση οικονομιών που ορίζονται από εθνικά – κρατικά σύνορα δημιουργούνται μια σειρά από οικονομικά πλεονεκτήματα για το κράτος και κεφαλαίο, που διαθέτουν πλέον μια θεσμικά και εδαφικά ορισμένη εσωτερική αγορά παραγωγής και κατανάλωσης και μπορούν να επιδίδονται στην συντονισμένη εκμετάλλευση του εντός των συνόρων εργατικού δυναμικού.

Κατά την έκρηξη της επανάστασης στην Ελλάδα, στην Ευρώπη έχουν κυριαρχήσει οι αντεπαναστατικές δυνάμεις. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα και την επαναφορά των Βουρβόνων στην Γαλλία, ακολουθεί η εποχή της Παλινόρθωσης κατά την οποία οι Μ. Δυνάμεις επιχειρούν την επαναφορά στην παλαιά κατάσταση πραγμάτων πριν από την Γαλλική Επανάσταση. Στον αντίποδα, αναπτύσσονται φιλελεύθερα κινήματα που αντιστέκονταν στην προσπάθεια αντεπανάστασης και αποκατάστασης του παλαιού καθεστώτος (ancien regime). Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, συγκροτείται η Ιερά Συμμαχία (1815) η οποία εκφράζει την συντηρητική, αντιφιλελεύθερη και κατασταλτική τάση της εποχής και έχει ως κύριο πυρήνα της την Ρωσία, την Αυστρία και την Πρωσία. Κύριος εκφραστής της Συμμαχίας είναι ο Αυστριακός υπουργός εξωτερικών Μέττερνιχ.

Η πολιτική της Ιερής Συμμαχίας, σύμφωνα με το σύστημα Μέττερνιχ, στοχεύει ως προς την εσωτερική πολιτική στην εγκαθίδρυση αυταρχικών κρατών που θα καταστέλλουν κάθε μορφή «αντιπολίτευσης» με την αστυνομία, την δικαιοσύνη, την λογοκρισία και ως προς την εξωτερική πολιτική την στρατιωτική επέμβαση στις χώρες όπου απειλούνταν η υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων. Με βάση την τελευταία αρχή, την ίδια περίοδο με την εκδήλωση της επανάστασης στην Ελλάδα, καταστέλλονται δύο επαναστάσεις στο Πεδεμόντιο και την Νεάπολη μετά από την εισβολή του αυστριακού στρατού (1821) και μια φιλελεύθερη επανάσταση στην Ισπανία μετά την εισβολή του γαλλικού στρατού (1823).

Η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στην «ελληνική» επανάσταση δεν ήταν ενιαία, με τις διαμάχες γύρω από το «Ανατολικό ζήτημα» να κλονίζουν την συνοχή τους και να καθορίζουν την στάση τους προς την επανάσταση. Η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία ως οι ηγέτιδες δυνάμεις της εποχής, ανταγωνίζονται για την επικράτηση των συμφερόντων τους στην περιοχή της Μεσογείου και των Βαλκανίων και επιχειρούν να επωφεληθούν από την παρακμή της Οθωμανική Αυτοκρατορία που χαρακτηριζόταν ως “ο μεγάλος ασθενής” της εποχής.

Σε πρώτο χρόνο, η πολιτική της Αγγλίας στοχεύει στην διατήρηση των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ώστε να ανασχεθεί η Ρωσική επέκταση προς τον νότο και να διατηρηθούν οι ισχύουσες ισορροπίες δύναμης. Μετά το 1823 με την ανάληψη του υπουργείου εξωτερικών από τον Κάννιγκ, η Αγγλία αλλάζει πολιτική γραμμή και επιδιώκει την συγκρότηση ενός μικρού ελληνικού κράτους αφενός για να λειτουργεί ως δορυφόρος των συμφερόντων της σε ένα στρατηγικό σημείο στην Μεσόγειο και αφετέρου για να προλάβει μια επέμβαση της αντιπάλου της Ρωσίας η οποία θα ευνοούσε τα συμφέροντα της στα Βαλκάνια και την Ασία. Τα αλληλοσυγκρουόμενα ευρωπαϊκά συμφέροντα οδηγούν στην υπογραφή του πρωτοκόλλου του Λονδίνου το 1830 από την Αγγλία, την Γαλλία και την Ρωσία, με το οποίο ιδρύεται για πρώτη φορά το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, διαθέτοντας ασφυκτικά σύνορα.

Η εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων επέδρασε καταλυτικά στην πορεία του επαναστατικού εγχειρήματος και την διαμόρφωση του ελληνικού κράτους που στην αρχή δεν περιελάμβανε βασικά αστικά κέντρα που κατοικούσε ελληνόφωνος πληθυσμός. Η εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων στην έκβαση της επανάστασης του 1821 και τα διαφορετικά συμφέροντα τα οποία ήθελαν να προωθήσουν μαρτυράται και από τις σφαίρες επιρροής που συγκροτούνται μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους και την δημιουργία των πρώτων πολιτικών ελληνικών κομμάτων που φέρουν τα ονόματα τους από τις 3 μεγάλες δυνάμεις (αγγλικό, ρωσικό, γαλλικό). Η “ελληνική” επανάσταση εάν και προσδιορίζεται από την κυρίαρχη αφήγηση ως εθνική, διαπνεόταν στο εσωτερικό της από μεγάλες αντιφάσεις μεταξύ των επαναστατημένων που σχετίζονταν τόσο με τα ευρωπαϊκά συμφέροντα που προωθούσαν όσο με τα συμφέροντα των τάξεων στις οποίες άνηκαν και τους στόχους που ήθελαν να επιτύχουν μέσα από την επαναστατική διαδικασία.

ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Κατά την προεπαναστατική περίοδο, στις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αναδύονται μια σειρά από αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες οι οποίες δημιουργούν εύφορο έδαφος για την εκδήλωση της επανάστασης. Μέσα στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο της εποχής, όπως αναλύθηκε παραπάνω με την ανάδειξη του κινήματος των εθνοτήτων και την τάση για την αποσύνθεση των πολυεθνοτικών Αυτοκρατοριών, η Οθωμανική Αυτοκρατορία έρχεται αντιμέτωπη συγχρόνως με μια μεγάλη εσωτερική κρίση. Το αποκεντρωτικό σύστημα διοίκησης δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της αχανούς αυτοκρατορίας και η κεντρική διοίκηση αποδυναμώνεται σημαντικά. Αποσχιστικές ενέργειες Πασάδων λαμβάνουν χώρα (πχ Αλή Πασάς της Ηπείρου, Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου), οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την εσωτερική ενότητα και απασχολούν τα οθωμανικά στρατεύματα τα οποία επικεντρώνονται στην καταστολή των αποσχιστικών “ανταρσιών”. Παράλληλα, η Οθωμανική κεντρική διοίκηση έχει να αντιμετωπίσει τον εξωτερικό κίνδυνο της μεγάλης της αντιπάλου Ρωσίας η οποία διεξάγει συνωμοτικές ενέργειες εναντίον της Αυτοκρατορίας.

