ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΑΓΟΡΑ: για το «ελεύθερο» πανεπιστήμιο και την ελευθερία.

Η αντεστραμμένη γλώσσα του οργουελικού 1984, εκεί που το Υπουργείο Προπαγάνδας ονομάζεται υπουργείο «Αλήθειας» και το Υπουργείο Πολέμου βαφτίζεται Υπουργείο «Ειρήνης», είναι το διαρκές λεκτικό μοτίβο της σύγχρονης αγοράς. Μόνο ένας αυτοαποκαλούμενος «αναρχοκαπιταλιστής» (έτσι όπως βαυκαλίζεται πως είναι ο νέος αρλεκίνος πρόεδρος της Αργεντινής[1]), θα μπορούσε να ονομάσει «ελεύθερο πανεπιστήμιο» την καρικατούρα του κυβερνητικού νομοσχεδίου για τα ιδιωτικά Α.Ε.Ι.

Η μάχη για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, υπό τον εύσχημο τίτλο «μη κρατικά», έχει αποκτήσει χαρακτήρα φετίχ για την εγχώρια αστική τάξη. Και αυτό το «φετίχ» σχετίζεται τόσο με πυρηνικούς όρους της καπιταλιστικής ιδεολογίας & ηθικής, όσο και με τις ταξικές, κοινωνικοψυχολογικές συνθήκες που διαμόρφωσαν μεταπολεμικά την εγχώρια καπιταλιστική ολιγαρχία.

Στον κέντρο βάρους των πρώτων εκτοπίζεται εκείνο που ο γερό-Μπακούνιν είχε εγκαίρως καταδείξει, την εποχή της μεγάλης διαμάχη του με τους οπαδούς του Μαρξ στο συνέδριο της Βασιλείας,[2] ως τον ακρογωνιαίο λίθο της καπιταλιστικής ηθικής: το κληρονομικό δικαίωμα. Σε έναν παλαιότερο κείμενό[3] μας, το 2011, με αφορμή το νομοσχέδιο της Άννας Διαμαντοπούλου για τα Πανεπιστήμια, είχαμε επισημάνει το εξής: στον πυρήνα της καπιταλιστικής ιδεολογίας υπάρχει μια εγγενής ανηθικότητα, μια δοξασία σύμφωνα με την οποία ο πλούτος και η εξουσία που αυτός συνεπάγεται πρέπει να καταφάσκουν αενάως τον εαυτό τους. Ο πλούτος πρέπει να κληροδοτείται για να συνεχίζει αδιάκοπα το πρωταρχικό καθήκον της συσσώρευσης, δια της οποίας οι πλούσιοι (πρέπει να) γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί, φτωχότεροι. Βλέπετε, τα μέλη της ανώτερης τάξης ουδέποτε χώνεψαν πως ένα «ορθολογικό» εκπαιδευτικό σύστημα θα κατανέμει τα επαγγελματικά προνόμια και όχι το κληρονομικό δίκαιο. Για αυτούς, όπως και για την καπιταλιστική ιδεολογία, τα προνόμια (πρέπει να) κληρονομούνται, να πωλούνται και να αγοράζονται με κέρδος. Τα πτυχία, και δια αυτών η αριστίνδην[4] επαγγελματική κατοχύρωση της ανώτερης κοινωνικής ιεραρχίας, δεν είναι τίποτα παραπάνω από αντικείμενα κατοχής, χρήσης και εμπορίου και κανένας δεν μπορεί να τους τα στερήσει από το να τα «αγοράσουν» για τα παιδιά τους.

Μια διαχρονική ταξική σύγκρουση

Η ευθεία σύνδεση της εκπαίδευσης, και ειδικότερα των πανεπιστημιακών τίτλων, με τα παγιωμένα προνόμια της κυρίαρχης τάξης, είναι λογικό να αποτελεί ένα διαρκές πεδίο ταξικών συγκρούσεων που σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσαν την κοινωνική αναμέτρηση και τα ταξικά αντανακλαστικά των προνομιούχων τάξεων.