Από τις αρχές του 19ου αιώνα, η ενότητα των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αρχίζει να αμφισβητείται στην πράξη από τους υπόδουλους πληθυσμούς. Μεταξύ 1804 και 1815 εκδηλώνονται δύο συνδεόμενες εξεγέρσεις στην Σερβία που έχουν ως αποτέλεσμα η επαρχία να αποκτήσει μεγαλύτερη αυτονομία στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά την επιτυχή έκβαση των εξεγέρσεων και την εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων, παραχωρούνται μια σειρά από δικαιώματα στον σέρβικο πληθυσμό όπως το δικαίωμα να εισπράττουν οι ίδιοι τους φόρους τους και το δικαίωμα να κρατούν όπλα και να σχηματίζουν τις δικές τους πολιτοφυλακές. Η κατάκτηση της ημιαυτονομίας στην Σερβία δίνει ώθηση και στις ελληνικές επαρχίες για την εκδήλωση της επανάστασης.

Τέλος, ο παράγοντας της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που εκδηλώθηκε μετά την λήξη των Ναπολεόντιων Πολέμων και η μεγάλη επισιτιστική κρίση που χτύπησε τον δυτικό κόσμο την δεκαετία του 1810, δεν άφησαν ανεπηρέαστες τις οθωμανικές επαρχίες. Αμέσως μετά τον πόλεμο η Ευρώπη, και κυρίως η Βρετανία, βυθίστηκε σε ύφεση καθώς όλοι οι εμπορικοί κλάδοι είχαν να αντιμετωπίσουν την κατά πολύ μειωμένη ζήτηση στον καιρό της ειρήνης. Ταυτόχρονα, οι κακές καιρικές συνθήκες που επικράτησαν είχαν ως αποτέλεσμα την μεγάλη μείωση της σοδειάς των τροφίμων. Οι τιμές των σιτηρών έφταναν στα ύψη και οι προμήθειες μειώνονταν. Στο μεγαλύτερο μέρος της Βαλκανικής Χερσονήσου επικρατήσουν σχεδόν συνθήκες λιμού. Η δυσφορία και η αγανάκτηση του αγροτικού πληθυσμούήταν μεγάλη. Η οθωμανική διοίκηση ενέτεινε αυτή την δυσφορία καθώς αντί για μέτρα ανακούφισης του λαού αύξησε τους φόρους.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Κοτζαμπάσηδες / Προεστοί/ Φεουδάρχες

Μέτα την κατάκτηση των βυζαντινών επαρχιών από τους Οθωμανούς, ο Μωάμεθ Β’ και οι διάδοχοί του παραχωρούν θρησκευτικά και διοικητικά προνόμια στους ελληνόφωνους χριστιανούς ή ρωμιούς (η λέξη “έλλην” είχε σχεδόν εξαφανιστεί και ήταν συνώνυμη του ειδωλολάτρη-παγανιστή). Συγκεκριμένα, ο Μωάμεθ μη έχοντας έμπειρα στελέχη για την οργάνωση της διοίκησης και έχοντας να διοικήσει μια αχανή αυτοκρατορία, έκανε υποχωρήσεις προς τις τέως κυβερνούσες τάξεις του Βυζαντίου (κλήρος, αριστοκράτες-φεουδάρχες) αφήνοντας ανέπαφα τα διοικητικά και οικονομικά τους προνόμια.

Ο Μωάμεθ και οι διάδοχοί του, διατηρούσαν την κοινωνική και οικονομική υπόσταση της Βυζαντινής φεουδαρχίας. Ως προς την διοίκηση, παρέμενεστις ελληνικές επαρχίες το Βυζαντινό αποκεντρωτικό κοινοτικό σύστημα.Ο ανώτερος άρχοντας και διοικητής της κάθε κοινότητας ήταν ο προεστός ή δημογέροντας (κοτζαμπάσης στα τουρκικά) . Οι κοτζαμπάσηδες αποτελούσαν ένα κατώτερο σκαλοπάτι της οθωμανικής διοικητικής ιεραρχίας και ήταν λαομίσητοι καθώς συνέδραμαν στην καταπίεση των ελληνικών και μη λαϊκών μαζών. Οι έλληνες φεουδάρχες συνέχιζαν να κατέχουν και επί τουρκοκρατίας την πολιτική και οικονομική εξουσία (μέσω της κατοχής γης) καταπιέζοντας τους “ομοεθνείς” δουλοπάροικους και φτωχούς χωρικούς και έχαιραν αυξημένων προνομίων από τους Οθωμανούς λόγω του ρόλου τους στην κατάπνιξη αντιστάσεων. Σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν προκαλέσει μάλιστα μεταθέσεις και τιμωρίες Οθωμανών πασάδων και μπέηδων.

Η εκλογή των προεστών-κοτζαμπάσηδων γινόταν από τις αριστοκρατικές και πλούσιες φεουδαρχικές οικογένειες ενώ σε κάποιες επαρχίες το αξίωμα ήταν κληρονομικό. Σε περιπτώσεις που υπήρχαν εκλογές οι νοθείες ήταν πολύ συχνές. Οι προεστοί είχαν καθήκον την εφαρμογή των φορολογικών νόμων του κράτους (κατατομή ανά κάτοικο του φορολογικού ποσοστού και είσπραξη) και αντιπροσώπευαν την κοινότητα απέναντι στο κράτος. Είχαν δικαστικές εξουσίες και το δικαίωμα να επιβάλλουν ποινές. Στις μεγάλες κοινότητες η διοίκηση στελεχωνόταν και από το συμβούλιο των προκρίτων που συγκροτούνταν επίσης από φεουδάρχες.

Οι κοτζαμπάσηδες είχαν έναν σύνθετο ταξικό ρόλο καθώς πέραν από κάτοχοι μεγάλης αγροτικής ιδιοκτησίας (γαιοκτήμονες) ήταν έμποροι και τοπικοί τοκογλύφοι. Κατά την διαδικασία εμπορευματοποίησης της αγροτικής οικονομίας, που παρατηρείται προεπαναστατικά, οι κοτζαμπάσηδες αναδεικνύονται σε χρηματικούς «παίκτες» που ολοένα και αστικοποιούνται. Αυτός ο παράγοντας είναι ιδιαίτερα καθοριστικός για τον ρόλο τους στην Επανάσταση καθώς η πρόσδεση τους στο οθωμανικό καθεστώς και η προνομιακή τους θέση έρχεται σε αντιδιαστολή με την αστική τους εξέλιξη. Έτσι, η στάση τους δεν ήταν ενιαία. Άλλοι τάχθηκαν με την φιλική εταιρεία και προώθησαν την Επανάσταση και άλλοι υπήρξαν είτε επιφυλακτικοί είτε πολέμιοι.

Αστική τάξη

Από τα μέσα του 17ου αιώνα συντελείτε μεγάλη έκταση εμπορικών σχέσεων με την Δύση και εκτόξευση της βιοτεχνικής παραγωγής. Κυριότερα βιομηχανικά κέντρα αποτελούν ο Βόλος και το Πήλιο στην Θεσσαλία (μεταξουργία, υφαντουργία), η Δημητσάνα της Πελοποννήσου (βιομηχανικό κέντρο υλικών πολέμου), η Στεμνίτσα (σιδηρουργεία), τα Μαντεμοχώρια (μεταλουργεία) κ.α. Τα βιομηχανικά- βιοτεχνικά προϊόντα που παράγονται εξάγονται προς τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές πόλεις, ιδίως την Γερμανία. Έως το 1800 η βιοτεχνική παραγωγή έχει υπερβεί την φεουδαρχική συντεχνιακή οργάνωση με επενδύσεις προς αυτήν μεγάλων κεφαλαίων προερχόμενων από το εμπόριο. Ένας πρώιμος βιομηχανικός τομέας ανθίζει και σύντομα καταλαμβάνει άνω του 30% της συνολικής παραγωγής.

Από τα μέσα του 18ου αιώνα έως τις αρχές του 19ου η οικονομική ανάπτυξη που παρουσιάζεται στον οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό χώρο εκτοξεύεται ραγδαία. Στην περίοδο αυτή σημειώνεται έκρηξη της ναυτιλίας και του εμπορίου και είναι μια περίοδος που συμπυκνώνει όλα τα χαρακτηριστικά μιας μεταβολής -μεταμόρφωσης των παραγωγικών σχέσεων. Από την φεουδαρχική οικονομία του μεσαίωνα γεννιέται μια νέα κοινωνική τάξη, η αστική τάξη, μέσα από τις ίδιες αιτίες που οδήγησαν στην συγκρότηση της και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η ελληνόφωνη αστική τάξη απαρτίζεται από καραβοκύρηδες και πραγματευτές (εφοπλιστές και εμπόρους).

Το 1783 υπογράφεται μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας η συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζη και δίνει την δυνατότητα στα ελληνικά καράβια να πλέουν υπό την προστασία της ρωσικής σημαίας στο Αιγαίο, στην Μεσόγειο και στην Μαύρη Θάλασσα και από εκεί μεταφέρουν εμπορεύματα προς τα λιμάνια της Ευρώπης και αντίστροφα. Ο ελληνικός εμπορικός στόλος αναδεικνύεται ως ο κυρίαρχος στην Μεσόγειο λόγω και της κάμψης του βενετικού εμπορίου και των περιορισμών που επιβλήθηκαν στην επαναστατημένη τότε Γαλλία. Οι Έλληνες ναυτικοί σπάνε τον ναυτικό αποκλεισμό που είχε επιβληθεί στην επαναστατημένη Γαλλία και διενεργούν λαθρεμπόριο πολέμου το οποίο τους αποφέρει μεγάλα κέρδη. Στήνονται μεγάλα εμπορικά δίκτυα και δημιουργούνται προϋποθέσεις μεγάλης κερδοφορίας για το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο που διευρύνει τις δραστηριότητες του και στον τραπεζικό τομέα. Το χρήμα παύει να αποταμιεύεται και ξεκινά μια περίοδος επενδύσεων στους κύριους κλάδους της εποχής.

Η αύξηση του εμπορίου οδηγεί σε διάσπαση της φεουδαρχικής οικονομίας η οποία εκφράζεται με το άνοιγμα της αγροτικής οικονομίας και την σταδιακή εμπορευματοποίηση της. Από το 1770 η αστική τάξη αρχίζει να αποκτά πολιτικά δικαιώματα και λαμβάνεται υπόψη από τους Οθωμανούς και το Πατριαρχείο ως ιδιαίτερη τάξη. Συγχρόνως γίνεται δεκτή με μεγάλη θέρμη στις ευρωπαϊκές αγορές και με την οικονομική της ανάπτυξη και τις σχέσεις με τις ευρωπαϊκές αγορές διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην βιομηχανική και εμπορική κίνηση των σπουδαιότερων κέντρων της Ρωσίας, της Ιταλίας και της Γερμανίας.

Αυτό που διαφοροποιεί την ελληνική αστική τάξη από τις υπόλοιπες είναι η απουσία κράτους και εθνικής καπιταλιστικής αγοράς. Η ανάπτυξη της προχωράει μέσα στο οθωμανικό καθεστώς που την περιορίζει και την καθιστά υποτελή και εμποδίζει τόσο την παραπέρα ανάπτυξη της όσο και τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής. Σε αυτό το πλαίσιο, η αναγκαιότητα μιας επαναστατικής διαδικασίας γίνεται όλο και πιο επιτακτική προκειμένου να κυριαρχήσει. Έχοντας ήδη εξοπλιστεί με ιδεολογία (βλ. παρακάτω) και έχοντας εμπνευστεί από την Γαλλική Επανάσταση, η αστική τάξη γίνεται μπροστάρης του αγώνα κατά τον Οθωμανών και καθοδηγεί την επανάσταση που εκδηλώνεται το 1821.

Οι κλέφτες

Η κυρίαρχη ιστορική αφήγηση παρουσιάζει ενωμένους τους «κλέφτες και τους αρματολούς» στον «αγώνα κατά των τούρκων». Στην πραγματικότητα, πρόκειται περί αντιθετικού ζεύγους.

Οι κλέφτες ενσαρκώνουν μια, κατά κάποιον τρόπο, αντάρτικη λαϊκή παράδοση. Είναι κυρίως αγρότες, που καταφεύγουν στο βουνό και αναπτύσσουν δράση κατά των Οθωμανών και των κοτζαμπάσηδων. Δεν συγκροτούν ενιαίο αγροτικό κίνημα ούτε διαθέτουν ταξική ή εθνική συνείδηση, γι’ αυτό και τα κίνητρα τους μπορούν να αναζητηθούν περισσότερο σε μια βιωματική ατομική αντίδραση ενάντια στην καταπίεση παρά σε μια συνειδητή προσπάθεια καθεστωτικής ανατροπής. Οι κλέφτες διενεργούσαν ληστείες που στόχευαν τους πλούσιους, με την λεία τους πολλές φορές να διαμοιράζεται προς ενίσχυση της φτωχής αγροτιάς. Απ’ αυτό άλλωστε εξηγείτε και η ιδιαίτερη αγάπη που έτρεφε ο λαός για τους κλέφτες, επικροτώντας τα χτυπήματα τους κατά των αρχόντων.

Από την άλλη, σταχυολογώντας την ιστοριογραφία (ιδιαίτερα την αστική), θα συναντήσουμε αναφορές που αντικρούουν την αντι-εξουσιαστική δράση των κλεφτών. Σύμφωνα με πηγές, η δράση ορισμένων κλεφτών δεν περιοριζόταν στην λεηλασία των Οθωμανών και των κοτζαμπάσηδων αλλά προεκτεινόταν σε μερικά παραδείγματα και στην καταλήστευση χωρικών. Αυτή την διάσταση οφείλουμε να την λάβουμε υπόψη, καθώς όπως προαναφέραμε οι κλέφτες δεν αποτελούσαν συνειδητό κίνημα.