Στον πρώτο αιώνα του ελληνικού κράτους και έως το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η κοινωνική αναμέτρηση περιορίζεται κυρίως στην βασική εκπαίδευση. Η επικράτεια κυριαρχείται από αγροτικούς πληθυσμούς και το κεντρικό κοινωνικό ζήτημα παραμένει ο αναλφαβητισμός. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως η κύρια αντιπαράθεση επικεντρώνεται γύρω από το γλωσσικό ζήτημα,[5] με ένα διαρκές πινκ-πονκ μεταρρυθμίσεων και αντιμεταρρυθμίσεων από εναλλασσόμενες βενιζελικές και αντιβενιζελικές κυβερνήσεις τις δεκαετίας του ‘10, ‘20 και ‘30.[6]

Η ραγδαία εκβιομηχάνιση της ελληνικής κοινωνίας την πρώτη μετεμφυλιακή δεκαετία είχε ως αποτέλεσμα ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού να εγκαταλείψει τον αγροτική ύπαιθρο για τις νέες βιομηχανικές μεγαλουπόλεις. Δημιουργείται έτσι ένα ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης που διαμορφώνει εκρηκτικές  κοινωνικές συνθήκες αλλά και νέες κοινωνικές δυναμικές. Οι νέοι προλετάριοι διεκδικούν δυναμικά την έξοδό τους από την εξαθλίωση αλλά και η νέα βιομηχανία, των εργοστασίων και την κατασκευαστικής ανοικοδόμησης, απαιτεί καταρτισμένο εργατικό δυναμικό.

Το ογκώδες κοινωνικό κίνημα που εκφράστηκε κυρίως την περίοδο του Ανένδοτου Αγώνα[7] αλλά και ο φόβος του καπιταλιστικού μπλοκ να μην ξεπεραστεί από την τότε καλπάζουσα Σοβιετική Ένωση επέβαλαν σοβαρές αλλαγές στη θεσμική οργάνωση της εκπαίδευσης, σε όλο τον δυτικό κόσμο. Στην Ελλάδα η παιδεία ήταν μεν κρατική, συνδεόταν όμως αφενός με ένα ισχυρό ταξικό προνόμιο, αφού υπήρχαν δυσβάσταχτα δίδακτρα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης,[8] και αφετέρου, με ένα μείζον κοινωνιογλωσσικό «προνόμιο», καθώς η καθαρεύουσα που μιλούσε μόνο η προνομιούχα τάξη, ήταν η μόνη επιτρεπτή γλώσσα της εκπαίδευσης. Έτσι, τόσο οικονομικά όσο και γλωσσικά, τα παιδιά των φτωχών αποκλείονταν από την κοινωνική ανέλιξη.

Υπό την πίεση που διαμόρφωσαν οι νέοι κοινωνικοί αγώνες την περίοδο του πρώτου «ανένδοτου» αλλά και ο σοβιετικός τρόμος, τον Απρίλιο του 64’ η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, επιχειρώντας την άρση ορισμένων ταξικών περιορισμών, καθιερώνει την «δημόσια δωρεάν παιδεία σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης»[9], καθιστώντας ταυτόχρονα τη δημοτική ισότιμη γλώσσα. Στην ιστορική του ομιλία του στην βουλή, ο πρωθυπουργός και υπουργός παιδείας, έκανε ειδική μνεία στα πρόσφατα επιστημονικά επιτεύγματα της Σοβιετικής Ένωσης,[10] τονίζοντας τον κίνδυνο: ένα σύστημα που δεν δίνει τη δυνατότητα σε όλους να σπουδάσουν κινδυνεύει (αν δεν έχει ήδη γίνει) να ξεπεραστεί από τους αντιπάλους του.

Η ριζοσπαστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, που ανακόπηκε προσωρινά από την επταετή δικτατορία, εκφράστηκε κυρίως στον χώρο των πανεπιστημίων[11] και διαμόρφωσε την συνθήκες για την συνταγματοποίηση της καθολικής δημόσιας και δωρεάν παιδείας στο Σύνταγμα του 1974 (άρθρο 16 του Συντάγματος) αλλά και τη ρητή απαγόρευση ίδρυσης πανεπιστημίων από ιδιώτες. Ενώ με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ο Νόμος Πλαίσιο (1982) προχώρησε στην κατάργηση του συντηρητικού θεσμού της καθηγητικής έδρας, στην αυτοδιοίκηση των ιδρυμάτων και στην συμμετοχή και των φοιτητών στα όργανα λήψης αποφάσεων.