Μετά τα «ορλωφικά» (εξέγερση που έλαβε χώρα το 1770 με υποκίνηση του ρωσικού παράγοντα) ξεκίνησε πολεμική εκστρατεία κατά των κλεφτών της Πελοποννήσου με εντολή του Σουλτάνου, η οποία οδήγησε στην εξόντωση τους. Στην επιχείρηση έλαβαν ενεργά μέρος και συνέδραμαν στρατιωτικά οι κοτζαμπάσηδες και ο κλήρος. Απ’ τους κλέφτες που σώθηκαν (ανάμεσα τους και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης), άλλοι βρήκαν καταφύγιο στα βενετοκρατούμενα Επτάνησα ερχόμενοι σε επαφή με τις αστικές ιδέες και άλλοι στελέχωσαν ένοπλα τμήματα υπό την υπηρεσία των κοτζαμπάσηδων, γεγονός που φανερώνει και τα διαφορετικά κίνητρα ανάμεσα τους.

Ο Μακρυγιάννης χαρακτηρίζει στα απομνημονεύματα του τους κλέφτες ως «μαγιά της ελευθερίας». Πράγματι, οι κλέφτες ήταν απ’ τις λίγες ένοπλες ομάδες που είχαν την δύναμη να δράσουν στρατιωτικά κατά των Οθωμανών. Η συμβολή τους στις εξεγέρσεις πριν από την Επανάσταση του 21 ήταν καθοριστική για την οικοδόμηση των προϋποθέσεων εκδήλωσης της. Εντούτοις, η λανθασμένη αναγωγή των κλεφτών ως κινητήρα της Επανάστασης αντικρούει τον πραγματικό τους ρόλο. Οι κλέφτες δεν θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν την Επανάσταση καθώς δεν συνιστούσαν κοινωνική τάξη (άρα δεν είχαν και συνείδηση ταξική), δεν είχαν οργάνωση και δεν είχαν πολιτικό πρόγραμμα και ιδεολογία όπως η αστική τάξη.

Οι αρματολοί

Στον αντίποδα, οι αρματολοί ήταν ένοπλα τμήματα (που συγκροτούσαν «αρματολίκια»), υποταγμένα στους φεουδάρχες. Στην πλειοψηφία τους ήταν πρώην κλέφτες που περνούσαν στην υπηρεσία των Οθωμανών και επιφορτίζονταν με την περιφρούρηση ορεινών περιοχών και την φύλαξη τους από τους «κλέφτες».

Οι αρματολοί είχαν ισχυρή εξάρτηση από τους αγρότες καθώς απ’ αυτούς στρατολογούσαν προσωπικό αλλά και λάμβαναν τροφοδοσία. Οι αγρότες που δεν στελέχωναν τα «αρματολίκια» δέχονταν σκληρές επιβαρύνσεις και άγρια αντίποινα στην μη συμμόρφωση. Το «αρματολίκι» ήταν στενά συνυφασμένο με το φεουδαρχικό οθωμανικό σύστημα και οι αρματολοί οργανικά προσδεδεμένοι σε αυτό. Τα προνόμια τους θα χάνονταν αν ανατρεπόταν το φεουδαρχικό σύστημα και η δυσπιστία τους στην επανάσταση αποτυπωνόταν στην συρρικνωμένη επιρροή που είχε η φιλική εταιρεία μεταξύ των αρματολών.

Με την έκρηξη της επανάστασης οι αρματολοί δεν πήραν αμέσως θέσεις μάχης εξ’ ου και η δυτική Ρούμελη εισήλθε στον επαναστατικό αγώνα μετά την ανατολική όπου οι αρματολοί ήταν λιγότερο ισχυροί. Παρόλα αυτά, μετά την έκρηξη της Επανάστασης μεγάλο μέρος αρματολών συμπαρασύρθηκε στον ένοπλο αγώνα. Με την επικράτηση του ελληνικού αστικούς κράτους μοιραία οι αρματολοί αφανίστηκαν μαζί με το φεουδαρχικό σύστημα.

Ανώτατος κλήρος – εκκλησία

Ο κλήρος εξακολουθεί να λειτουργεί ως κράτος εν κράτει εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το οθωμανικό καθεστώς διατήρησε τα φεουδαρχικά δικαιώματα των ευγενών και του κλήρου που αποτέλεσε κομμάτι των οθωμανικών δομών διοίκησης. Επί «τουρκοκρατίας» δεν υπήρχε αφαίρεση γαιοκτησίας από την κατοχή της εκκλησίας αλλά σημαντική αύξηση. Οι κληρικοί εξακολούθησαν να έχουν τον ρόλο των γαιοκτημόνων και τα προνόμια του Πατριαρχείου της Κων/πολης διατηρούνται. Το πατριαρχείο είχε δικαστική εξουσία στα χέρια του για ορισμένα ζητήματα (κυρίως οικογενειακό δίκαιο) και τα προνόμια του κατοχυρώνονταν με διατάγματα (φιρμάνια) από τους Σουλτάνους.

Κατά την διάρκεια του αγώνα του 1821, οι ευγενείς και ο ανώτατος κλήρος δεν δέχονταν επ’ ουδενί να απωλέσουν αυτά τα προνόμια τους. Ο ανώτατος κλήρος με ελάχιστες εξαιρέσεις αντιτάχθηκε στην επανάσταση, ειδικά μόλις διαψεύστηκε η πλάνη για την υποστήριξη της Ρωσίας. Ήταν ενάντιος στις φιλελεύθερες ιδέες της Φιλικής Εταιρείας και της νησιωτικής αστικής τάξης. Αλλά και μετά την ίδρυση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους το Οικουμενικό Πατριαρχείο προέβαλλε έντονες αρνήσεις για μεγάλο διάστημα στο να οριστεί η εκκλησία της Ελλάδας ανεξάρτητη και αυτοκέφαλη, θέλοντας να διατηρήσουν την εξάρτηση της ελληνικής εκκλησίας και την διατήρηση των φεουδαρχικών δικαιωμάτων σε ζητήματα διοίκησης, δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου.

Σημαίνουσες μορφές της εκκλησίας και ο ρόλος τους στην επανάσταση

1) Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’

Και πριν την έκρηξη της επανάσταση ο Γρηγόριος είχε αντιδράσει κατά των προεπαναστικών διεργασιών με επιστολή του όπου φαίνεται ολοφάνερα πως υπήρξε φανατικός αντιπρόσωπος των φεουδαρχικών και μοναρχικών αντιλήψεων.

Με την εκδήλωση της επανάστασης εκδίδει την 1η εγκύκλιο (επίσημο πατριαρχικό έγγραφο) και κατακρίνει την ενέργεια του Υψηλάντη να εισβάλει στην Μολδοβλαχία χαρακτηρίζοντας κακοποιούς και κακόβουλους αυτούς που έπραξαν και συμμετείχαν σ’ αυτή την ενέργεια.