Η αίγλη των φοιτητικών αντιδικτατορικών εξεγέρσεων και η μαζική ριζοσπαστικότητα του φοιτητικού κινήματος επέβαλε στην εξουσία όχι μόνο μια σειρά από χρόνιες κοινωνικές διεκδικήσεις αλλά αποτέλεσε ανάχωμα μπροστά σε αντιδραστικές αντιμεταρρυθμίσεις. Κυριότερο παράδειγμα ήταν  η απόσυρση του περίφημου νόμου 815 του 1978, με τον οποίο η τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή προσπάθησε να ελέγξει το δυναμισμό του φοιτητικού κινήματος. Μετά το μεγάλο κίνημα καταλήψεων του Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς το νομοσχέδιο καταργήθηκε.[12] Παρόμοια τύχη, δώδεκα χρόνια μετά (1990), είχαν και οι σαρωτικές αλλαγές που έφερε η κυβέρνηση Μητσοτάκη με Υπουργό Παιδείας τον Βασίλη Κοντογιαννόπουλο, που αφορούσαν την κατάργηση της παροχής δωρεάν συγγραμμάτων και περικοπές κοινωνικών παροχών, όπως η δωρεάν σίτιση και στέγαση. Μετά τις μαζικές κινητοποιήσεις και τη δολοφονία Τεμπονέρα, ο Κοντογιαννόπουλος παραιτήθηκε και το νομοσχέδιο αποσύρθηκε.

Παράλληλα με το μεταπολιτευτικό ριζοσπασπαστισμό, διαμορφώνεται μέσα στο πανεπιστήμια και ο σκληρός μειοψηφικός πυρήνας της αντίδρασης. Πρόκειται για στελέχη της δεξιάς που θα παίξουν ηγετικό ρόλο τις επόμενες δεκαετίες. Ο Κώστας Καραμανλής, η Μαριέττα Γιαννάκου, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, ο Νίκος Δένδιας κ.α. είναι συνοδοιπόροι, στελέχη της μεταπολιτευτικής ΔΑΠ, τους οποίους το φοιτητικό κίνημα έχει θέσει στο περιθώριο. Για τους κληρονομικούς γόνους της ολιγαρχίας και της άρχουσας ιδεολογίας η εμπειρία των ανοιχτών και οριζόντιων δημοκρατικών διαδικασιών μέσα στα αμφιθέατρα, στα οποία κυριαρχούν —ευλόγως[13]— οι ριζοσπαστικές ιδέες, ήταν τραυματική. Όταν η παρέα αυτών των ανθρώπων έρχεται στην διακυβέρνηση το 2004, επιχειρεί μια ιστορική ρεβάνς.

Στην άτυπη βιογραφία της κληρονομικής 7ετίας του, υπό τον ευφάνταστο τίτλο «Καραμανλής off the record» (δια χειρώς —βέβαια—Μανώλη Κοττάκη, αφού ως γνωστόν οι πρίγκιπες δεν γράφουν) ο Κωστάκης ο Καραμανλής, αναφέρετε αρκετές φορές, με τρόπο που προδίδει μάλλον μια κάποια ψυχαναγκαστική εμμονική[14] προσκόλληση, στο ζήτημα των  Ιδιωτικών πανεπιστημίων ως τη «μεγάλη μάχη της γενιάς του». Η διπλή αντιδραστική μεταρρύθμιση που θα επιχειρήσει όμως ο ίδιος και η παλαιά του συναγωνίστρια Μαριέττα Γιαννάκου, που αφορούσε τόσο τον δραστικό περιορισμό της φοιτητικής συμμετοχής, την καταστολή του φοιτητικού συνδικαλισμού, όσο και την αναθεώρηση του άρθρου 16 με στόχο την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, θα συντριβεί μπροστά στο μαζικότερο φοιτητικό κίνημα της μεταπολίτευσης. Ένα ποτάμι 350 καταλήψεων, μαζικών συλλαλητηρίων δεκάδων χιλιάδων φοιτητών, με μαζικές συγκρούσεις με την αστυνομία. Ένα κίνημα που δεν θα υποκύψει παρά την οργιώδη καταστολή, τις μαζικές συλλήψεις (61 μόνο σε μία μέρα), αλλά θα εξαπλωθεί σε όλα τα μέρη της επικράτειας και θα αποτελέσει τη μόνη κοινωνική αντιπολίτευση της περιόδου. Κάτω από την ασφυκτική πίεση του κινήματος η διακομματική συναίνεση με το ΠΑΣΟΚ θα σκάσει, το άρθρο 16 δεν θα αναθεωρηθεί και η κυβέρνηση θα αποσύρει τις αντιδραστικές διατάξεις του νομοσχεδίου.[15]

«Συνταγματικοί» και «αντισυνταγματικοί»