Με την 2η εγκύκλιο ( 21 Μαρτίου) καταδικάζει τον Υψηλάντη, χαρακτηρίζει τους Φιλικούς ως «τέρατα του διαβόλου» επειδή διέδωσαν τα ψεύδη για την υποστήριξη της Ρωσίας και αναφέρεται στο κίνημα για την επανάσταση ως “εθνοκτόνον τόλμημα κατά της κραταιάς και αηττήτου Βασιλείας”. Στην συνέχεια αφορίζει τον Υψηλάντη, τους Φιλικούς και τους συμμετέχοντες στην επανάσταση.

2) Και ο επόμενος Πατριάρχης Κωνσταντίνος αφόρισε την επανάσταση, όπως και οι περισσότεροι Δεσποτάδες.

3) Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός: Στην συνέλευση της Βοστίτσας τάσσεται κατά της κήρυξης της επανάστασης και έρχεται σε ρήξη με τον Παπαφλέσσα. Λίγο πριν την έκρηξη της επανάστασης προδίδει στους Οθωμανούς της Τρίπολης τα σχέδια των επαναστατών.

4) Μητροπολίτης Άρτας και Πρέβεζας Ιγνάτιος: Διετέλεσε φοροεισπράκτορας του Αλή Πασά και παρέδωσε με δόλο 400 Πρεβεζάνους στον Αλή Πασά ο οποίος τους κατέσφαξε όλους.

5) Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας): Ο Παπαφλέσσας διατέλεσε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και πήρε μέρος καθοδηγητικά στις οργανωτικές προετοιμασίες της Επανάστασης. Υπήρξε από τις εξαιρέσεις των κληρικών που ρίχτηκαν εξαρχής στον αγώνα. Πριν το αγωνιστικό τέλος του στο Μανιάκη έλαβε πολλά αξιώματα. Συγκαιρινοί του τον κατηγόρησαν για κατάχρηση εξουσίας και υπήρξε αναμεμειγμένος σε πολλά σκάνδαλα της εποχής

6) Άνθιμος Γαζής: κληρικός που προσεταίρισε στην φιλική εταιρεία ο Ξάνθος. Εμπνεύστηκε από τον Ρήγα Φεραίο και κατά την κήρυξη της επανάστασης στην Θεσσαλία διακήρυξε ότι ο Θούριος είναι το «εγερτήριον σάλπισμα». Ο Γαζής υποστήριξε την συγκρότηση συντάγματος στην Θεσσαλία που να έχει ως αρχή το δημοκρατικό σύνταγμα του Ρήγα.

Φτωχή αγροτιά

Μέσα σε συνθήκες κυριαρχίας των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής στον οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό χώρο, το πλειοψηφικό τμήμα της κοινωνίας αποτελούν οι εκμεταλλευόμενοι φτωχοί αγρότες και εργάτες γης. Ο αγροτικός πληθυσμός υφίστανται άγριες καταπιέσεις από το οθωμανικό καθεστώς, όπως συνέβαινε σε πανευρωπαϊκό επίπεδο κατά την διάρκεια της δυτικής φεουδαρχίας. Αυτές οι καταπιέσεις διαιωνίστηκαν στην συνέχεια και απ’ το νεοσύστατο ελληνικό αστικό κράτος που επέβαλε μια βίαιη αστικοποίηση και μια βίαιη ενσωμάτωση των αγροτικών πληθυσμών κάτω από την μπότα του υπό διαμόρφωση ελληνικού «έθνους».

Μεγάλο μέρος της αγροτιάς μετείχε εξ’ αρχής ολόψυχα στις επαναστατικές διεργασίες ευελπιστώντας σε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Ήδη πριν από την εκδήλωση της επανάστασης, η πάλη του αγροτικού πληθυσμού ενάντια στους φεουδάρχες καταπιεστές, είτε αυτοί ήταν Οθωμανοί είτε Ελληνόφωνοι, καθώς και ενάντια του ανώτατου κλήρου είχε φουντώσει λαμβάνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις και τον χαρακτήρα εξεγέρσεων. Τα κίνητρα αυτών των ανθρώπων που ρίχτηκαν στον επαναστατικό αγώνα ασφαλώς δεν ήταν η συγκρότηση έθνους-κράτους ούτε η αντικατάσταση των προσώπων της εξουσίας. Κινητήριος δύναμη της επαναστατικής δράσης της φτωχής αγροτιάς ήταν το αγροτικό ζήτημα, η αποτίναξη του φεουδαρχικού ζυγού και η διεκδίκηση της γης που καλλιεργούσαν οι αγρότες για λογαριασμό τους.

Αυτή η διεκδίκηση των αγροτών πέφτει στο κενό μετά την συγκρότηση του ελληνικού έθνους-κράτους όπου οι φόροι για την έγγειο ιδιοκτησία συνεχίζουν να υφίστανται και οι εθνικές γαίες δεν διανέμονται στον αγροτικό πληθυσμό αλλά χρησιμοποιούνται από το νεοσύστατο κράτος ως υποθήκες για την σύναψη δανείων με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Το αγροτικό ζήτημα θα εξακολουθήσει να απασχολεί το ελληνικό κράτος για πολλά ακόμη χρόνια, οι καταπιέσεις προς τον αγροτικό πληθυσμό θα συνεχίσουν να υφίστανται και συχνές θα είναι οι εκρήξεις αγροτικών εξεγέρσεων. Συμπεραίνουμε λοιπόν, πως οι αγρότες μην διαθέτοντας ταξική επαναστατική ιδεολογία για να αγωνιστούν για την πλήρη απελευθέρωση τους και την οικοδόμηση μιας αταξικής και ακρατικής κοινωνίας “αξιοποιήθηκαν” από την πρωτοπόρα δύναμη της επανάστασης που ήταν η αστική τάξη, για να πετύχει τον σκοπό της και την κατάκτηση της εξουσίας.

Εργατική τάξη

Από το τέλος του 18ου αιώνα έως τις αρχές του 19ου εδραιώνεται σταδιακά η μισθωτή εργασία και σχηματοποιούνται οι νέες μορφές ταξικής εκμετάλλευσης. Η καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας εμφανίστηκε στα βιοτεχνικά-βιομηχανικά κέντρα και την ναυτιλία όπου το κεφάλαιο σταδιακά συσσωρεύεται και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις χωρισμού του από την εργασία.

Έτσι λοιπόν, πριν το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821, ξεπρόβαλε στον ελλαδικό χώρο και η πρώιμη εργατική τάξη μέσα από την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Η εργατική τάξη της εποχής αποτελείται κυρίως από τεχνίτες-εργάτες, ναυτεργάτες και εργάτες γης που παύουν να παράγουν για τον εαυτό τους και η εργασία τους αγοράζεται πλέον από το κεφάλαιο σαν εμπόρευμα. Οι ανεξάρτητοι παραγωγοί των συντεχνιών μετατρέπονται σε ιδιόκτητους εργάτες και περνούν στην υπηρεσία των καπιταλιστών εμπόρων και βιοτεχνών.