Η ήττα που υπέστη η άρχουσα τάξη από το φοιτητικό κίνημα δεν περιόρισε τον βασικό προσανατολισμό της. Με μια σειρά από αργά αλλά σταθερά βήματα, κατάφερε σταδιακά να νομιμοποιήσει το ιδιωτικά πανεπιστήμια και τη γενικότερη εμπορευματοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, παρακάμπτοντας το σύνταγμα. Άλλωστε, όπως γνωρίζει κάθε καλός συνταγματολόγος, τα συντάγματα, η τήρηση των οποίων —υποτίθεται— επαφίενται σε έναν αόριστο «πατριωτισμό» (άρθρο 120 του συντάγματος), δεν είναι τίποτα παραπάνω από σκληρά εργαλεία ταξική κυριαρχίας, πάνω στα οποία, κάτω από την πίεση των κοινωνικών αγώνων, αποτυπώνονται και ορισμένες κοινωνικές κατακτήσεις. Το φοιτητικό κίνημα του 2006, που με την αποφασιστική του στάση μπλόκαρε την αλλαγή στο άρθρου 16 για μια 20ετία[16] δεν είχε αυταπάτες για τον αντιδραστικό ρόλο του Συντάγματος (γενικά) και του άρθρου 16 (ειδικότερα). Δεν ονειρευόταν ένα πανεπιστήμιο δέσμιο στις ορέξεις κανενός κράτους αλλά ένα πανεπιστήμιο ανοιχτό και ελεύθερο στην κοινωνία. Ήξερε όμως ότι δίνει έναν αγώνα οπισθοφυλακής, γιατί μέσα στις συνθήκες της σύγχρονης αγοράς, η «απελευθέρωση» της εκπαίδευσης από το κρατικό μονοπώλιο, δεν θα εγγυόταν καμία «ελευθερία» πέραν από την πλήρη ασυδοσία της αγοράς. Όπως και έγινε.

Η επίθεση στο δημόσιο (κρατικό) πανεπιστήμιο ξεκίνησε λίγα χρόνια νωρίτερα. Μέσα από το κρισιμότερο ίσως προπύργιο της δεξιάς «αριστείας», το πανεπιστήμιο Πειραιά,[17] η άρχουσα τάξη ίδρυσε (1996) το πρώτο μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών με δίδακτρα. Η διασταλτική ερμηνεία του συντάγματος που επικαλέστηκαν τότε για να το παραβιάσουν, βασιζόταν στο καινοφανές επιχείρημα πως τα μεταπτυχιακά δεν προβλέπονταν στο σύνταγμα του 1974, και άρα είναι σαν …να μην ανήκουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες, με κίνητρο τα bonus στους καθηγητικούς μισθούς, η πλειοψηφία των πανεπιστημιακών τμημάτων στην χώρα δημιούργησε μεταπτυχιακά με δίδακτρα. Σχεδόν ταυτόχρονα επιχειρήθηκε η δημιουργία μη κρατικών πανεπιστημίων με τη μορφή «Εργαστηρίων Ελευθέρων Σπουδών» και ιδρύθηκαν καταστήματα όπως, μεταξύ άλλων, το Deree, ενώ με πρωτοβουλία του Συνδέσμου Έλληνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ) αλλά και —λίγο αργότερα— του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, δημιουργήθηκε το ALBA, το πρώτο ιδιωτικό κολέγια με μεταπτυχιακά.[18] Ακολούθησε η εν μία νυκτί μετατροπή σειράς Ι.Ε.Κ. σε κολέγια που διαφήμιζαν τον εαυτό τους ως franchis ξένων πανεπιστημίων. Με νομοθετικές πρωτοβουλίες της Άννας Διαμαντοπούλου και, στη συνέχεια, της Νίκης Κεραμέως, αναγνωρίστηκαν τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων των κολεγίων (ως αποφοίτων ξένων πανεπιστημίων). Τέλος, η απαραίτητη πελατεία δόθηκε με την υιοθέτηση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής, με την οποία παροχετεύονται έκτοτε αφειδώς, 20 έως 30 χιλιάδες πελάτες ετησίως, στα ιδιωτικά κολέγια.

Παράλληλα με τις παραπάνω πρωτοβουλίες και με πρόφαση την οικονομική κρίση επιχειρήθηκε την τελευταία 15ετία μία συστηματική επιχείρηση αποστελέχωσης, απαξίωσης και οικονομικού στραγγαλισμού των δημόσιων (κρατικών) πανεπιστημίων, με πάγωμα (για μια δεκαετία) των διορισμών καθηγητών και προσωπικού, τη συγχώνευση ή/και κατάργηση τμημάτων (σχέδιο «Αθηνά») αλλά και το μπλοκάρισμα ίδρυσης νέων τμημάτων. Ενδεικτικά είναι τα συμπεράσματα πρόσφατης μελέτης του ΚΕΠΥ[19] σύμφωνα με την οποία: α) το συνολικό εκπαιδευτικό προσωπικό στα δημόσια Πανεπιστήμια της χώρας μειώθηκε κατά 32,7% την 15ετία 2008-2023 β) η αναλογία προπτυχιακών φοιτητών ανά καθηγητή (μέλος ΔΕΠ) ανέρχεται σήμερα σε 47 φοιτητές ανά μέλος ΔΕΠ και είναι τρεισήμισι φορές υψηλότερη σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (13 φοιτητές ανά μέλος ΔΕΠ) γ) η αθροιστική απώλεια της δημόσιας χρηματοδότησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης την εν λόγω περίοδο ανέρχεται σε 6,1 δισ. Ευρώ.

Το «ελεύθερο» πανεπιστήμιο του Μητσοτάκη

Με τη σημερινή πρωτοβουλία της κυβέρνησης επιχειρείται ένα ακόμα βήμα στην αλυσίδα των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων: η αναγνώριση και των κολεγιακών πτυχίων. Η νομοθετική ακροβασία βασίζεται στις εικονικές συνέργειες των κολεγίων με πανεπιστήμια του εξωτερικού. Οι δήθεν αυστηρές ακαδημαϊκές προϋποθέσεις που θέτει ο νομοθέτης για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων (10 καθηγητές ανά σχολή) είναι αστείοι, αν αναλογιστεί κανείς πως οι καθηγητές μπορούν να εργάζονται παράλληλα σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, ενώ ο αριθμός των φοιτητών (ανά σχολή) μπορεί να αγγίξει τους 1500. Όσο για το επιχείρημα πως το χαμηλό ακαδημαϊκό επίπεδο των κολεγίων, που συνηθίζουν να ειδικεύονται σε ψευτο-επιστημονικές ειδικότητες (όπως το marketing), δεν θα έχει σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις, η πρόσφατη είδηση ότι το επενδυτικό κεφαλαίου CVC Capital Partners αναμένεται να ιδρύσει την πρώτη μη κρατική ιατρική σχολή στην Ελλάδα[20] θα πρέπει να απαντάει από μόνη της. Αλλά ο μεγαλύτερος ευφημισμός του νομοσχεδίου είναι η προσθήκη της φράσης «μη κερδοσκοπικά» για να χαρακτηρίσει τα νέα ιδρύματα. Τα παραδοσιακά μη κρατικά πανεπιστήμια στο δυτικό κόσμο οργανώνονται πράγματι ως μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί. Αυτός, ο μη κερδοσκοπικός του προσδιορισμός, σημαίνει απλά πως δεν έχουν μετοχική σύνθεση και άρα δεν διαμοιράζουν κέρδη μεταξύ των μετόχων τους. Κατά τα λοιπά, όμως, λειτουργούν ως κανονικοί εμπορικοί και κερδοσκοπικοί μηχανισμοί. Επιβάλλουν δυσβάσταχτα δίδακτρα που μόνο οι ευκατάστατοι μπορούν να πληρώσουν, ανταγωνίζονται για φοιτητές – πελάτες, για ερευνητικά προγράμματα και χορηγίες. Η συντριπτική πλειοψηφία των “μη κερδοσκοπικών” πανεπιστημίων, δεν είναι τίποτα παραπάνω από ανταγωνιστικές επιχειρήσεις που μόνο σκοπό έχουν το εμπορικό κέρδος. Και αν ορισμένα ιδρύματα πολύ υψηλού κύρους διατηρούν στις χώρες τους ένα επίπεδο κοινωνικής πολιτικής (μέσω υποτροφιών αριστείας), η διεθνής εμπειρία διδάσκει πως όταν τα ίδια ιδρύματα δημιουργούν παραρτήματα στον εξωτερικό λειτουργούν ως αδίκαστοι και αμείλικτοι καπιταλιστές. Στις μέρες μας τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του δυτικού κόσμου, ιδρύουν παραρτήματα στην Ασία (Κίνα, Ινδία) αλλά και στις χώρες του Κόλπου, επιχειρώντας να πουλήσουν το brand name τους. Όσο για την περίφημη εγχώρια μεγαλοαστική (εφοπλιστική και πετρελαϊκή) τάξη που μόλις περάσει το κυβερνητικό νομοσχέδιο θα σταματήσει αίφνης να σπαταλά τμήμα της τερατώδους υπεραξίας της σε ποδοσφαιρικές ομάδες και θα αρχίσει τις γαλαντόμες ακαδημαϊκές χορηγίες για αγορά ηλεκτρονικών μικροσκοπίων, επιτρέψτε μου να στοιχηματίσω πως αυτό έχει τόση πιθανότητα να συμβεί όσοι να δούμε πιγκουίνους στην Σαχάρα.