Στο ίδιο πλαίσιο ξεσπούν και οι πρώτοι εργατικοί αγώνες. Αρχικά, με επίκεντρο τα Αμπελάκια ενάντια στην εισαγωγή μηχανών. Οι κινητοποιήσεις αυτές συμπλέουν χρονικά με το αγγλικό λουδίτικο κίνημα και έχουν ταυτόσημο περιεχόμενο. Οι εργατικές αντιδράσεις αφορούν τις μισθολογικές επιπτώσεις λόγω της μείωσης της εργασίας από τον χρησιμοποίηση των μηχανών. Αργότερα, το 1818, υπογράφεται η πρώτη συλλογική σύμβαση εργασίας μεταξύ των εφοπλιστών και των ναυτεργατών της Ύδρας.

Είναι μια περίοδος ανάπτυξης της εργατικής τάξης που συνοδεύεται από αγώνες και άγρια καπιταλιστική εκμετάλλευση που συντελούνται σε ένα πολύ εμβρυακό και προκαπιταλιστικό στάδιο. Η εργατική τάξη είναι αδιαμόρφωτη, ασυγκρότητη και δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστική η συμβολή της στις επαναστατικές διεργασίες των καιρών.

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ

Ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα, στον ελλαδικό χώρο εμφανίζονται οι ιδέες του Διαφωτισμού μέσα από γραπτά κείμενα της δυτικής Ευρώπης και μέσω διανοούμενων που εκπροσωπούσαν και διέδιδαντις φιλελεύθερες, αστικές ιδέες. Ο ελληνικός Διαφωτισμός μπορεί να εξεταστεί κυρίως σε τρεις φάσεις ανάλογα και με τις γενιές των εκπροσώπων του.

Ο σημαντικότερος συγγραφές της πρώτης γενιάς είναι ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος (1680-1730). Μέσα από τα έργα που εξέδωσε την δεκαετία του 1720 αμφισβήτησε το σύστημα μάθησης που βασιζόταν στα θρησκευτικά κείμενα και τα γραπτά των αρχαίων συγγραφέων και που καλούσε τους μαθητές να αποδέχονται άκριτα τις ιδέες που εκφράζονται σ’ αυτά. Υποστήριξε την επιστημονική γνώση και έρευνα και κάλεσε τους άλλους στοχαστές να αμφισβητήσουν την παραδεδεγμένη σοφία.

Κύριοι εκπρόσωποι της δεύτερης γενιάς (1740-1780) ήταν ο Ευγένιος Βούλγαρις (1716-1806) και ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ (1730-1800). Ο πρώτος υποστήριξε τις ιδέες του Διαφωτισμού στην φιλοσοφία και την επιστημονική έρευνα. Ο δεύτερος υπήρξε επίσης υποστηρικτής των ιδεών του Διαφωτισμού, προσθέτοντας τρεις νέες διαστάσεις: την εκκοσμίκευση της γνώσης, τον ορθολογικό ουμανισμό και τη φιλελεύθερη πρόοδο. Οι κύριοι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς ήταν διανοούμενοι που είχαν σπουδάσει σε μεγάλα πανεπιστήμια της Δυτικής Ευρώπης.

Πολλοί από τους στοχαστές της τρίτης γενιάς (1790 και εντεύθεν) ανήκουν στην διασπορά και έχουν μεγαλύτερη εξοικείωση με την Δύση. Το έργο τους είναι περισσότερο κοσμικό και πολιτικό σε σχέση με τις άλλες γενιές, ιδιαίτερα μετά την Γαλλική Επανάσταση οι φιλελεύθερες αστικές ιδέες της οποίας διαδόθηκαν σε όλη την Ευρώπη και εν συνεχεία στα Βαλκάνια. Δύο σημαίνουσες μορφές του ελληνικού Διαφωτισμού είναι ο Αδαμάντιος Κοραής (1757-98) και ο Ρήγας Βελεστινλής ή Φεραίος (1757-1798).

Το ογκώδες γραπτό έργο όλων αυτών των διανοητών αποτέλεσε την ελληνική επέκταση και διάδοση των ιδεών και της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού και δημιούργησε ένα ιδεολογικό υπόβαθρο για τις επαναστατικές επιδιώξεις της αναδυόμενης ελληνικής αστικής τάξης. Ο εξοπλισμός της αστικής τάξης με ιδεολογία σε συνδυασμό με την συγκρότηση της δικής της πολιτικής οργάνωσης (Φιλική Εταιρεία) που αποτέλεσε φορέα μετάδοσης του πολιτικού της προγράμματος υπήρξαν καταλυτικά αίτια στην διαμόρφωση των συνθηκών για τον ερχομό της επανάστασης.

ΣΥΝΤΟΜΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

24/02/1821: Η φιλική εταιρεία εκδίδει προκήρυξη που καλεί τους υπόδουλους πληθυσμούς να εξεγερθούν δια των όπλων κατά του «τουρκικού» απολυταρχισμού. Η προκήρυξη αυτή αποδεικνύει τις αστικές και φιλελεύθερες κατευθυντήριες γραμμές, αναφερόμενοι και σε άλλα φιλελεύθερα κινήματα και επαναστάσεις της περιόδου.

7/03/1821: Η επανάσταση ξεκινάει από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες με την εισβολή των στρατευμάτων του Υψηλάντη από την Ρωσία στην Μολδοβλαχία. Οι προκηρύξεις του Υψηλάντη δεν έπεισαν τον χριστιανικό πληθυσμό της περιοχής ο οποίος προσδοκούσε την αποτίναξη του φεουδαρχισμού. Ο Υψηλάντης από την πλευρά όντας φιλο-φεουδαρχικός προσδοκούσε η πανβαλκανική εξέγερση να δράσει προς όφελος των Ελλήνων φεουδαρχών οι οποίοι θα αντικαθιστούσαν την εξουσία των Τούρκων φεουδαρχών. Επιδίωκε ουσιαστικά μια αναβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας,

Οι χωρικοί της περιοχής και κυρίως οι Ρουμάνοι οπλαρχηγοί, απέβλεπαν το κίνημα να λάβει αγροτικό χαρακτήρα και να οδηγήσει στην απελευθέρωση των ακτημόνων από τους φεουδάρχες (βογιάρους). Με αυτή την σύγκρουση τελικώς οι ρουμάνοι χωρικοί και απλαρχηγοί αποχώρησαν από το κίνημα και από το στρατόπεδο του Υψηλάντη. Ο αρχηγός των Ρουμάνων οπλαρχηγών Βλαδιμηρέσκο εκτελέστηκε από τον Υψηλάντη.

Ιούνιος 1821: ο Υψηλάντης ηττάται έχοντας πολύ αποδυναμωμένες δυνάμεις στο Δραγατσάνι από τις τουρκικές δυνάμεις. (έφτασαν εκεί μέσω του Δούναβη κατόπιν άδειας της Ρωσίας). Συλλαμβάνεται από τις αυστριακές αρχές και φυλακίζεται στην Βιέννη.

Πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου του 1821: η επανάσταση ξεσπάει στην ελλαδική επικράτεια. Η αρχή γίνεται στην Πελοπόννησο και όλη η ανατολική Μάνη τίθεται σε εμπόλεμη κατάσταση.