Τι επιδιώκει λοιπόν το κυβερνητικό νομοσχέδιο; Ο «τσεκουράτος» νυν Υπουργός Επικρατείας από το βήμα της βουλής, με την ειλικρινή ωμότητα που τον διακρίνει είχε, πριν λίγα χρόνια, δώσει την υλική διάσταση της σημερινής μάχης: «πρέπει να περάσουμε σε ιδιωτικά πανεπιστήμια, γιατί τα δημόσια αποτελούν το μηχανισμό μέσα στον οποίο αναπαράγετε η Ιδεολογική Ηγεμονία της αριστεράς. Τα πανεπιστήμια είναι η κύρια πηγή του στελεχιακού της δυναμικού». Συμπέρασμα: Τα δημόσια πανεπιστήμια κάνουν τα παιδιά μας κομμουνιστές.

Στόχος της άρχουσας τάξης δεν είναι μόνο η εξαγορά των πτυχίων, για την επαγγελματική αναπαραγωγή των γόνων της μεσο-ανώτερης τάξης. Είναι επίσης και η σταδιακή εξάλειψη κάθε ίχνους δημόσιου χώρου όπου μπορεί να γεννιούνται χαραμάδες ελευθερίας. Η διαρκής μείωση του δημόσιου χαρακτήρα των πανεπιστημίων, η συνεχής εμπορευματοποίηση των σπουδών, η αυξανόμενη εντατικοποίηση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων με στόχο την πειθάρχηση των φοιτητών, πάνε χέρι – χέρι με τις πολιτικές μείωσης των εισακτέων, οικονομικού στραγγαλισμού κάθε έρευνας που δεν έχει άμεση σχέση με την αγορά, αλλά και την διόγκωση του ιδιωτικού τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Απέναντι σε όλα αυτά, υπάρχει διαφορετική προοπτική;

Ελεύθερο & δημόσιο – μη κρατικό πανεπιστήμιο

Τα πανεπιστήμια γεννήθηκαν στα μοναστήρια του μεσαίωνα, σαν ένας θεσμός εντός και εναντίον της κυρίαρχης θεοκρατικής ιδεολογίας, σαν ένας μηχανισμός εντός και εναντίον της φεουδαρχικής οργάνωσης της κοινωνίας. Από την ίδρυση τους έως και τις μέρες μας, παρά τις τεράστιες κοινωνικές αλλαγές, φέρνουν μέσα τους αυτό το διπλό ρόλο: από την μια αποτελούν τον φορέας που δίνει κύρος, που παράγει την Ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης, από την άλλη, κυοφορούν στα σπλάχνα τους το σπέρμα της άρνησης, της αμφισβήτησης, γίνονται το κέλυφος που επωάζονται οι σπόροι ενός νέου κόσμου. Τα πανεπιστήμια, σαν ζωντανοί κοινωνικοί οργανισμοί, ήταν πάντα αυτοί οι διαλεκτικοί τόποι, πάνω στους οποίους ανταγωνίζονταν οι δυνάμεις του παλαιού κόσμου, το κράτος και η αγορά, με τις δυνάμεις της ουτοπίας.

Γιατί πέρα από το ψευδές δίλημμα κρατικό ή ιδιωτικό (ενός κρατικού που είναι ήδη υπηρέτης της αγοράς και ενός ιδιωτικού που δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς κρατική επικαρπία), το πραγματικό διάλληλα, το πραγματικό πεδίο εντάσεων που διεξάγεται η ταξική πάλη είναι μεταξύ καπιταλιστικού κράτους και κοινωνίας. Το πραγματικό δίλημμα στις μέρες μας, που δεν αφορά μόνο τα πανεπιστήμια, άλλα κάθε ζωντανό δημόσιο χώρο, κάθε πεδίο της σύγχρονης ζωής, δεν είναι κρατικό ή ιδιωτικό, αλλά δημόσιο & ελεύθερο, που σημαίνει αυτονοήτως: οριζόντιο, αντικρατικό και αυτοδιαχειριζόμενο.

Αυτό είναι το πρόταγμα· προς τα εκεί και ο συνεχής αγώνας μας.

Σωτήρης Λυκουργιώτης

Αναδημοσίευση από: alerta.gr

——————————————

[1] Αναφερόμαστε στον Χαβιέρ Μιλέι, τον αυτοαποκαλούμενο «αναρχοκαπιταλιστή» νέο πρόεδρο της Αργεντινής. Ο αναρχοκαπιταλισμός ως ρεύμα, με κύριο εκφραστή τον Murray Rothbard, έχει, βέβαια, τόση σχέση με τον αναρχισμό όση η ωμή βία των φονιάδων με την τρυφερότητα της ουτοπίας.

[2] Βλέπε: Γιάννης Ν. Καρύτσας (2008) Μιχαήλ Μπακούνι. Ο Κόσμος και το έργο του, εκδόσεις Άρδην, σελ. 102-106

[3] Βλέπε: Σωτήρης Λυκουργιώτης, Οι πιστωτικές μονάδες και η εγγενής ανηθικότητα της καπιταλιστικής αναδιάταξης στα πανεπιστήμια, Αναρχοσυνδικαλιστική εφημερίδα ΡΟΣΙΝΑΝΤΕ #19 (Νοέμβριος 2011)

[4] Μόνο ένας αφελής δεν μπορεί να κατανοήσει πως η έννοια της «αριστείας» που επικαλούνται οι «άριστοι» των ανώτερων τάξεων, δεν σχετίζεται με καμία ορθολογική αξιολόγηση ατομικών εκπαιδευτικών ικανοτήτων, αλλά δεν είναι τίποτα παραπάνω από το παλαιό αριστοκρατικό δικαίωμά τους στη μεταβίβαση περιουσίας, προνομίων και εξουσίας στα παιδιά τους. Και αυτό δεν σχετίζεται μόνο με την εγχώρια ολιγαρχία, είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Όπως αποκάλυψαν πρόσφατα οι New York Times, το Harvard και άλλα κορυφαία αμερικανικά πανεπιστήμια, εισάγουν επί δεκαετίες πλουσίους φοιτητές που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις δια τη πλαγίου… πληρωμής (βλέπε: Lifo “Τεράστιο σκάνδαλο στις ΗΠΑ: Γόνοι πλουσίων έμπαιναν με απάτη σε κορυφαία πανεπιστήμια”)

[5] Ο πρόδρομος των σοσιαλιστικών ιδεών Γεώργιος Σκληρός, θέτει το γλωσσικό ως βασικό ζήτημα που μεσολαβεί αποφασιστικά την εγχώρια ταξική αναμέτρηση. Γράφει χαρακτηριστικά: «Η

πλουτοκρατία, η οποία χρησιμοποιεί ένα ολόκληρο σύστημα απατηλής ιδεολογίας για να κρατάει το λαό στην κατάσταση της άγνοιας που θα της επιτρέπει να τον εκμεταλλεύεται, έχει κάθε συμφέρον να διαιωνίζει ένα εκπαιδευτικό σύστημα βασισμένο στην καθαρεύουσα που αφήνει τη µμεγάλη µάζα του λαού έξω από κάθε παιδεία» Βλέπε: Γ.Σκληρός (1922) Το κοινωνικό μας ζήτημα, Εκδόσεις Σοσιαλιστικού κέντρου.

[6] Ενδεικτικό της αντιπαράθεσης είναι πως το 1917 στα σχολεία διδασκόταν η δημοτική, το 1921 η καθαρεύουσα, το 1923 η δημοτική, το 1926 η καθαρεύουσα, το 1927 η δημοτική μαζί με την καθαρεύουσα (λόγω της οικουμενικής κυβέρνησης), το 1931 η δημοτική, το 1933 η καθαρεύουσα, και το 1939 η Καθαρεύουσα μαζί με τη Δημοτική.

[7] Βλέπε: Γιάννης Κάρτης (1974) Η γέννηση του νεοφασιμού στην Ελλάδα, Εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 135-144.