24 Μαρτίου 1821: καταφτάνουν στην Πάτρα που έχει ήδη καταληφθεί ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Ζαΐμης και ο Λόντος. Δεν μπορούν να εμποδίσουν το επαναστατικό ξέσπασμα που έχει ήδη αρχίσει και υποχρεώνονται να κηρύξουν την επανάσταση.

27 Μαρτίου 1821: κηρύσσεται η επανάσταση στην Στερεά Ελλάδα

28 Μαρτίου 1821: λαϊκές μάζες καταλαμβάνουν το διοικητήριο της Ύδρας και απαλλοτριώνουν τα καράβια.

Μάιος 1821: ο Φιλικός Ανθιμος Γαζής κηρύσσει τη επανάσταση στη Θεσσαλομαγνησία

11-23 Σεπτεμβρίου 1821: κατάληψη Τριπολιτσάς από τους επαναστατημένους

20 Δεκεμβρίου 1821: συγκαλείται η Α’ Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο όπου ψηφίζεται το πρώτο προσωρινό πολίτευμα (σύνταγμα) το οποίο είναι επηρεασμένο από τα φιλελεύθερα επαναστατικά συντάγματα της Αμερικής και της Γαλλίας

27 Ιουλίου-8 Αυγούστου 1822: Η μάχη στα στενά των Δερβενακιών

29 Μαρτίου 1823: συγκαλείται η Β’ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος όπου παρά τις αντιρρήσεις των προκρίτων ενισχύεται περισσότερο ο φιλελεύθερος χαρακτήρας του πολιτεύματος.

1824: έναρξη ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Αντανακλά την διαμάχη μεταξύ της τάξης των προεστών και φεουδαρχών της Πελοποννήσου που εκπροσωπούν το φεουδαρχικό πνεύμα και διαθέτουν έντονο τοπικισμό και των εκπροσώπων των νησιωτών εμπόρων, καροβοκύρηδων και εφοπλιστών που εκπροσωπούν τα αστικά ιδεώδη.

26 Φεβρουαρίου – 10 Μαρτίου 1825: Ο Ιμπραήμ Πασάς εισβάλει στην Πελοπόννησο

10-12 Απριλίου 1826 : η πτώση του Μεσολογγίου

19 Μαρτίου – 5 Μαϊου 1827: πραγματοποιείται η Γ’ Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα. Αναζητείται διέξοδος από την αποτυχία των πολεμικών επιχειρήσεων ( κατάληψη Πελοποννήσου από Ιμπραήμ Πασά, πτώση του Μεσολογγίου) μέσω της διεθνούς προστασίας ή της εκλογής ξένου μονάρχη. Ψηφίζεται ο Καποδίστριας ως κυβερνήτης της Ελλάδας, Ψηφίζονται επίσης ως αρχηγοί του ελληνικού στρατού και στόλου ο Βρετανός στρατηγός R. Church και ο ναύαρχος T. Cochrane αντίστοιχα. Έκτοτε μια σειρά από διεθνείς παρεμβάσεις ανατρέπουν την αποτυχημένη πορεία της επανάστασης και συντελούν στην συγκρότηση του ελληνικού κράτους.

Ιούλιος 1827: υπογράφεται η Συνθήκη του Λονδίνου από την Αγγλία, την Γαλλία και την Ρωσία, η οποία ορίζει την ειρήνευση μεταξύ ελλάδας-τουρκίας υπό τον όρο ότι ορισμένες επαρχίες θα αποκτήσουν ως υποτελείς στον Σουλτάνο διοικητική ανεξαρτησία.

Οκτώβρης 1827: Ναυμαχία του Ναυαρίνου. Οι ενωμένες βρετανικές, γαλλικές και ρωσικές δυνάμεις νικούν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο.

Ιούλιος 1828: αποστέλλεται γαλλικό εκστρατευτικό σώμα στον Μοριά το οποίο εκδιώχνει τον Ιμπραήμ Πασά.

3 Φεβρουαρίου 1830: με το πρωτόκολλο του Λονδίνου ιδρύεται το Βασίλειο της Ελλάδας με περιορισμένα εδάφη (Πελοπόννησος, Στερεά, Κυκλάδες, Β. Σποράδες)

Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Τα αίτια που οδήγησαν στην γένεση και την έκρηξη της επανάστασης του 1821 δεν πρέπει να αναζητηθούν στην «πίστη, στην φιλοπατρία και στην θρησκεία» των υπόδουλων ελλήνων, χαρακτηριστικά τα οποία είτε δεν υπήρχαν είτε ήταν τελείως ασαφή μέσα σε μια πολυεθνοτική αυτοκρατορία όπως ήταν η Οθωμανική. Τα βαθύτερα αίτια της επανάστασης καθώς και η κατάληξη της συνδέονται με το πέρασμα από την φεουδαρχική οικονομία στον καπιταλισμό. Οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής αρχικά επωάζονται στο κέλυφος του φεουδαρχικού κόσμου, συνυπάρχουν με τον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής και στην συνέχεια εδραιώνονται με την συντριβή των προγενέστερων παραγωγικών δυνάμεων και την συγκρότηση αστικού κράτους.

Οι εθνικές ταυτότητες που συγκροτήθηκαν βίαια με την δημιουργία εθνικών κρατών στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν υπήρχαν ως τέτοιες από τα πριν και επομένως χρειάζεται μεγάλη προσοχή στο να μην προβάλλουμε τις εθνικές ταυτότητες που συγκροτήθηκαν μέσα στον 19ο αιώνα στο παρελθόν. Το ελληνικό όπως και κάθε άλλο έθνος δεν προϋπήρχε αιώνια αυθύπαρκτο στα ανεξερεύνητα βάθη εκατομμυρίων χρόνων ιστορίας και οι ρίζες του δεν χάνονται στους προπολιτισμικούς αιώνες. Αντίθετα είναι πρόσφατα δημιουργήματα των κοινωνιών και συγκροτήθηκαν από τους ισχυρούς μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό-πολιτικό πλαίσιο.

Η συγκρότηση των αστικών κρατών είναι που οδηγεί στην δημιουργία του έθνους και όχι το αντίστροφο. Με βάση αυτό η επανάσταση του 1821 μπορεί να χαρακτηριστεί ως εθνογενετική και όχι εθνική, ως αστικοδημοκρατική και όχι «εθνικοαπελευθερωτική». Δεν ήταν μια επανάσταση του «έθνους», καθώς με την δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους τότε είναι που διαπλάθεται και οικοδομείται η φαντασιακή πολιτική κοινότητα του ελληνικού έθνους.