[8] Σχεδόν τα μισά παιδιά της εποχής ήταν αναλφάβητα, αφού είτε δεν πήγαιναν καθόλου σχολείο είτε το παρατούσαν στο δημοτικό

[9] Βλέπε: Σπύρος Λιναρδάτος (1986) Από τον Εμφύλιο στην Χούντα, Τόμος Δ, Εκδόσεις Το Βήμα, σελ. 319-321.

[10] Ειδική αναφορά έκανε στην πτήση του Σπούτνικ (1957), πρώτου τεχνικού δορυφόρου σε τροχιά γύρω από την Γη αλλά και στην πτήση του Γιούρι Γκαγκάριν (12 Απριλίου του 1961) του πρώτου ανθρώπου που ταξίδεψε στο διάστημα.

[11] Όπως παρατηρεί ο Αλεξάτος: «Μετά την πτώση της δικτατορίας, η μαζικότητα του φοιτητικού κινήματος μόνο με την περίοδο της εαμικής αντίστασης μπορεί να συγκριθεί. Στις φοιτητικές εκλογές, μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 80, τα συνολικά ποσοστά των παρατάξεων που έχουν ριζοσπαστικές και μαρξιστικές αναφορές φτάνουν το 90%». (βλέπει: Γ.Ν. Αλεξάτος (2008) Ιστορικό Λεξικό του Ελληνικού Εργατικού κινήματος, Εκδόσεις Γειτονιές του Κόσμου, σελ. 434)

[12] Ήταν η πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση που ψηφισμένος νόμος καταργούνταν, κάτω από την πίεση ενός ιδιαίτερα μαχητικού και μαζικού κινήματος.

[13] Όπως έχουμε υποστηρίξει και παλαιότερα, η μορφή της πολιτικής διαδικασίας καθορίζει, σε μεγάλο βαθμό, και το περιεχόμενό της. Οι άμεσες, οριζόντιες, ανοιχτές και δημοκρατικές διαδικασίες, αποκλείουν καταστατικά αντιλήψεις που προωθούν τον ταξικό διαχωρισμό και τις ανισότητες. (βλέπε: Σωτήρης Λυκουργιώτης Πανεπιστημιακό άσυλο, δημοκρατία και κοινοβουλευτισμός, (19.1.2022) Alerta.gr)

[14] Ενδεικτικό του πόσο εμμονικά αντιμετωπίζουν οι σύγχρονοι αστοί το θέμα των ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι και το πρόσφατο άρθρο στην Καθημερινή (09.07) του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου (και αδελφού σημερινού του υπουργού δικαιοσύνης) Βασίλη Φλωρίδη, που χαρακτηρίζει τον άρθρο 16, και ειδικότατα την απαγόρευση ίδρυσης πανεπιστημίων από ιδιώτες (στις παραγράφους 5 & 8) ως «ντροπή της δημοκρατίας μας»! (βλέπε: Βασίλης Φλωρίδης, Άρθρο 16 του Συντάγματος: η ντροπή της δημοκρατίας μας, Εφημερίδα Καθημερινή 09.07.2023)

[15] Για μια πιο αναλυτική περιγραφή του φοιτητικού κινήματος της περιόδου, βλέπε: Φοιτητικές καταλήψεις – Απεργία δασκάλων: Μια συνάντηση που (δεν) έγινε, εκδόσεις Αιώνιοι Καταληψίες, 2008

[16] Αφού με την στάση του διαμόρφωσε και την θέση της μετέπειτα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ

[17] Εκεί που πριν λίγα χρόνια επικρατούσε ως τραμπούκος μαφιόζος η νυν υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη Κωνσταντίνος Κατσαφάδος που το 2003, όντας αιώνιος φοιτητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς, πρόεδρος της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ και μέλος της συγκλήτου, εισέβαλε, ηγούμενος ομάδας «τραμπούκων», σε κλειστή συνεδρίαση καθηγητών και άδειασε πάνω τους το περιεχόμενο μερικών πυροσβεστήρων για να επιβάλει την εκλογή του καθηγητή της αρεσκείας του. (βλέπε:

[18] Νικόλας Τραυλός (2020) Μπορεί και πρέπει το κράτος να διατηρήσει το μονοπώλιο της ανώτατης εκπαίδευσης στην κοινωνία της γνώσης; Συγκριτική και Διεθνής Εκπαιδευτική Επιθεώρηση, τεύχος #4

[19] https://www.healthpolicycenter.gr/el/publications/9

[20] Ανοίγει ο δρόμος για την ίδρυση μη κρατικής ιατρικής σχολής στην Ελλάδα, Πρώτο θέμα (25.08.2023)

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.