Στην πραγματικότητα οι πληθυσμοί οι οποίοι στην συνέχεια συγκροτήθηκαν σε «έθνος», είχαν έναν πολυφυλετικό χαρακτήρα. Ακόμη και οι κύριοι εκφραστές των επαναστατικών ιδεών της εποχής δεν αναφέρονται σε κάποιο κοινό έθνος αλλά σε διάφορες εθνοτικές ομάδες όλων των Βαλκανίων. Συγκεκριμένα, ο Ρήγας Φέραιος στο έργο του “Θούριος” που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας “ύμνος της επανάστασης”, απευθύνεται σε ένα πολυφυλετικό λαϊκό υποκείμενο ( Αρβανίτες, Βλάχοι, Βούλγαροι, Αρμένιοι, Ρωμιοί) και καλεί τόσο τους Χριστιανούς όσο και Τούρκους σε αγώνα ενάντια σε όσους τους τυραννούν.

Στην πραγματικότητα, ο Ρήγας καλεί όλους τους λαούς της Βαλκανικής (από κοινού με τους Τούρκους) στην εξέγερση κατά του απολυταρχισμού: “ Βούλγαροι και Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί, Αράπηδες και Άσπροι με μια κοινή ορμή για την ελευθερία να ζώσουμε σπαθί”, “ Να σφάξουμε τους λύκους που τον ζυγόν βαστούν και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν” (αποσπάσματα από τον Θούριο). Στα έργα του Ρήγα ως κυρίαρχος λαός ορίζονται όλοι οι κάτοικοι των Βαλκανίων ανεξαρτήτου θρησκείας και γλώσσας. Η επιδίωξη που εκφράζει ο Ρήγας δεν ήταν η δημιουργία ενός εθνικού κράτους των Ελλήνων αλλά η δημιουργία ενός πολυεθνοτικού φιλελεύθερου, κοσμικού δημοκρατικού κράτους, της Πανβαλκανικής Δημοκρατίας.

Παράλληλα, σε ένα άλλο έργο της προεπαναστικής περιόδου με τίτλο “Ελληνική Νομαρχία ήτοι λόγος περί Ελευθερίας” (1806), ο ανώνυμος συντάκτης του καλεί σε εξέγερση τον λαό αναφέροντας τα δεινά που έχει υποστεί και από τους Οθωμανούς αλλά και από τους ντόπιους προεστούς και φεουδάρχες, στηλιτεύοντας δριμεία τον κλήρο. Για τον συγγραφέα ο απελευθερωτικός αγώνας δεν συνδέεται μονάχα με την αποτίναξη από τον οθωμανικό ζυγό αλλά και από την καταπιεστική τυραννία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των ελλήνων της άρχουσας τάξης.

Κοντολογίς, η σύγκρουση για την ανατροπή του κυρίαρχου καθεστώτος ξεκίνησε ως μια εξέγερση η οποία εάν δεν γινόταν επανάσταση και εάν δεν οδηγούσε στην δημιουργία του ελληνικού κράτους (με την μεγάλη συμβολή των Μ. Δυνάμεων), θα μπορούσε να είχε μείνει στην ιστορία και ως εμφύλιος πόλεμος. Οι κοινωνικές αντιθέσεις και ο μη εθνικός χαρακτήρας της επανάστασης φαίνεται και από το γεγονός πως όταν στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ο εξαγριωμένος αγωνιζόμενος λαός συνάντησε μαζεμένους όλους τους κοτζαμπάσηδες, τράβηξαν τα γιαταγάνια του για να τους σφάξουν. Αυτό δεν συνέβη μετά την παραίνεση του Κολοκοτρώνη ο οποίος χαρακτηριστικά είπε:

«Έλληνες, πάλι τους άρχοντες σας θέλετε να σφάξετε; Συχάστε. Μη φοβάστε, κλεισμένους τους έχουμε στον Πύργο σαν πουλιά, μα δεν έχουν φτερά για να πετάξουν. Κι αντίς πριν σκεφτούμε τους σκοτώσουμε, τους σκοτώνουμε μετά μια ώρα αφού σκεφτούμε… Εδώ τους έχομε…» ( Δ. Κόκκινος, “Ιστορία της ελληνικής Επαναστάσεως” ). Ο Κολοκοτρώνης εκφράζει την αντίληψη ότι πρέπει πρώτα να εξουδετερωθούν οι Οθωμανοί σύμμαχοι των κοτζαμπάσηδων και μετά οι ντόπιοι κοτζαμπάσηδες και φεουδάρχες.

Μπορούμε εν τέλει να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα, πως οι επαναστατημένοι δεν διαπνέονταν από εθνική ομοψυχία και δεν διεξήγαγαν «ενωμένοι» έναν κοινό αγώνα ενάντια (και) στον ξένο κατακτητή. Αντίθετα μεταξύ των επαναστατημένων υπήρχαν μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις οι οποίες δεν μπορούσαν να γεφυρωθούν (τόσο μεταξύ της ακμάζουσας αστικής τάξης και της τάξης των φεουδαρχών, όσο και μεταξύ του λαού που κατά βάση αποτελούνταν από αγρότες και των παραπάνω τάξεων.) Αντίστοιχα, υπήρχαν πληθυσμιακές ομάδες οι οποίες διέθεταν έντονο τοπικισμό και εκδήλωναν κατά την επανάσταση χωριστικές τάσεις (πχ Πελοποννήσιοι). Οι αντιθέσεις αυτές οδήγησαν σε εμφύλιες διαμάχες κατά την διάρκεια του επαναστατικού αγώνα τις οποίες η καθεστωτική αφήγηση προσπαθεί είτε να αποσιωπήσει είτε να τις εμφανίσει ως «μικρόβιο των ελλήνων να αλληλοεξοντώνεται» .

Ο χαρακτήρας της επανάστασης ήταν αστικοδημοκρατικός και τα κίνητρα των επαναστατημένων δεν υπήρξαν ούτε «εθνικά» ούτε και ενιαία. Η αστική τάξη μέσω και της καθοριστικής συμβολής της οργάνωσης της (Φιλική Εταιρεία) ήταν αυτή που καθοδήγησε τον επαναστατικό αγώνα και βγήκε κερδισμένη από την ανατροπή του οθωμανικού φεουδαρχικού καθεστώτος. Οι υπόλοιπες προνομιούχες κοινωνικές τάξεις είτε έχασαν τα προνόμια τους και αφανίστηκαν εξ΄ολοκλήρου είτε αστικοποιήθηκαν.

Οι λαϊκές μάζες που πέρασαν στην φάση της προλεταριοποίησης στην ουσία ηττήθηκαν και η ήττα τους οριστικοποιήθηκε με την συγκρότηση του αστικού κράτους. Κατά το τελειωτικό πέρασμα στην νέα κοινωνία συνέχιζαν να βρίσκονται καθυποταγμένες και εκμεταλλευόμενες από την οικονομική και πολιτική εξουσία που έπαψε πλέον να ασκείται από κοτζαμπάσηδες και φεουδάρχες αλλά από καπιταλιστές και επαγγελματίες πολιτικούς. Το κοινωνικό και ταξικό πρόβλημα εξακολούθησε να υφίστανται και διαιωνίζεται έως και τις μέρες μας με ιδιαίτερη ένταση και μπορεί να αντιμετωπιστεί και να επιλυθεί μόνο επαναστατικά.

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.